Note: The table of contents has been inserted for the convenience of the reader. Bold characters in the book have been included in &&. Comments been marked by []. Numbers in curly brackets relate to the footnotes that have been transferred at the end of the book. The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Σημείωση: Ο Πίνακας περιεχομένων δημιουργήθηκε για την διευκόλυνση του αναγνώστη. Έντονες λέξεις έχουν συμπεριληφθεί μεταξύ &&. Σχόλια περιλαμβάνονται σε []. Οι αριθμοί σε αγκύλες {} αφορούν στις υποσημειώσεις των σελίδων που έχουν μεταφερθεί στο τέλος Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Π Ι Ν Α Κ Α Σ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Ω Ν ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΒΙΒΛΙΟΝ Η. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – ΙΕ’. ΒΙΒΛΙΟΝ Θ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – Ις’. ΒΙΒΛΙΟΝ Ι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. – ΙΒ’. ΒΙΒΛΙΟΝ Κ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. - Ι'. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. Ζ Α Μ Π Α ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΗΘΙΚΑ ΝΙΚΟΜΑΧΕΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΚΥΡ. ΖΑΜΠΑ ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΙΒΛΙΟΝ Η. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. &Εγκράτεια και ακράτεια.& &Κτηνωδία και θέωσις παρεκβατικώς. ― Ακράτεια και εγκράτεια εισαγωγικώς.& ― Και τόρα πλέον αφού λάβωμεν άλλην αρχήν αρμόζει να ειπούμεν, ότι από τα άξια αποφυγής ήθη τρία είδη υπάρχουν, δηλαδή η κακία, η ακράτεια, και η θηριωδία (κτηνωδία). Τα δε αντίθετα των μεν δύο είναι προφανή ― δηλαδή το έν μεν από αυτά το ονομάζομεν αρετήν, το δε άλλο εγκράτειαν ― εις την θηριωδίαν όμως αρμόζει παρά πολύ να αντιτάξωμεν την υπεράνθρωπον αρετήν, δηλαδή την ηρωικήν και την θείαν, καθώς ο Όμηρος παρέστησε τον Πρίαμον να λέγη περί του Έκτορος τα εξής, επειδή ήτο πολύ αγαθός : Δεν ώμοιαζε καθόλου Πως τον εγέννησε θνητός, μα θάταν θεού γέννα. Επομένως, εάν, καθώς λέγουν, μερικοί από τους ανθρώπους γίνωνται θεοί από υπερβολικήν αρετήν, τότε ένα τοιούτον είδος βεβαίως θα είναι η διάθεσις η αντιτιθεμένη εις την θηριωδίαν. Διότι καθώς του ζώου ούτε κακία υπάρχει ούτε αρετή, ομοίως και του θεού δεν υπάρχει, αλλά αυτού μεν η διάθεσις είναι τιμαλφέστερον είδος από την αρετήν, του δε ζώου η ιδιότης είναι κάποιον άλλο είδος κακίας. Και καθώς είναι σπάνιον να ευρεθή θείος άνθρωπος, καθώς συνηθίζουν να ονομάζουν τους τοιούτους οι Λάκωνες όταν εκτιμήσουν κανένα μέχρι θαυμασμού ― και λέγουν «θείος ανήρ ούτος», ομοίως και ο κτηνώδης είναι σπάνιος μεταξύ των ανθρώπων. Κυρίως δε υπάρχουν τοιούτοι εις τους βαρβάρους, και τούτο προέρχεται κάποτε από ασθενείας και στρεβλώσεις σωματικάς. Ακόμη δε και εις εκείνους όσοι έχουν υπερβολικήν κακίαν αποδίδομεν προς δυσφημίαν αυτό το όνομα. Αλλά περί αυτού του είδους της (θείας) διαθέσεως κατόπιν θα κάμωμεν λόγον {1}, περί δε της κακίας ωμιλήσαμεν προηγουμένως. Τόρα δε πρέπει να ομιλήσωμεν περί ακρατείας και μαλθακότητος και τρυφηλότητος, και εξ άλλου περί εγκρατείας και καρτερίας. Δηλαδή έκαστον είδος από αυτά δεν πρέπει να το θεωρήσωμεν το ίδιον με την αρετήν και την μοχθηρίαν ούτε πάλιν ως διαφορετικόν γένος. Είναι δε ανάγκη, καθώς και εις τα άλλα, πρώτον να θέσωμεν τα φαινόμενα και τας απορίας μας και κατόπιν να αποδείξωμεν κυρίως μεν όλα όσα είναι ευλογοφανή ως προς τα πάθη, ειδεμή, τα περισσότερα και τα σπουδαιότερα. Διότι, εάν αφ' ενός λύσωμεν τα δύσκολα προβλήματα και αφ' ετέρου απομείνουν τα ευλογοφανή, τότε είναι αρκετή απόδειξις τούτο. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. &Προβλήματα εγκρατείας και ακρατείας&. ― Φαίνεται δε ότι η εγκράτεια και η καρτερία ανήκει εις τα σπουδαία και αξιέπαινα, η δε ακράτεια και η μαλθακότης εις τα ουτιδανά και αξιοκατάκριτα. Έπειτα ο ίδιος άνθρωπος είναι εγκρατής και επίμονος εις τους στοχασμούς και πάλιν ακρατής και άστατος εις τους στοχασμούς. Και ο μεν ακρατής γνωρίζει ότι είναι ουτιδαναί αι επιθυμίαι του και τας εκτελεί από πάθος, ο δε εγκρατής γνωρίζει ότι είναι ουτιδαναί αι επιθυμίαι του και δεν τας ακολουθεί εξ αιτίας της λογικής του. Έπειτα ο σώφρων είναι εγκρατής και καρτερικός, και τον τοιούτον άλλοι μεν τον θεωρούν εις όλα σώφρονα, άλλοι όμως όχι, επίσης δε συγκεχυμένως θεωρούν τον ακόλαστον ακρατή, και τον ακρατή ακόλαστον, άλλοτε όμως τους διακρίνουν. Διά τον φρόνιμον όμως άλλοτε μεν λέγουν ότι δεν είναι δυνατόν να είναι ακρατής, άλλοτε δε ότι μερικοί, ενώ είναι φρόνιμοι και δαιμόνιοι, είναι ακρατείς. Έπειτα η λέξις ακρατής εφαρμόζεται και επί της εξάψεως της τιμής και επί της κερδοσκοπίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’. &Σχέσις επιστήμης και ακρατείας.& Λοιπόν αυταί είναι αι διαδιδόμεναι ιδέαι περί αυτών. Είναι δε απορίας άξιον πώς ημπορεί κανείς να είναι ακρατής, όταν κρίνη ορθώς. Λέγουν λοιπόν μερικοί ότι όστις γνωρίζει επιστημονικώς δεν είναι δυνατόν να είναι ακρατής. Διότι θα ήτο φρίκη να υπάρχη εις κάποιον επιστήμη, καθώς εφρόνει ο Σωκράτης, και να τον νικά άλλο τίποτε και να τον σύρη προς αυτήν ωσάν ανδράποδον. Και βεβαίως ο Σωκράτης απολύτως αντέκρουε αυτό το ζήτημα και ενόμιζε ότι δεν υπάρχει ακράτεια. Διότι δήθεν κανείς δεν πράττει έξω από το καλλίτερον όταν γνωρίζη αυτό, αλλά μόνον όταν δεν το γνωρίζη. Και λοιπόν αυτός ο διισχυρισμός διαφιλονικεί πράγματα τα οποία φαίνονται καθαρά, και είναι ανάγκη να εξετάσωμεν, δι' αυτό το πάθος, εάν προέρχεται από άγνοιαν, ποίου είδους είναι αυτή η άγνοια ― διότι βεβαίως είναι προφανές ότι όστις είναι ακρατής δεν έχει γνώσιν, πριν να καταντήση εις αυτό το πάθος. &Γνώμαι αντίθετοι προς την Σωκρατικήν περί σωφροσύνης και εγκρατείας&. ― Υπάρχουν δε μερικοί οι οποίοι άλλα μεν παραδέχονται, άλλα όμως όχι. Δηλαδή ότι μεν τίποτε δεν υπάρχει ανώτερον από την επιστήμην το παραδέχονται, ότι όμως κανείς δεν εκτελεί έξω από όσα εφάνησαν ορθά δεν το παραδέχονται, και δια τούτο λέγουν ότι ο ακρατής νικάται από τας ηδονάς, διότι δεν έχει τελείαν επιστήμην αλλά κρίσιν. Αλλά βεβαίως, εάν υπάρχη απλή κρίσις και όχι επιστήμη, ούτε ισχυρά γνώμη δια να αντιτείνη, αλλά ήπια, καθώς συμβαίνει εις τους διστάζοντας, τότε συγχωρείται το να μη εμμένη εις αυτάς απέναντι σφοδρών επιθυμιών. Αλλά δια την μοχθηρίαν δεν υπάρχει συγγνώμη, ούτε διά κανέν από τα άλλα τα αξιοκατάκριτα. Τότε λοιπόν ίσως μόνον όταν αντιτείνη η φρόνησις υπάρχει ακράτεια, διότι αυτή είναι πολύ ισχυρά. Αλλά τούτο πάλιν είναι άτοπον, διότι παραδέχεται ότι ο ίδιος άνθρωπος είναι φρόνιμος και ακρατής. Και βεβαίως ούτε ένας άνθρωπος δεν θα ευρεθή να ειπή ότι είναι ιδιότης του φρονίμου το να εκτελή εκουσίως τα πλέον ουτιδανά έργα. Εκτός δε τούτου προηγουμένως απεδείξαμεν ότι ο φρόνιμος είναι εκτελεστικός ― διότι η ενέργεια του ανήκει εις τα τελευταία ― και ότι έχει τας άλλας αρετάς. Έπειτα, εάν μεν ο εγκρατής συνίσταται εις το να συγκρατή επιθυμίας σφοδράς και ουτιδανάς, τότε δεν ημπορεί ο σώφρων να είναι εγκρατής ούτε ο εγκρατής σώφρων. Διότι ιδιότης του σώφρονος δεν είναι ούτε να έχη σφοδράς επιθυμίας ούτε ουτιδανάς. Και όμως είναι ανάγκη. Διότι, εάν αι επιθυμίαι είναι καλαί, τότε η διάθεσις η οποία εμποδίζει να τας ακολουθήσωμεν είναι ουτιδανή, ώστε η εγκράτεια δεν είναι πάντοτε σπουδαία. Εάν δε αι επιθυμίαι είναι ελαφραί και όχι ποταπαί, τότε η εγκράτεια δεν είναι κανέν τιμαλφές πράγμα, εάν δε πάλιν εκείναι είναι ποταπαί και ελαφραί, τότε αυτή δεν είναι κανέν σπουδαίον πράγμα. Έπειτα, εάν η εγκράτεια μας κάμνη να επιμείνωμεν εις οποιανδήποτε κρίσιν, τότε είναι ουτιδανή• λόγου χάριν εάν μας κάμνη να επιμένωμεν και εις την ψευδή. Και πάλιν, εάν η ακράτεια μας κάμνη ασταθείς εις όλας τας κρίσεις, τότε είναι δυνατόν να υπάρξη και κάποιον είδος ακρατείας σπουδαίον• λόγου χάριν ο Νεοπτόλεμος εις τον Φιλοκτήτην του Σοφοκλέους. Δηλαδή αυτός είναι αξιέπαινος, διότι δεν επιμένει εις όσα τον κατέπεισε ο Οδυσσεύς και από ευσπλαχνίαν λέγει ψέμματα. Έπειτα γεννά απορίαν ο σοφιστικός λόγος όταν ψεύδεται. Διότι, επειδή θέλει να εξελέγξη ως ψευδή πράγματα τα οποία δεν είναι ευλογοφανή, διά να φαίνεται δεινός όταν επιτύχη, κάμνει συλλογισμόν ο οποίος αποτελεί απορίαν. Δηλαδή δεσμεύεται η διάνοια, όταν δεν θέλη μεν να επιμείνη διότι δεν ευχαριστείται εις το συμπέρασμα, δεν ημπορή όμως και να προχωρήση διότι δεν ημπορεί να λύση το πρόβλημα. Συμβαίνει δε με κάποιον λόγον η αφροσύνη να γίνεται αρετή όταν συνοδεύεται με ακράτειαν. Διότι εξ αιτίας της ακρατείας εκτελεί τα αντίθετα από ό,τι φρονεί, φρονεί δε ότι τα αγαθά είναι κακά και δεν πρέπει να τα εκτελή, επομένως εκτελεί αντιθέτως τα αγαθά και όχι τα κακά. Έπειτα όστις εκ πεποιθήσεως εκτελεί και επιδιώκει και προτιμά τα ηδονικά, θα φανή καλλίτερος από εκείνον όστις τα εκτελεί όχι με λογικήν αλλά ένεκα ακρατείας. Δηλαδή αυτός είναι περισσότερον ευκολοθεράπευτος, διότι είναι δυνατόν να πεισθή να αλλάξη γνώμην. O ακρατής όμως είναι ένοχος κατά την παροιμίαν που λέγει «όταν τα νερά σε πνίγουν, τι θέλεις να πολυπίνης ;». Διότι, εάν μεν εκ πεποιθήσεως εκτελή όσα εκτελεί, είναι δυνατόν να παύση αφού μεταπεισθή, τόρα όμως εξ ίσου πεπεισμένος εκτελεί τα διαφορετικά. Έπειτα, εάν η ακράτεια περιστρέφεται εις όλα, τότε ποίος είναι απολύτως ακρατής; Διότι κανείς δεν έχει όλα μαζί τα είδη της ακρατείας, λέγομεν δε ότι μερικά είδη είναι γενικά και απόλυτα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. &Η φύσις της εγκρατείας και ακρατείας&. ― Λοιπόν τα μεν προβλήματα είναι τοιαύτα περίπου, από αυτά δε άλλα μεν πρέπει να αναιρεθούν, άλλα δε να μείνουν. Διότι η λύσις του προβλήματος αποτελεί την εύρεσιν. Πρώτον λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν αν είναι εν γνώσει ή όχι, και πώς είναι εν γνώσει. Έπειτα εις ποία θα ειπούμεν ότι περιστρέφεται ο ακρατής και ο εγκρατής, δηλαδή αν περιστρέφεται εις όλα τα είδη της ηδονής και λύπης ή εις μερικάς μόνον ωρισμένας. Και πάλιν άραγε ο εγκρατής και ο καρτερικός είναι το ίδιον πρόσωπον ή διάφορον, ομοίως δε και διά τα άλλα όσα είναι συγγενή με αυτήν την θεωρίαν. Αρχή δε της εξετάσεως είναι το εξής. Άραγε ο εγκρατής και ο ακρατής είναι αντίθετοι μόνον ως προς το αντικείμενον της επιθυμίας ή ως προς την διάθεσιν, δηλαδή άραγε ως προς έν ωρισμένον πράγμα είναι ακρατής ο ακρατής, ή όχι, αλλά ως προς την διάθεσιν; ή όχι μόνον ως προς τον έν, αλλά και ως προς τα δύο μαζί; Έπειτα άραγε εις όλα τα ζητήματα περιστρέφεται η ακράτεια και η εγκράτεια, ή όχι; Δηλαδή ο απολύτως εγκρατής δεν περιστρέφεται εις όλα τα είδη παρά μόνον εις όσα ο ακόλαστος, και η διάθεσίς του δεν είναι απόλυτος ως προς αυτά ― διότι τότε θα ήτο το ίδιον με την ακολασίαν ― αλλά είναι μία ωρισμένη. Δηλαδή ο μεν ακόλαστος σύρεται από τα πάθη κατά προαίρεσιν, διότι νομίζει ότι πρέπει να επιδιώκη την προσωρινήν ηδονήν, ο δε ακρατής δεν φρονεί μεν ομοίως, την ηδονήν όμως την επιδιώκει. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. &Αν η ακράτεια είναι παράβασις της κρίσεως ή της επιστήμης&. ― Αν λοιπόν της αληθούς κρίσεως και όχι της επιστήμης παράβασις είναι η ακράτεια ή όχι δεν έχει καμμίαν σημασίαν διά το ζήτημα μας ― διότι μερικοί ενώ κρίνουν δεν διστάζουν, αλλά νομίζουν ότι γνωρίζουν ακριβώς. ― Επομένως, εάν μάλλον από την ήπιαν πίστιν των οι κρίνοντες εκτελούν έξω από την γνώμην των παρά οι γνωρίζοντες, τότε δεν έχει πάλιν καμμίαν διαφοράν η επιστήμη από την κρίσιν. Διότι μερικοί πιστεύουν όχι ολιγώτερον εις τας κρίσεις των, παρ' όσον άλλοι εις τας επιστημονικάς των γνώσεις. Απόδειξις δε είναι ο Ηράκλειτος {2}. &Δύο είδη επιστήμης&. ― Επειδή όμως η επιστήμη έχει δύο σημασίας ― δηλαδή λέγομεν ότι κατέχει την επιστήμην και όστις την έχει χωρίς να την χρησιμοποιή και όστις την χρησιμοποιεί ― έπεται ότι διαφέρει επίσης το να εκτελή κανείς όσα δεν πρέπει να εκτελή ενώ κατέχει αυτήν αλλά δεν την ενθυμείται, από το να εκτελή αυτά ενώ κατέχει και ενθυμείται αυτήν. Δηλαδή κυρίως το τελευταίον τούτο θεωρείται κακόν και όχι όταν κανείς εκτελή χωρίς να την ενθυμήται. Έπειτα, επειδή αι ηγούμεναι προτάσεις του συλλογισμού είναι δύο, μείζων και ελάσσων, τίποτε δεν τον εμποδίζει να εκτελή έξω από την επιστήμην, όταν κατέχη μεν κανείς και τας δύο, αλλά μεταχειρίζεται την καθόλου και όχι την μερικήν. Διότι η εκτέλεσις αναφέρεται εις τα καθέκαστα. Εκτός τούτου έχει διαφοράν και η καθόλου πρότασις, διότι άλλοτε μεν αναφέρεται εις το πρόσωπον, άλλοτε δε εις το πράγμα. Λόγου χάριν ότι «εις κάθε άνθρωπον ωφελούν τα στεγνά», και ότι πάλιν «τοιούτος είναι ο άνθρωπος», ή ότι «στεγνόν είναι το τοιούτον ή τοιούτον». Αν όμως τούτο εδώ είναι τοιούτον, πιθανόν να μη το γνωρίζη ή να μη το χρησιμοποιή. Αυταί λοιπόν αι διαφοραί των ηγουμένων προτάσεων προξενούν τόσον υπερβολικήν διαφοράν, ώστε πλέον να φαίνεται ότι κατά τον ένα μεν τρόπον να συμβαίνη δεν είναι διόλου παράδοξον, κατά τον άλλον όμως είναι πολύ παράδοξον. Έπειτα είναι δυνατόν οι άνθρωποι να κατέχουν την επιστήμην κατά τρόπον διάφορον από αυτούς που είπαμεν τόρα. Δηλαδή η διαφορά της διαθέσεως φαίνεται εις το να έχωμεν αλλά να μη μεταχειριζώμεθα, επομένως κάπως να έχωμεν, και κάπως να μη έχωμεν, ως άλλοι κοιμώμενοι ή μανιακοί ή μεθυσμένοι. Και βεβαίως αυτήν την διάθεσιν έχουν όσοι ευρίσκονται μέσα εις τα πάθη των. Διότι αι εξάψεις και αι αφροδισιακαί επιθυμίαι και μερικά παρόμοια μεταβάλλουν φανερά και τον οργανισμόν, και εις μερικούς εμπνέουν μανίας. Λοιπόν είναι φανερόν ότι πρέπει να ειπούμεν ότι αυτούς ομοιάζουν οι ακρατείς. Το ότι δε αυτοί απαγγέλλουν τους επιστημονικούς λόγους δεν σημαίνει τίποτε. Διότι και όσοι ευρίσκονται μέσα εις αυτά τα πάθη απαγγέλλουν αποδείξεις και λόγους του Εμπεδοκλέους, και εξ άλλου όσοι μανθάνουν πρώτην φοράν, αποστηθίζουν μεν τους λόγους, ακόμη όμως δεν τους γνωρίζουν. Δηλαδή απαιτείται να τους χωνεύσουν, τούτο δε απαιτεί χρόνον, επομένως πρέπει να παραδεχθώμεν ότι οι ακρατείς ομιλούν καθώς οι ηθοποιοί. &Φυσιολογική απόδειξις&. ― Ακόμη δε και ως εξής ημπορεί κανείς να εύρη φυσιολογικώς την αιτίαν. Δηλαδή η μεν καθολική πρότασις είναι κρίσις, η δε άλλη ανήκει εις τα μερικά, εις τα οποία πλέον έχει κύρος η αίσθησις. Όταν δε από αυτάς τας δύο παραχθή έν συμπέρασμα, είναι ανάγκη αυτό το συμπέρασμα αφ' ενός μεν η ψυχή να το παραδεχθή καταφατικώς, αφ' ετέρου δε όπου πρόκειται περί εκτελεστών να το εκτελέση αμέσως. Λόγου χάριν, εάν πρέπη να δοκιμάζωμεν όλα τα γλυκά, τούτο δε εδώ είναι γλυκό, διότι είναι έν από τα μερικά, είναι ανάγκη, όστις ημπορεί και δεν εμποδίζεται, να εκτελέση αυτήν την δοκιμήν συγχρόνως. Όταν λοιπόν η μεν καθολική, ότι δηλαδή παν γλυκύ είναι ηδονικόν, ενυπάρχη και εμποδίζη κάποιον να δοκιμάση, η δε άλλη (η μερική), δηλαδή ότι τούτο εδώ είναι γλυκύ, τον παρακινή, και όταν τύχη να υπάρχη εις αυτόν επιθυμία, τότε εκείνη μεν τον συμβουλεύει να το αποφύγη, η επιθυμία όμως τον παρασύρει ― διότι έκαστον μέρος της ψυχής έχει την δύναμιν να τον κινήση. Επομένως συμβαίνει κάπως να είναι κανείς ακρατής με λόγον και με κρίσιν, όχι αντιφατικήν προς εαυτήν, αλλά κατά σύμπτωσιν ― διότι η επιθυμία και όχι η κρίσις είναι αντίθετος προς τον ορθόν λόγον. Επομένως και δι' αυτόν ακόμη τον λόγον τα ζώα δεν είναι ακρατή, διότι δεν έχουν γνώμην διά τα καθολικά, αλλά μόνον φαντασίαν και μνήμην των μερικών. Πώς δε λύεται η άγνοια και γίνεται πάλιν επιστήμων ο ακρατής, υπάρχει η ιδία εξήγησις με τον μεθυσμένον και κοιμώμενον και δεν είναι ειδική μόνον εις τούτο το πάθος, και δι' αυτό αυτήν πρέπει να την μάθωμεν από τους φυσιολόγους. Επειδή δε η τελευταία πρότασις είναι κρίσις ενός αισθητού και κυρίαρχος των πράξεων, έπεται ότι ή δεν έχει αυτήν όταν ευρίσκεται μέσα εις το πάθος του, ή την κατέχει τόσον, ώστε να μη την γνωρίζη επιστημονικώς, αλλά να την απαγγέλλη καθώς ο μεθυσμένος του Εμπεδοκλέους, αφού μάλιστα ο τελευταίος όρος δεν είναι καθολικός, ούτε φαίνεται ότι είναι ομοίως επιστημονικός όσον καθολικός. Και φαίνεται ότι συμβαίνει εκείνο το οποίον εξήταζε ο Σωκράτης. Δηλαδή το πάθος δεν συμβαίνει επί παρουσία της επιστήμης, η οποία φαίνεται ότι είναι κυριολεκτικώς επιστήμη, ούτε αυτή παρασύρεται από το πάθος, αλλά η αισθητική (μερική) επιστήμη. Λοιπόν περί της εν γνώσει και μη ακρατείας και με ποίου είδους γνώσιν είναι δυνατόν να είναι κανείς ακρατής, είναι αρκετά όσα είπαμεν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. &Απόλυτος και μερική ακράτεια& ― Αλλ' αν υπάρχει απολύτως ακρατής, ή όλοι είναι μερικώς ακρατείς, και όταν υπάρχη, εις ποία είναι τοιούτος, αυτό πρέπει να το εξετάσωμεν εις τα επόμενα. Ότι λοιπόν ως προς τας ηδονάς και λύπας είναι εγκρατείς και καρτερικοί και ακρατείς και μαλθακοί, αυτό είναι φανερόν. Αλλά από όσα μας προξενούν ηδονήν, άλλα μεν είναι αναγκαία, άλλα όμως είναι μεν καθ' εαυτά προτιμητέα, επιδέχονται όμως υπερβολήν, και αναγκαία μεν είναι τα σωματικά - εννοώ δε τα εξής : τας τροφάς και τας αφροδισιακάς ανάγκας και εκείνου είδους τα σωματικά εις τα οποία είπαμεν ότι περιστρέφεται η ακολασία και η σωφροσύνη. Τα δε άλλα δεν είναι αναγκαία, αλλά προτιμητέα καθ' εαυτά ― εννοώ δε την νίκην, την τιμήν, τον πλούτον και τα όμοια αγαθά και ηδονικά. Όσοι λοιπόν είναι υπερβολικοί έξω από τον ορθόν λόγον ως προς αυτά, αυτούς δεν τους ονομάζομεν γενικώς ακρατείς, αλλά προσθέτομεν τον προσδιορισμόν ακρατείς χρημάτων, και κέρδους και τιμής και εξάψεως. Όχι όμως απολύτως, διότι τους θεωρούμεν διαφορετικούς και από την ομοιότητα ονομαζόμενους ούτω πως, καθώς ωνομάζετο Άνθρωπος ο νικητής των Ολυμπίων. Δηλαδή εις εκείνον η κοινή ονομασία δεν είχε καμμίαν διαφοράν από την ατομικήν, και όμως ήτο διαφορετική. ― Απόδειξις δε τούτου είναι ότι η μεν ακράτεια κατακρίνεται όχι μόνον ως σφάλμα αλλά και ως κάποια κακία ή απολύτως ή ως προς έν μέρος, από αυτούς όμως κανείς δεν κατακρίνεται. Ως προς δε τας σωματικάς απολαύσεις, διά τας οποίας χαρακτηρίζομεν τον σώφρονα και τον ακόλαστον, όστις χωρίς προαίρεσιν επιδιώκει την υπερβολήν εις τα ηδονικά και αποφεύγει τα μέτρια λυπηρά, καθώς την πείναν, την δίψαν, την πύρωσιν, το πάγωμα και όλα τα σχετικά με την αφήν και την γεύσιν, και εκτελεί έξω από την προαίρεσιν και την διάνοιάν του, αυτός λέγεται ακρατής, όχι επιπροσθέτως εις τούτο ή εκείνο, λόγου χάριν εις την οργήν, αλλά μόνον απολύτως. Απόδειξις δε τούτου είναι το εξής. Δηλαδή λέγονται επίσης και μαλθακοί ως προς αυτά, όχι όμως και ως προς κανέν από εκείνα. Και διά τούτο εις την ιδίαν κατηγορίαν κατατάσσομεν τον ακρατή και τον ακόλαστον, καθώς πάλιν τον εγκρατή και τον σώφρονα, όχι όμως κανένα από εκείνους, διότι περιστρέφονται κάπως εις τας ιδίας ηδονάς και λύπας. Εκείνα όμως περιστρέφονται μεν εις τα ίδια, όχι όμως κατά τον ίδιον τρόπον, αλλά ενώ αυτοί εδώ έχουν προαίρεσιν, εκείνοι δεν έχουν. Διά τούτο μάλλον θα ημπορούσαμεν να ονομάσωμεν ακόλαστον εκείνον, όστις, ενώ δεν έχει επιθυμίας, ή έχει μόνον ελαφράς, όμως επιδιώκει τας υπερβολάς και αποφεύγει τας μετρίας λύπας, παρά εκείνον όστις το κάμνει από σφοδράν επιθυμίαν. Διότι φαντάσου τι θα έκαμνε ο πρώτος, εάν του ήρχετο και επιθυμία νεανική και σφοδρά θλίψις από την στέρησιν των αναγκαίων. Έπειτα δε από τας επιθυμίας και ηδονάς άλλαι μεν ανήκουν εις την κατηγορίαν των καλών και σπουδαίων ― διότι μερικά από τα ηδονικά είναι εκ φύσεως προτιμητέα, άλλα δε είναι αντίθετα από αυτά, και άλλα κείνται εις το μέσον, καθώς διαιρέσαμεν προηγουμένως, λόγου χάριν τα χρήματα και το κέρδος και η νίκη και η τιμή. Ως προς όλα δε αυτά και τα παρόμοια και τα μέσα, δεν κατακρίνεται κανείς διότι πάσχει και επιθυμεί και αγαπά αυτά, αλλά από την διάθεσιν με την οποίαν εκτελεί τούτο και από την υπερβολήν. Διά τούτο όσοι μεν έξω από την λογικήν γίνονται ακρατείς ή επιδιώκουν κανέν από τα εκ φύσεως καλά και αγαθά, λόγου χάριν ως προς την τιμήν όσοι ενδιαφέρονται περισσότερον από το πρέπον, ή ως προς τα τέκνα και τους γονείς των, δεν κατακρίνονται ― διότι και αυτά είναι αγαθά και επαινούνται όσοι επιμένουν εις αυτά. Και όμως υπάρχει και εις αυτά κάποια υπερβολή, εάν κανείς, καθώς η Νιόβη διά τα τέκνα της, πολεμήση και με τους θεούς, ή αγαπά τον πατέρα του, καθώς ο Σάτυρος ο επονομαζόμενος φιλοπάτωρ. Διότι εφαίνετο ότι καταντά υπερβολικά μωρός. Και βεβαίως εις αυτά τα ζητήματα δεν υπάρχει καμμία κακία, διά τον λόγον που είπαμεν, διότι το καθέν από αυτά είναι εκ φύσεως προτιμητέον καθ' εαυτό, μόνον δε αι υπερβολαί αυτών είναι ποταπαί και άξιαι αποφυγής. Το ίδιον και η ακράτεια ― Δηλαδή η ακράτεια δεν είναι μόνον άξια αποφυγής αλλά και αξιοκατάκριτος ―, και από την ομοιότητα του πάθους αποδίδομεν επιπροσθέτως την ακράτειαν εις το καθέν από αυτά, καθώς λόγου χάριν μεταχειρίζονται το κακός και λέγουν και κακόν ιατρόν και κακόν ηθοποιόν, ενώ γενικώς δεν θα τον έλεγαν κακόν. Καθώς λοιπόν δεν λέγεται ούτε εδώ κυριολεκτικώς, διότι έκαστον από αυτά δεν είναι κακία, αλλά κατ' αναλογίαν προς κάτι τι όμοιον, ομοίως είναι φανερόν ότι πρέπει και εκεί να παραδεχθώμεν ότι ακράτεια και εγκράτεια είναι μόνον εκείνη η οποία περιστρέφεται εις τα ίδια πράγματα με την σωφροσύνην και την ακολασίαν, ενώ ως προς έξαψιν την αποδίδομεν κατ' αναλογίαν. Και διά τούτο λέγομεν επιπροσθέτως ότι είναι ακρατής του θυμού, καθώς λέγομεν και ακρατής της τιμής και του κέρδους. &Θηριωδία& (κτηνωδία). Επειδή δε υπάρχουν μερικά ηδονικά εκ φύσεως και άλλα μεν από αυτά είναι απόλυτα, άλλα δε ανάλογα προς τα γένη των ζώων και των ανθρώπων, άλλα δε δεν είναι φυσικά αλλά επίκτητα ένεκα σωματικής στρεβλώσεως ή από διαφόρους συνηθείας, και άλλα από την μοχθηράν φύσιν, είναι δυνατόν να παρατηρήσωμεν και διά το καθέν από αυτά παρομοίας διαθέσεις. Εννοώ δε τας θηριωδίας, καθώς λόγου χάριν η παληογυναίκα εκείνη που λέγουν ότι εξέσχιζε τας εγκύους και έτρωγε τα έμβρυα, ή δι' όσα λέγουν ότι ευχαριστούνται μερικοί εξαγριωμένοι εις τα μέρη του Ευξείνου Πόντου, δηλαδή άλλοι μεν με ωμά κρέατα, άλλοι δε με ανθρώπινα, και ότι άλλοι δανείζουν μεταξύ των τα παιδία των διά συμπόσιον, ή αυτό που λέγουν διά τον Φάλαριν. Και αυταί μεν είναι κτηνώδεις, άλλαι δε επέρχονται εις μερικούς από ασθενείας και από μανίαν, καθώς εκείνος που εθυσίασε την μητέρα του και έφαγε το κρέας της, και ο άλλος που έφαγε το κρέας του ομοδούλου. Από αυτάς δε που προέρχονται από νοσήματα ή από συνήθειαν είναι λόγου χάριν το μάδημα των τριχών και το φάγωμα των ονύχων, ακόμη δε και ανθράκων και χώματος, και ακόμη η αρσενοκοιτία. Διότι αυτά εις άλλους μεν συμβαίνουν εκ φύσεως, εις άλλους δε από συνήθειαν, λόγου χάριν εις όσους εξευτελίζονται από την παιδικήν των ηλικίαν. Λοιπόν εις όσους μεν αιτία είναι η φύσις, αυτούς κανείς δεν ημπορεί να τους ονομάση ακρατείς, καθώς δεν ημπορεί να ονομάση ακρατείς ούτε τας γυναίκας, διότι αυταί δεν ενεργούν, αλλά είναι παθητικαί. Ομοίως δε και όσοι είναι ως ασθενείς από την συνήθειαν. Και λοιπόν το να έχη κανείς το καθέν από αυτά τα πάθη είναι πέραν των ορίων της κακίας, καθώς είναι και η θηριωδία. Το να μη ημπορή όμως ενώ τα έχει να τα συγκρατή ή το να νικάται από αυτά, δεν είναι απόλυτος ακράτεια αλλά κατ' αναλογίαν, καθώς και εκείνος όστις έχει το ίδιον πάθος ως προς τας εξάψεις, ο οποίος πρέπει να ονομασθή ακρατής με αυτήν την σημασίαν και όχι με την συνήθη σημασίαν της λέξεως. Διότι πάσα υπερβολική αφροσύνη και δειλία και ακολασία και κακία άλλοτε μεν είναι θηριωδία, άλλοτε δε ασθένεια. Διότι όστις εκ φύσεως επλάσθη να τρομάζη όλα, και αν ακόμη κροτήση ποντικός, είναι με κτηνώδη δειλίαν δειλός, ο άλλος όμως που εφοβείτο την γαλήν, το έκαμνε από ασθένειαν. Και από τους άφρονας άλλοι μεν είναι ασυλλόγιστοι εκ φύσεως και ζουν μόνον με την αίσθησιν και είναι κτηνώδεις, καθώς είναι μερικά γένη των μακρυνών βαρβάρων (=αγρίων), άλλοι δε είναι από ασθένειαν, καθώς είναι αι επιληπτικαί ή αι νοσηματικαί μανίαι. Από αυτάς δε είναι δυνατόν κανείς να έχη μερικάς μόνον, αλλά να μη νικάται, καθώς λόγου χάριν εάν ο Φάλαρις εσυγκρατείτο από την επιθυμίαν να φάγη το τέκνον του ή να εκτελέση παρά φύσιν ασέλγειαν εις αυτό. Είναι δυνατόν δε κανείς και να νικάται, και όχι μόνον να τας έχη. Καθώς λοιπόν επί μοχθηρίας, όση μεν είναι σύμμετρος με την ανθρωπίνην φύσιν λέγεται γενικώς μοχθηρία, η δε άλλη επιπροσθέτως λέγεται ότι είναι κτηνώδης ή ασθενική και όχι απόλυτος, ομοίως βεβαίως και η ακράτεια άλλοτε μεν είναι κτηνώδης, άλλοτε δε ασθενική, απόλυτος δε είναι η σύμμετρος με την ανθρωπίνην ακολασίαν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. &Ακράτεια πάθους και ακράτεια επιθυμίας&.- Ότι λοιπόν η ακράτεια και η εγκράτεια περιστρέφεται μόνον εις όσα και η ακολασία και η σωφροσύνη, και ότι ως προς τα άλλα υπάρχει άλλο είδος ακρατείας, το οποίον ωνομάσθη κατά μεταφοράν και όχι απολύτως, αυτό είναι φανερόν. Αν όμως είναι και ολιγώτερον αξιόμεμπτος η ακράτεια της εξάψεως παρά η ακράτεια των επιθυμιών, ας το εξετάσωμεν. Δηλαδή φαίνεται ότι η έξαψις ακούει μεν κάπως τον λόγον, αλλά δεν προσέχει να ακούση καλά, καθώς οι βιαζόμενοι υπηρέται, οι οποίοι πριν να ακούσουν όλην την παραγγελίαν παίρνουν δρόμον, και έπειτα σφάλλουν εις το πρόσταγμα, επίσης δε και οι κύνες πριν να ιδούν αν είναι κανείς φίλος, αρκεί να ακούσουν κρότον, αμέσως γαυγύζουν. Ομοίως και η έξαψις από την θερμότητα και ταχύτητα της ιδιοσυγκρασίας ακούει μεν, δεν ακούει όμως το πρόσταγμα και αμέσως ορμά να εκδικηθή. Διότι ο μεν λόγος ή η φαντασία του εφανέρωσε ότι ο δείνα τον ύβρισε ή τον επεριφρόνησε, αυτός όμως ως να εσυλλογίσθη ότι πρέπει να κτυπηθή με αυτόν, αμέσως εκτραχύνεται. Η δε επιθυμία, μόλις ειπή ο λόγος ή η αίσθησις ότι τούτο είναι ηδονικόν, ορμά προς την απόλαυσιν. Ώστε η μεν έξαψις κάπως ακολουθεί τον λόγον, η επιθυμία όμως όχι. Διότι είναι χειροτέρα. Δηλαδή όστις είναι ακρατής της εξάψεως, νικάται κάπως από τον λόγον, όστις όμως είναι ακρατής της επιθυμίας δεν νικάται από τον λόγον. Έπειτα είναι περισσότερον συγχωρημένον να ακολουθή κανείς τας φυσικάς ορέξεις, και βεβαίως και από τας επιθυμίας αυτού του είδους περισσότερον τας κοινάς, και εφ' όσον είναι κοιναί. Η δε έξαψις καθώς και η εκτράχυνσις είναι φυσικώτεραι από τας επιθυμίας της υπερβολής και τας μη αναγκαίας, καθώς εκείνος που εδικαιολογείτο όταν έδερνε τον πατέρα του λέγων: «και αυτός έδερνε τον ιδικόν του και εκείνος τον παραπάνω». Και αφού έδειξε το παιδίον του είπε : «και αυτός θα δείρη εμέ όταν μεγαλώση, διότι το έχει το αίμα μας». Επίσης ο συρόμενος από τον υιόν του τού έλεγε να σταματήση έως εις την θύραν, διότι και ο ίδιος έως εκεί έσυρε άλλοτε τον πατέρα του. Έπειτα είναι αδικώτεραι αι υπουλότεραι. Και βεβαίως ο θυμώδης δεν είναι ύπουλος, ούτε η έξαψίς του αλλά είναι φανερά. Η επιθυμία όμως είναι καθώς λέγομεν διά την Αφροδίτην : «δολοπλόκος Κυπρογέννητη. ― και καθώς διά το κεντημένον λωρίον λέγει ο Όμηρος : Ξεμυάλισμα που και σωστόν άνθρωπο ξεμυαλίζει. Επομένως, αφού είναι αδικωτέρα, είναι χειροτέρα αυτή η ακράτεια από την περιστρεφομένην εις τον θυμόν, και είναι απόλυτος ακράτεια και κάπως μοχθηρία. Έπειτα κανείς δεν προσβάλλει από λύπην. Όστις όμως ενεργεί με οργήν πάντοτε κατέχεται από λύπην, ενώ όστις προσβάλλει κατέχεται από ηδονήν. Εάν λοιπόν είναι ειδικώτερα εκείνα διά τα οποία είναι δίκαιον να οργιζώμεθα, τότε αδικωτέρα είναι και η από επιθυμίαν προερχομένη ακράτεια. Διότι αυτή δεν είναι προσβολή μέσα εις την έξαψιν. Ότι λοιπόν είναι χειροτέρα η ακράτεια η περιστρεφομένη εις τας επιθυμίας από την περιστρεφομένην εις την έξαψιν και ότι η εγκράτεια και η ακράτεια περιστρέφεται εις επιθυμίας και ηδονάς σωματικάς, είναι φανερόν. Τόρα δε πρέπει να εξετάσωμεν αυτών των ιδίων τας διαφοράς. Καθώς δηλαδή είπαμεν εις την αρχήν, άλλαι μεν είναι σύμμετροι προς την ανθρωπίνην φύσιν και φυσικαί, και ως προς το γένος και ως προς το μέγεθος, άλλαι δε είναι κτηνώδεις, άλλαι δε προέρχονται από στρεβλώσεις και ασθενείας. Από όλα δε αυτά εις τα πρώτα περιστρέφεται μόνον η σωφροσύνη και η ακολασία. Διά τούτο και τα ζώα δεν τα ονομάζομεν σώφρονα ούτε ακόλαστα παρά μόνον μεταφορικώς και όταν κάπου διαφέρη εντελώς έν είδος ζώων από άλλο κατά την αγριότητα και καταστρεπτικότητα και λαιμαργίαν. Διότι αυτό δεν έχει προαίρεσιν ούτε προμελέτην, αλλά είναι έξω από τα όρια του φυσικού, καθώς οι μανιακοί άνθρωποι. Είναι όμως μικρότερον κακόν η θηριωδία από την κακίαν αλλά επιφοβώτερον. Διότι εδώ δεν διεφθάρη το καλλίτερον μέρος, καθώς εις τον άνθρωπον, αλλά απλώς επλάσθη ατελές και δεν έχει τοιούτον. Ομοιάζει λοιπόν ως να παραβάλλωμεν άψυχον με έμψυχον διά να εύρωμεν ποίον είναι χειρότερον. Δηλαδή πάντοτε η κακία του μη έχοντος αρχάς είναι αβλαβεστέρα, ο δε νους είναι αρχή. Το να παραβάλλωμεν λοιπόν το θηρίον με τον άνθρωπον, είναι ακριβώς ως να παραβάλλωμεν την αυτούσιον αδικίαν προς ένα άδικον άνθρωπον. Διότι εκείνη είναι σχετικώς χειροτέρα. Δηλαδή ημπορεί να προξενήση απείρως περισσότερα κακά ο κακός άνθρωπος από ένα ζώον. ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η'. &Προβλήματα ακρατείας και ακολασίας&. ― Ως προς δε τας από αφήν και γεύσιν προερχομένας ηδονάς και λύπας και επιθυμίας και αποστροφάς, εις τας οποίας είπαμεν προηγουμένως ότι περιστρέφεται και η ακολασία και η σωφροσύνη, είναι μεν δυνατόν να είναι κανείς τοιούτος ώστε να νικάται από όσα νικούν οι περισσότεροι άνθρωποι, είναι όμως επίσης δυνατόν και να νικήση κανείς όσα νικούν τους περισσοτέρους. Εκ τούτων δε άλλος μεν είναι ακρατής εις τας ηδονάς, άλλος δε εγκρατής, και άλλος μεν εις τας λύπας ενδοτικός, άλλος δε καρτερικός. Εις το μέσον δε κείται η διάθεσις των περισσοτέρων, και αν ακόμη ρέπουν περισσότερον εις τα χειρότερα. Αφού δε άλλαι μεν ηδοναί είναι αναγκαίαι, άλλαι δε όχι και μέχρις ενός βαθμού, όχι όμως και αι υπερβολαί ούτε αι ελλείψεις, και αφού το ίδιον συμβαίνει και ως προς τας επιθυμίας και τας λύπας, όστις μεν επιδιώκει τας υπερβολάς των ηδονικών ή εις βαθμόν υπερβολικόν, ή κατά προαίρεσιν χάριν αυτών των ιδίων και όχι διά κανέν αποτέλεσμά των, αυτός είναι ακόλαστος, διότι κατ' ανάγκην ο τοιούτος δεν υπόκειται εις μετάνοιαν, ώστε είναι αθεράπευτος, διότι ο αμετανόητος είναι αθεράπευτος, όστις δε είναι ελλιπής, είναι όλως το αντίθετον, ο δε μέσος είναι σώφρων, επίσης δε και όστις αποφεύγει τας σωματικάς λύπας όχι διότι νικάται αλλά από προαίρεσιν. Από όσους δε δεν παρακινούνται από προαίρεσιν, άλλος μεν παρακινείται εξ αιτίας της ηδονής, άλλος δε διότι αποφεύγει την λύπην την οποίαν γεννά η επιθυμία, ώστε διαφέρουν ο είς από τον άλλον. Έκαστος δε ημπορεί να θεωρήση ως χειρότερον εκείνον όστις, ενώ δεν έχει επιθυμίας ή έχει ελαφράς, εκτελεί το αισχρόν, παρά εκείνον όστις έχει σφοδράς επιθυμίας, και εκείνον όστις κτυπά χωρίς να είναι ωργισμένος, παρά εκείνον όστις κτυπά ωργισμένος. Διότι αυτός φαντάσου τι θα έκαμνε αν ευρίσκετο μέσα εις το πάθος του! Διά τούτο ο ακόλαστος είναι χειρότερος από τον ακρατή. Και λοιπόν από όσα είπαμεν το έν είναι μάλλον είδος μαλθακότητος, το δε άλλο είναι ακολασία. &Εγκράτεια και καρτερία&. Αντιτίθεται δε εις μεν τον ακρατή ο εγκρατής, εις δε τον μαλθακόν ο καρτερικός. Διότι η μεν καρτερία συνίσταται εις την αντοχήν, η δε εγκράτεια εις το να συγκρατή. Διαφέρει δε η αντοχή από την συγκράτησιν, καθώς και το να μη νικηθή κανείς από το να νικήση. Διά τούτο είναι προτιμοτέρα η εγκράτεια από την καρτερίαν. Όστις δε είναι ελλιπής εις όσα οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν αντοχήν και δύναμιν, αυτός είναι μαλθακός και τρυφηλός ― διότι και η τρυφηλότης είναι έν είδος μαλθακότητος. ― Και αυτός σύρει το φόρεμά του διά να αποφύγη την κόπωσιν να το σηκώση και ενώ απομιμείται τον ασθενή, δεν φρονεί ότι είναι άθλιος, αφού είναι όμοιος με άθλιον. Ομοίως δε συμβαίνει και ως προς την εγκράτειαν με την ακράτειαν. Δηλαδή δεν είναι περίεργος όστις νικάται από σφοδράς και υπερβολικάς ηδονάς ή λύπας ― είναι μάλιστα άξιος συγγνώμης εάν αντέχη, καθώς ο Φιλοκτήτης του Θεοδέκτου, ο οποίος επληγώθη από έχιδναν, ή καθώς ο Κερκύων εις την Αλόπην του Καρκίνου, και όσοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τον γέλωτά των ξεκαρδίζονται διά μιας, καθώς έτυχε να συμβή εις τον Ξενόφαντον, αλλά περίεργος είναι κανείς μόνον όταν εις όσα οι περισσότεροι αντέχουν αυτός νικάται από αυτά και δεν ημπορή να αντισταθή, όχι όμως από το φυσικόν της φυλής του από ασθένειαν, καθώς είναι η μαλθακότης εις τους βασιλείς των Σκυθών ένεκα της φυλής, και καθώς απεμακρύνθη ανέκαθεν η φύσις της γυναικός από την ανδρικήν. Φαίνεται δε ότι και ο παιδαριώδης είναι ακόλαστος, είναι όμως μαλθακός. Διότι το παιγνίδιον είναι άνεσις, αφού είναι ανάπαυσις. O δε παιδαριώδης είναι από τους υπερβολικούς ως προς αυτήν. Της δε ακρατείας το έν μεν είδος, είναι προπέτεια, το δε άλλο αδυναμία. Δηλαδή άλλοι μεν αφού σκεφθούν δεν επιμένουν εις την απόφασίν των εξ αιτίας του πάθους των, άλλοι δε επειδή δεν σκέπτονται σύρονται από το πάθος των. Διότι μερικοί, καθώς οι προηγουμένως γαργαλισθέντες, δεν γαργαλίζονται, ομοίως και αυτοί προνοήσαντες και προβλέψαντες και προδιεγερθέντες με το σώμα και με την συλλογήν των δεν νικώνται πλέον από το πάθος, ούτε αν είναι ηδονικόν ούτε αν είναι λυπηρόν. Προ πάντων δε οι ταχείς και μελαγχολικοί έχουν την προπετή ακράτειαν. Δηλαδή εκείνοι μεν από την ταχύτητα, αυτοί δε από την σφοδρότητα δεν περιμένουν τον λόγον, διότι ακολουθούν την φαντασίαν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. &Η ακολασία είναι καθαρά κακία, η ακράτεια σχεδόν όχι. &Είναι δε ο μεν ακόλαστος, καθώς είπαμεν, ανεπίδεκτος μετανοίας ― διότι επιμένει εις την απόφασίν του ―. O ακρατής όμως είναι πάντοτε μετανοητικός. Διά τούτο δεν είναι καθώς είπαμεν εις τας απορίας (προβλήματα), αλλά εκείνος μεν είναι αθεράπευτος, αυτός δε ευκολοθεράπευτος. Δηλαδή εκείνη μεν ομοιάζει με τα μοχθηρά νοσήματα, καθώς είναι ο ύδρωψ και η φθίσις, η δε ακρασία με την επιληψίαν. Διότι εκείνη, μεν είναι συνεχής, αυτή δε δεν είναι συνεχής κακία. Και εν γένει δε είναι διαφορετικόν το γένος της ακρατείας από την κακίαν, διότι η μεν κακία διαφεύγει την παρατήρησιν (κρύπτεται), ενώ η ακράτεια δεν διαφεύγει. Από αυτούς δε τους ιδίους προτιμότεροι είναι οι μεταβαλλόμενοι παρά όσοι έχουν μεν τον λόγον, δεν επιμένουν όμως εις αυτόν. Διότι νικώνται από μικρότερον πάθος και όχι χωρίς προμελέτην καθώς οι άλλοι. Δηλαδή ο ακρατής ομοιάζει εκείνους οι οποίοι μεθούν γρήγορα και με ολίγον οίνον και με ολιγώτερον, παρά με όσον μεθούν οι περισσότεροι άνθρωποι. Ότι μεν λοιπόν η ακράτεια δεν είναι κακία, είναι φανερόν, ίσως όμως είναι κάπως κακία. Διότι αυτή μεν είναι έξω από την προαίρεσιν, εκείνη δε με προαίρεσιν. Οπωσδήποτε όμως είναι κάτι ως πράξις το οποίον ομοιάζει τον λόγον του Δημοδόκου προς τους Μιλησίους : «Οι Μιλήσιοι δεν είναι μεν ανόητοι, αλλά κάμνουν ό,τι κάμνουν οι ανόητοι» και οι ακρατείς επίσης άδικοι μεν δεν είναι, κάμνουν όμως αδικίαν. Επειδή δε εκείνος μεν είναι τοιούτος, διότι όχι εκ πεποιθήσεως επιδιώκει τας υπερβολικάς και έξω από τον ορθόν λόγον σωματικάς ηδονάς, αυτός όμως εκ πεποιθήσεως, διότι είναι επιτήδειος να επιδιώκη αυτάς, εκείνος βεβαίως είναι, ευμετάπειστος, αυτός όμως όχι. Διότι από την αρετήν και την κακίαν η μεν μία καταστρέφει τας αρχάς, η δε άλλη τας διασώζει, εις δε τας πράξεις αρχαί είναι οι λόγοι, καθώς εις τα μαθηματικά αι υποθέσεις. Λοιπόν ούτε εκεί ο λόγος ημπορεί να διδάξη τας αρχάς ούτε εδώ, αλλά υπάρχει αρετή φυσική ή εκ συνηθείας διά την ορθοφροσύνην ως προς τας αρχάς. Σώφρων λοιπόν είναι ο τοιούτος, ακόλαστος δε ο αντίθετος. Υπάρχει δε κάποιος ο οποίος από το πάθος του μεταβάλλει πορείαν έξω από τον ορθόν λόγον, αυτός δε όσον μεν διά να μην εκτελή συμφώνως με τον ορθόν λόγον τον συγκρατεί το πάθος του, όσον όμως διά να είναι τοιούτος ώστε εκ πεποιθήσεως με άνεσιν να επιδιώκη τας τοιαύτας ηδονάς δεν τον συγκρατεί. Και αυτός είναι ο ακρατής, και είναι καλλίτερος από τον ακόλαστον, ενώ ο ποταπός είναι απολύτως τοιούτος. Διότι διασώζεται το καλλίτερον μέρος του, δηλαδή αι αρχαί. O άλλος όμως είναι αντίθετος, δηλαδή ο επίμονος και μη μεταβαλλόμενος ένεκα βεβαίως του πάθους του. Είναι λοιπόν φανερόν από αυτά ότι εκείνη μεν είναι σπουδαία διάθεσις, αυτή δε ποταπή. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. &Σχέσις εγκρατείας και ηθικής&. ― Τόρα λοιπόν άραγε εγκρατής είναι όστις επιμένει εις οποιονδήποτε λόγον και οποιανδήποτε προαίρεσιν, ή όστις επιμένει εις την ορθήν, και αντιστρόφως ακρατής είναι άραγε όστις δεν επιμένει εις οποιανδήποτε προαίρεσιν και οποιονδήποτε λόγον ή όστις δεν επιμένει εις τον μη ψευδή λόγον και την ορθήν προαίρεσιν, καθώς διετυπώσαμεν την απορίαν προηγουμένως; Ή μήπως κατά σύμπτωσιν εις οποιανδήποτε τύχη, καθ' εαυτό όμως εις τον αληθή λόγον και την ορθήν προαίρεσιν, εκείνος μεν θα επιμείνη, αυτός δε δεν θα επιμείνη; Δηλαδή, εάν κανείς εκλέγει ή επιδιώκει τούτο, χάριν εκείνου, καθ' εαυτό μεν εκλέγη και επιδιώκη τούτο, κατά σύμπτωσιν δε το προηγούμενον, το δε καθ' εαυτό το εννοούμεν απόλυτον. Επομένως είναι δυνατόν κατά μίαν οποιανδήποτε γνώμην άλλος μεν να επιμένη, άλλος δε να μεταβάλλη γνώμην, απολύτως όμως επιδιώκει όστις επιδιώκει με αληθή λόγον. Υπάρχουν δε μερικοί οι οποίοι επιμένουν εις την γνώμην των και τους οποίους ονομάζουν ισχυρογνώμονας, και είναι κάπως ακατάπειστοι, δηλαδή δεν μεταπείθονται ευκόλως. Αυτοί δε είναι ως προς τον εγκρατή, καθώς ο άσωτος προς τον φιλελεύθερον και ο θρασύς προς τον θαρραλέον, είναι όμως και διαφορετικοί εις πολλά. Διότι εκείνος μεν δεν μεταβάλλεται από το πάθος και την επιθυμίαν του, καθώς ο εγκρατής, ο εγκρατής όμως πολύ πιθανόν να φανή ευμετάπειστος- Αυτός δε όχι από λόγον διότι αυτός απολαμβάνει τας επιθυμίας και πολλάκις σύρεται από τας ηδονάς. Είναι δε ισχυρογνώμονες οι στενοκέφαλοι και οι αμαθείς και οι αγροίκοι, και οι μεν στενοκέφαλοι από ηδονήν και λύπην. Διότι ευχαριστούνται διά την νίκην των, εάν δεν αλλάξουν γνώμην, και λυπούνται, εάν ακυρωθή η γνώμη των, καθώς τα ψηφίσματα, ώστε μάλλον ομοιάζουν τον ακρατή, παρά τον εγκρατή. Υπάρχουν δε μερικοί οι οποίοι δεν επιμένουν εις την γνώμην των όχι από ακράτειαν, καθώς ο Νεοπτόλεμος εις τον Φιλοκτήτην του Σοφοκλέους. Μολονότι από ηδονήν δεν επέμεινε, ήτο όμως καλή ηδονή. Διότι το να λέγη την αλήθειαν ήτο καλόν, είχε πεισθή όμως υπό του Οδυσσέως να λέγη ψέμματα. Δηλαδή πας όστις κάμνει κάτι τι από ηδονήν δεν είναι ακόλαστος ή ποταπός ή ακρατής, αλλά όστις το κάμνει από αισχράν ηδονήν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. &Διάφορα είδη ακρατείας.& Αλλά βεβαίως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ευχαριστούνται με τας σωματικάς ηδονάς ολιγώτερον του δέοντος, και δεν επιμένουν εις τον λόγον διά τον οποίον είναι τοιούτοι. Μεταξύ δε αυτών και του ακρατούς μέσος είναι ο εγκρατής. Δηλαδή ο μεν ακρατής δεν επιμένει εις τον λόγον χάριν της υπερβολής αυτός δε χάριν της ελλείψεως. O εγκρατής όμως επιμένει και μάλιστα δεν μεταβάλλεται από άλλον λόγον, είναι δε ανάγκη, εάν βεβαίως η εγκράτεια είναι σπουδαία, και αι δύο αυταί αντίθετοι διαθέσεις να είναι ποταπαί, καθώς φαίνεται πραγματικώς ότι είναι. Επειδή όμως η μία από αυτάς απαντά και ολίγας φοράς και σπανίως, διά τούτο, καθώς η σωφροσύνη φαίνεται μόνη αντίθετος εις την ακολασίαν, ομοίως και η εγκράτεια εις την ακράτειαν. &Σύγκρισις του εγκρατούς προς τον σώφρονα.& ― Επειδή δε πολλά ονόματα δίδονται από ομοιότητα, διά τούτο και η εγκράτεια του σώφρονος εδόθη κατά παρομοίωσιν. Δηλαδή και ο εγκρατής είναι ικανός τίποτε να μην εκτελή έξω από τον λόγον χάριν των σωματικών ηδονών, καθώς και ο σώφρων. Με την διαφοράν όμως ότι ο μεν πρώτος έχει ποταπάς επιθυμίας, ενώ ο δεύτερος δεν έχει, και αυτός μεν είναι ικανός να μη αισθάνεται ηδονήν έξω από τον λόγον, εκείνος όμως να αισθάνεται, αλλά να μη παρασύρεται. Είναι δε όμοιοι και ο ακρατής και ο ακόλαστος, ενώ είναι χωρισμένοι. Δηλαδή και οι δύο επιδιώκουν τας σωματικάς ηδονάς, αλλά αυτός μεν εκ πεποιθήσεως, εκείνος όμως όχι εκ πεποιθήσεως. &Σχέσις του ακρατούς προς τον φρόνιμον, τον δαιμόνιον, τον πεφωτισμένον, τον μεθυσμένον κλπ.& ― Ούτε πάλιν είναι δυνατόν ο φρόνιμος και ο ακρατής να είναι το ίδιον πρόσωπον. Διότι ο φρόνιμος απεδείχθη ότι συγχρόνως είναι και σπουδαίος κατά το ήθος. Έπειτα δεν είναι μόνον κατά την γνώσιν φρόνιμος, αλλά και κατά την εκτέλεσιν. Ενώ ο ακρατής δεν είναι εκτελεστικός. O δαιμόνιος όμως δεν υπάρχει εμπόδιον να μην είναι ακρατής. Διά τούτο μερικοί φαίνονται μεν κάποτε ότι είναι φρόνιμοι, είναι όμως ακρατείς, διότι η δεινότης (το δαιμόνιον) διαφέρει από την φρόνησιν με τον τρόπον τον οποίον ανεφέραμεν εις τους πρώτους λόγους, και ως προς μεν τον λόγον πλησιάζουν, διαφέρουν όμως ως προς την προαίρεσιν. Ούτε βεβαίως ομοιάζει τον γνωρίζοντα και πεφωτισμένον ο ακρατής, αλλά τον κοιμώμενον ή τον μεθυσμένον. Και είναι μεν εκουσίως ακρατής ― διότι με κάποιον τρόπον γνωρίζει και τι πράττει και διά ποίον σκοπόν, ― δεν είναι όμως πονηρός. Διότι η προαίρεσίς του είναι ευπρεπής. Ώστε είναι ημιπόνηρος, έπειτα δεν είναι ούτε άδικος, διότι δεν είναι επίβουλος. Διότι άλλος μεν από αυτούς δεν επιμένει εις όσα αποφασίση με σκέψιν, άλλος δε, καθώς ο μελαγχολικός, ούτε καν σκέπτεται. Και λοιπόν ο ακρατής ομοιάζει με μίαν πόλιν, η οποία ψηφίζει μεν όλα όσα χρειάζονται και έχει νόμους σπουδαίους, αλλά δεν εφαρμόζει κανένα, καθώς ειρωνεύθη ο Αναξανδρίδης: Η πόλις το είπε, που τους νόμους δεν ψηφά. O δε πονηρός ομοιάζει με πόλιν η οποία εφαρμόζει μεν τους νόμους, έχει όμως κακούς νόμους. Περιστρέφεται δε η ακράτεια εις την υπερβολήν της διαθέσεως των περισσοτέρων ανθρώπων. Δηλαδή ο μεν είς επιμένει περισσότερον, ο δε άλλος ολιγώτερον από την δύναμιν των περισσοτέρων. Είναι δε ευκολώτερα θεραπεύσιμος η ακράτεια των μελαγχολικών, οι οποίοι σκέπτονται μεν, αλλά δεν επιμένουν, επίσης δε ευκολοθεραπευτότεροι είναι οι από την συνήθειαν ακρατείς παρά οι από την φύσιν. Διότι ευκολώτερον είναι να μεταβάλλωμεν την συνήθειαν παρά την φύσιν. Άλλως τε και η συνήθεια διά τούτο είναι κακή, διότι ομοιάζει την φύσιν, καθώς λέγει ο Εύηνος: Η έξις, που είναι άσκησις πολυετής, δευτέρα φύσις εις το τέλος καταντά. Τι είναι λοιπόν εγκράτεια και τι ακράτεια και τι καρτερία και τι μαλθακότης και ποία είναι η σχέσις αυτών των διαθέσεων μεταξύ των, το εξετάσαμεν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. &Ηδονή και λύπη.& &Σωματική ηδονή και λύπη εν σχέσι προς το αγαθόν&. ― Είναι δε καθήκον του κοινωνιολόγου να φιλοσοφήση περί ηδονής και λύπης. Διότι αυτός είναι ο αρχιεργάτης του αποτελέσματος, εις το οποίον αποβλέποντες χαρακτηρίζομεν άλλον μεν ως κακόν, άλλον δε ως αγαθόν απολύτως. Έπειτα δε είναι και αναγκαίον να εξετάσωμεν περί αυτών. Διότι και η αρετή και η κακία η αναφερομένη εις το ήθος είπαμεν ότι περιστρέφεται εις τας λύπας και ηδονάς. Και την ευτυχίαν οι περισσότεροι την παραδέχονται μαζί με την ηδονήν, διά τούτο και ο μακάριος ωνομάσθη από την μεγάλην χαράν {3}. Εις μερικούς λοιπόν φαίνεται ότι καμμία ηδονή δεν είναι αγαθή, ούτε καθ' εαυτήν ούτε κατά σύμπτωσιν ― δηλαδή λέγουν ότι δεν είναι το ίδιον πράγμα το αγαθόν και η ηδονή ― Εις άλλους όμως φαίνεται ότι μερικαί μεν ηδοναί είναι αγαθαί, αι περισσότεραι όμως ότι είναι ποταπαί. Έπειτα δε από αυτάς τας γνώμας τρίτη είναι ότι, και αν όλαι είναι αγαθαί, όμως δεν είναι δυνατόν η ηδονή να είναι το καλλίτερον πράγμα. Και λοιπόν απολύτως μεν δεν είναι αγαθή, διότι πάσα ηδονή είναι αισθητή, μεταβατική κατάστασις (γένεσις) εις την φυσικήν κατάστασιν. Αλλά καμμία μεταβατική κατάστασις δεν είναι συγγενής με τα αποτελέσματα• λόγου χάριν καμμία οικοδόμησις δεν ομοιάζει με την οικίαν. Έπειτα ο σώφρων αποφεύγει τας ηδονάς. Έπειτα ο φρόνιμος επιδιώκει την αποφυγήν της λύπης και όχι τα ηδονικά. Έπειτα αι ηδοναί είναι εμπόδια διά την σκέψιν, και τόσον περισσότερον, όσον περισσότερον τας απολαμβάνει κανείς• λόγου χάριν τας αφροδισιακάς ηδονάς. Δηλαδή κανείς δεν ημπορεί να σκεφθή, όταν ευρίσκεται μέσα εις αυτάς. Έπειτα δεν υπάρχει καμμία τέχνη της ηδονής, ενώ παν αγαθόν είναι έργον τέχνης. Έπειτα τα παιδία και τα ζώα επιδιώκουν τας ηδονάς. Ότι δε δεν είναι όλαι σπουδαίαι, απόδειξις είναι ότι αι ηδοναί είναι αισχραί και ονειδιζόμεναι και περιπλέον βλαβεραί. Δηλαδή μερικά ηδονικά είναι ασθενικά. Ότι δε δεν είναι η ηδονή το καλλίτερον πράγμα αποδεικνύεται από το ότι δεν είναι αποτέλεσμα, αλλά μεταβατική κατάστασις (γένεσις). ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. &Φύσις της σωματικής ηδονής.& Λοιπόν αυταί είναι σχεδόν αι επικρατούσαι γνώμαι. Ότι όμως από αυτάς δεν έπεται ότι η ηδονή δεν είναι αγαθόν ούτε το καλλίτερον πράγμα, γίνεται σαφές από τα εξής. Πρώτον μεν, αφού το αγαθόν είναι διττόν ― δηλαδή το έν μεν γενικόν, το δε άλλο σχετικόν προς κάποιον ― βεβαίως το ίδιον θα συμβή και εις τας φύσεις και τας συνηθείας, επομένως και εις τας κινήσεις και τας μεταβατικάς καταστάσεις. Δηλαδή όσαι φαίνονται ποταπαί, άλλαι μεν είναι απολύτως ποταπαί, ως προς έν άτομον όμως όχι, αλλά διά τον δείνα είναι προτιμητέαι, άλλαι δε ούτε διά τον δείνα δεν είναι πάντοτε προτιμητέαι αλλά μόνον κάποτε και ολίγον καιρόν, όχι όμως διά παντός, και άλλαι ούτε είναι καν ηδοναί, αλλά μόνον νομίζονται, καθώς είναι όσαι συμβαίνουν μαζί με την λύπην και χάριν θεραπείας• λόγου χάριν αι ηδοναί των ασθενών. Έπειτα, αφού του αγαθού το μεν έν μέρος είναι ενέργεια, το δε άλλο συνήθεια, τότε είναι εκ συμπτώσεως ηδονικαί αι διαθέσεις αι αποκαθιστώσαι την φυσικήν κατάστασιν. Η δε ενέργεια διά την απόλαυσιν των επιθυμιών ανήκει εις την κάπως ελλιπή και λυπηράν διάθεσιν και φύσιν, καθόσον υπάρχουν και ηδοναί χωρίς λύπην και χωρίς επιθυμίας, καθώς λόγου χάριν αι ενέργειαι της σκέψεως, ενώ η φύσις δεν είναι ελλιπής. Απόδειξις δε τούτου είναι ότι δεν απολαμβάνει την ιδίαν ηδονήν, όταν αναπληρούται η φύσις και όταν αποκαθίσταται, αλλά, όταν μεν αποκαθίσταται, απολαμβάνουν τα απολύτως ηδονικά, όταν δε αναπληρούται, απολαμβάνουν και τα αντίθετα ακόμη, δηλαδή ευχαριστούνται και με τα ξινά και με τα πικρά, από τα οποία δεν είναι κανέν ούτε εκ φύσεως ηδονικόν ούτε απολύτως. Επομένως αυταί δεν είναι ούτε καν ηδοναί. Δηλαδή οποία είναι εκ φύσεως η διαφορά των ηδονικών μεταξύ των, η ίδια διαφορά υπάρχει και εις τας ηδονάς αι οποίας προέρχονται από αυτά! Έπειτα δεν είναι απόλυτος ανάγκη να υπάρχη άλλο τίποτε καλλίτερον από την ηδονήν, καθώς θεωρούν μερικοί ως τοιούτον το αποτέλεσμα της γενέσεως. Δηλαδή αι ηδοναί δεν είναι γενέσεις (μεταβατικαί καταστάσεις) ούτε όλαι συμβαδίζουν με γενέσεις, αλλά είναι ενέργειαι και αποτέλεσμα. Ούτε υπάρχουν εις τα γινόμενα αλλά εις τας χρήσεις. Και το αποτέλεσμα δεν είναι ξεχωριστόν δι' όλας τας ηδονάς, αλλά δι' όσας συντελούν εις την τελειοποίησιν της φύσεως. &Ορισμός της ηδονής&. ― Διά τούτο δεν είναι ορθός ο ορισμός ότι η ηδονή είναι αισθητή γένεσις, αλλά ορθότερον είναι να την ορίσωμεν ως ενέργειαν της φυσικής διαθέσεως, και αντί του αισθητή να προσθέσωμεν το ανεμπόδιστος. Φαίνεται δε εις μερικούς ότι είναι γένεσις, διότι την θεωρούν κυριολεκτικώς αγαθόν. Δηλαδή αυτοί την ενέργειαν την θεωρούν γένεσιν, ενώ είναι διαφορετική. Το ότι δε μερικά ηδονικά είναι ποταπά, είναι το ίδιον ως να λέγωμεν ότι και μερικά υγιεινά είναι ποταπά, διότι δεν κερδίζουν από αυτά οι ιατροί. Λοιπόν υπό τοιαύτην έποψιν είναι και τα δύο ποταπά, αλλά βεβαίως διά τούτο δεν θα ειπή ότι είναι ποταπά, αφού μάλιστα και η σκέψις κάποτε βλάπτει εις την υγείαν. Έπειτα δεν εμποδίζει ούτε την φρόνησιν ούτε την διάθεσιν η ηδονή η παραγομένη από την ιδίαν, αλλά αι ξέναι, καθόσον αι ηδοναί αι προερχόμεναι από την σκέψιν και την μάθησιν περισσότερον θα συντελέσουν να σκεφθή κανείς και να μάθη. Το ότι δε καμμία τέχνη της ηδονής δεν υπάρχει, έχει τον λόγον του. Διότι ούτε καμμιάς άλλης ενεργείας υπάρχει τέχνη, αλλά μόνον της δυνάμεως. Μολονότι πάλιν η μυρεψική τέχνη και η μαγειρική φαίνεται ως να είναι τέχνη ηδονής. Το ότι δε ο σώφρων αποφεύγει τας ηδονάς και ο φρόνιμος επιδιώκει άλυπον βίον, και ότι τα παιδία και τα ζώα επιδιώκουν τας ηδονάς, όλα έχουν την ιδίαν εξήγησιν. Διότι είπαμεν ότι υπάρχουν ηδοναί απολύτως αγαθαί και ότι όλαι δεν είναι αγαθαί. Τας δε ηδονάς του είδους τούτου επιδιώκουν και τα παιδία και τα ζώα, και πάλιν αυτών των ηδονών την ενόχλησιν αποφεύγει ο φρόνιμος, δηλαδή τας ηδονάς τας συνοδευομένας με επιθυμίαν και λύπην και τας σωματικάς (διότι τοιαύται είναι και αυταί) και τας υπερβολάς αυτών, συμφώνως με τας οποίας ο ακόλαστος είναι ακόλαστος. Διά τούτο ο σώφρων αποφεύγει αυτάς. Άλλως όμως υπάρχουν ηδοναί και του σώφρονος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. &Η ηδονή εν σχέσει προς την ευτυχίαν&. ― Εξ άλλου δε όλοι το λέγουν ότι η λύπη είναι κακόν και ότι είναι αξία αποφυγής. Διότι άλλη μεν είναι απόλυτον κακόν, άλλη δε διότι είναι κάπως εμποδιστική. Παν ό,τι όμως είναι το αντίθετον προς το άξιον αποφυγής από αυτήν την έποψιν του αξιοφεύκτου και του κακού, αυτό είναι αγαθόν. Επομένως έπεται λογικώς ότι η ηδονή είναι αγαθόν. Δηλαδή η λύσις είναι καθώς την εξήγει ο Σπεύσιππος, και όχι καθώς θεωρούμεν αντίθετον το μεγαλίτερον προς το μικρότερον και το ίσον. Διότι αυτός ποτέ δεν θα έλεγε ότι η ηδονή είναι έν είδος κακού. Και δεν υπάρχει κανέν εμπόδιον να ειπούμεν ότι το καλλίτερον πράγμα είναι κάποια ηδονή, με το να υπάρχουν μερικαί ηδοναί ποταπαί, καθώς και να ειπούμεν ότι το καλλίτερον πράγμα είναι κάποια επιστήμη, αν και υπάρχουν και μερικαί επιστήμαι ποταπαί. Αφού δε δι' εκάστην διάθεσιν υπάρχουν ενέργειαι ανεμπόδιστοι, είτε είναι ευτυχία η ενέργεια όλων των διαθέσεων, είτε κάποιας από τας διαθέσεις, ίσως είναι και λογικόν αυτή να είναι η πλέον προτιμητέα, όταν είναι ανεμπόδιστος. Αυτό δε είναι η ηδονή. Επομένως είναι δυνατόν να υπάρχη κάποια ηδονή ως το καλλίτερον πράγμα, ενώ πολύ πιθανόν αι περισσότεραι ηδοναί να είναι ποταπαί απολύτως. Και διά τούτο όλοι νομίζουν ότι ο ευτυχής βίος είναι ηδονικός και ευλόγως συνδιάζουν την ηδονήν με την ευτυχίαν. Διότι καμμία ενέργεια δεν είναι τελεία, όταν εμποδίζεται, η δε ευτυχία είναι από τας τελείας. Διά τούτο ο ευτυχής έχει πρόσθετον ανάγκην των σωματικών αγαθών και των εξωτερικών και της τύχης, διά να μη εμποδίζωνται αυτά. Όσοι δε διισχυρίζονται ότι ο τροχοβασανιζόμενος και όστις περιπίπτει εις μεγάλας δυστυχίας είναι ευτυχής, αρκεί να είναι αγαθός, αυτοί ψεύδονται ή εκουσίως ή ακουσίως. Επειδή δε η ευτυχία απαιτεί προσθέτως την τύχην, διά τούτο φαίνεται εις μερικούς το ίδιον με το τυχηρόν, ενώ δεν είναι. Διότι και η τύχη, όταν είναι υπερβολική, γίνεται εμπόδιον, και ίσως τότε πλέον δεν είναι δίκαιον να ονομάζεται τυχερόν. Διότι ο ορισμός αυτών εδόθη συμφώνως με την ευτυχίαν. &Η ηδονή εν σχέσει προς το ύψιστον αγαθόν&. ― Και το ότι δε επιδιώκουν την ηδονήν και τα ζώα όλα και οι άνθρωποι, είναι απόδειξις ότι αυτή είναι κάπως το καλλίτερον πράγμα : Λόγος ποτέ δεν χάνεται, όταν τον διαλαλούνε στόματ' αμέτρητα..... Επειδή όμως ούτε η ιδία φύσις ούτε η ιδία διάθεσις είναι η καλλιτέρα, αλλ' ούτε φαίνεται να είναι, διά τούτο ούτε την ιδίαν ηδονήν επιδιώκουν όλοι, επιδιώκουν όλοι όμως μίαν ηδονήν. Ίσως μάλιστα και δεν επιδιώκουν αυτήν την οποίαν παραδέχονται ως ηδονήν, ή την οποίαν ημπορούν να την παραδεχθούν, αλλά την ιδίαν, διότι όλα τα όντα έχουν εκ φύσεως κάτι τι θεϊκόν. Έλαβαν όμως την κληρονομίαν του ονόματος αι σωματικαί ηδοναί, διότι πλειστάκις οι άνθρωποι παραδίδονται εις αυτάς και όλοι μετέχουν αυτών. Επειδή λοιπόν αυταί μόνον είναι γνωστότεραι, δι' αυτό νομίζουν πολλοί ότι μόνον αυταί υπάρχουν. Είναι δε φανερόν ότι, εάν δεν είναι αγαθόν η ηδονή και η ενέργεια, δεν είναι δυνατόν να ζη ηδονικώς ο ευτυχής. Διότι προς τι θα εχρειάζετο αυτό, εάν δεν είναι αγαθόν, και εάν είναι δυνατόν να ζη κανείς και με λύπας; Διότι τότε ούτε αγαθόν ούτε κακόν είναι η λύπη, αφού δεν είναι ούτε η ηδονή. Επομένως διατί να την αποφεύγη; και βεβαίως ούτε ο βίος του σπουδαίου είναι ηδονικώτερος από άλλους, αφού δεν είναι ηδονικαί και αι ενέργειαι αυτού. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. &Διατί φαίνονται προτιμητέαι αι σωματικαί ηδοναί&. ― Βεβαίως λοιπόν πρέπει να εξετάσωμεν περί των σωματικών ηδονών χάριν εκείνων οι οποίοι λέγουν ότι μερικαί ηδοναί είναι πολύ προτιμητέαι• λόγου χάριν αι καλαί, και όχι αι σωματικαί και εκείναι εις όσας περιστρέφεται η ακολασία. Διατί λοιπόν αι εναντίαι λύπαι είναι μοχθηραί; Διότι του κακού το αντίθετον είναι το αγαθόν. Ή τάχα τόσον αγαθαί είναι αι αναγκαίαι, όσον και το μη κακόν είναι αγαθόν; Ή μήπως είναι μέχρι τινός αγαθαί; Διότι εις όσας δεν υπάρχει υπερβολή του καλλιτέρου, δεν υπάρχει υπερβολή ούτε της ηδονής, εις όσα δε υπάρχει, υπάρχει και της ηδονής. Υπάρχει δε εις τα σωματικά αγαθά υπερβολή, και ο ποταπός είναι τοιούτος, διότι επιδιώκει την υπερβολήν, και όχι τα αναγκαία. Διότι όλοι ευχαριστούνται κάπως με τα φαγητά, και με οίνους και με αφροδισιακάς ηδονάς, όχι όμως όσον πρέπει. Το αντίθετον δε ως προς την λύπην. Διότι εκεί έκαστος δεν αποφεύγει την υπερβολήν των μόνον, αλλά απολύτως. Διότι δεν υπάρχει καμμία λύπη αντίθετος με την υπερβολήν, παρά μόνον ως προς τον επιδιώκοντα την υπερβολήν. Έπειτα δεν απαιτείται μόνον να ειπούμεν την αλήθειαν αλλά και την αιτίαν του ψεύδους, διότι τούτο συντελεί εις το να πείθη. Δηλαδή, όταν φανή εύλογον το διατί φαίνεται αληθές, ενώ δεν είναι, τότε κάμνει έκαστον να πιστεύη περισσότερον περί της αληθείας. Επομένως πρέπει να ομιλήσωμεν διατί φαίνονται περισσότερον προτιμητέαι αι σωματικαί ηδοναί. Πρώτον λοιπόν διότι αποδιώκουν την λύπην. Και εξ αιτίας των υπερβολών της λύπης, επειδή ευρίσκουν ιατρείαν, επιδιώκουν την υπερβολικήν ηδονήν και εν γένει την σωματικήν. Είναι δε σφοδραί αι ιατρείαι, ως εκ του οποίου και επιδιώκονται, διότι κάμνουν εντύπωσιν απέναντι του αντιθέτου. Και λοιπόν δεν φαίνεται σπουδαίον πράγμα η ηδονή δι' αυτούς τους δύο λόγους, καθώς είπαμεν, διότι δηλαδή άλλαι μεν είναι πράξεις ποταπής φύσεως ― ή εκ γενετής καθώς του ζώου, ή κατά συνήθειαν, καθώς των ποταπών ανθρώπων ― αι δε ιατρείαι, διότι εφαρμόζονται εις τον ελαττωματικόν, και διότι είναι προτιμότεραι να τας έχη κανείς παρά να τας λαμβάνη. Αυταί όμως συμβαίνουν μόνον όταν αποκαθίσταται η υγεία μας, επομένως μόνον κατά σύμπτωσιν είναι σπουδαίαι. Έπειτα επιδιώκονται ως σφοδραί από εκείνους οι οποίοι δεν ημπορούν να απολαύσουν άλλας. Απόδειξις δε είναι ότι οι ίδιοι προετοιμάζουν διά τον εαυτόν των κάποιαν δίψαν αυτών. Και λοιπόν, όταν μεν είναι αβλαβείς, είναι άψογοι, όταν όμως είναι βλαβεραί, είναι ποταπαί. Διότι δεν έχουν καν άλλα πράγματα με τα οποία να ευχαριστηθούν, και εξ άλλου η ουδετέρα κατάστασις είναι εις πολλούς λυπηρά ως εκ της φύσεώς των. Διότι πάντοτε κοπιάζει το ζώον, καθώς μαρτυρούν και οι φυσιολόγοι οι οποίοι λέγουν ότι η όρασις και η ακοή είναι επιδεκτικαί κοπώσεως. Αλλά εσυνηθίσαμεν, λέγουν, πλέον και δεν το αντιλαμβανόμεθα. Ομοίως δε εις μεν την νεότητα ένεκα της θρέψεως διάκεινται καθώς οι μεθυσμένοι, και είναι ηδονικόν η νεότης, ενώ οι εκ φύσεως μελαγχολικοί έχουν ανάγκην πάντοτε ιατρείας. Διότι το σώμα των από την κράσιν είναι ως να δαγκώνεται, και πάντοτε ευρίσκονται εις σφοδρούς πόθους, την δε λύπην την εκδιώκει όχι μόνον η αντίθετος ηδονή, αλλά και οποιαδήποτε άλλη, αρκεί να είναι ισχυρά. Και διά τούτο γίνονται πολλοί ακόλαστοι και ποταποί. Όσαι όμως δεν έχουν λύπας, δεν επιδέχονται υπερβολήν. Τοιαύται δε είναι αι ηδοναί των εκ φύσεως ηδονικών και όχι κατά σύμπτωσιν• ονομάζω δε κατά σύμπτωσιν ηδονικά τα θεραπευτικά. Δηλαδή, επειδή κατά σύμπτωσιν θεραπεύονται, ενώ κάτι εκτελεί το υπόλοιπον της υγείας, διά τούτο φαίνονται ηδονικά. Εκ φύσεως όμως ηδονικά είναι όσα εκτελούν μίαν πράξιν ομοίας φύσεως. &Η ηδονή ποικίλλει εξ αιτίας της ευμεταβλήτου φύσεώς μας.& ― Δεν είναι δε πάντοτε ηδονικόν το ίδιον πράγμα, διότι η φύσις ημών δεν είναι απλή, αλλά ενυπάρχει εις αυτήν και κάτι διαφορετικόν, αφού είμεθα φθαρτοί. Επομένως, εάν εκτελή τίποτε το έν μέρος μας, τούτο εις την άλλην φύσιν είναι αφύσικον. Όταν δε τα δύο στοιχεία ισορροπούν, τότε το εκτελούμενον δεν φαίνεται ούτε λυπηρόν ούτε ηδονικόν. Άλλως όμως, αν η φύσις ήτο απλή, θα ήτο πάντοτε η ιδία πράξις ηδονικωτάτη. Διά τούτο ο θεός πάντοτε μίαν και απόλυτον ηδονήν απολαμβάνει. Διότι δεν υπάρχει μόνον της κινήσεως ενέργεια αλλά και της ακινησίας, και η ηδονή υπάρχει μάλλον εις την ακινησίαν παρά εις την κίνησιν. Αν δε η μεταβολή είναι, καθώς λέγει ο ποιητής, το γλυκύτερον από όλα, τούτο προέρχεται πάντοτε από κάποιαν κακίαν. Δηλαδή, καθώς ο κακός άνθρωπος είναι πάντοτε ευμετάβολος, ομοίως και η φύσις, η οποία έχει ανάγκην μεταβολής. Δηλαδή δεν είναι απλή, ούτε καθώς πρέπει. Λοιπόν περί της εγκρατείας και ακρατείας και περί ηδονής και λύπης και τι είναι έκαστον και πώς άλλα μεν από αυτά είναι αγαθά, άλλα δε κακά είναι αρκετά όσα είπαμεν. Τόρα δε υπολείπεται να ομιλήσωμεν περί φιλίας, τι πράγμα είναι, και τι είναι φίλος. ΒΙΒΛΙΟΝ Θ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. &Φιλία.& &Η φιλία είναι απαραίτητος&. ― Η φιλία βεβαίως είναι κάποια αρετή ή συνοδεύεται από αρετήν, έπειτα δε είναι αναγκαιοτάτη διά τον βίον. Διότι χωρίς φίλους, κανείς δεν ημπορεί να ζη, και αν έχη όλα τα άλλα αγαθά. Δηλαδή και οι πλούσιοι και όσοι έχουν αξιώματα και εξουσίας φαίνονται ότι έχουν την περισσοτέραν ανάγκην φίλων. Διότι ποία, η ωφέλεια της τοιαύτης ευημερίας των, εάν στερηθούν την αρετήν του να ευεργετούν, το οποίον επαινείται περισσότερον, όταν γίνεται προ πάντων εις τους φίλους; Ή πώς είναι δυνατόν να διατηρήται και να διασώζεται η ευημερία αυτή χωρίς φίλους; Διότι, όσον είναι περισσοτέρα, τόσον περισσότερον διατρέχει κίνδυνον. Και πάλιν μέσα εις την πτωχείαν και εις τας δυστυχίας ως μόνον καταφύγιον θεωρούν όλοι τους φίλους. Ακόμη δε είναι βοηθητική και εις τους νέους διά να μη σφάλλουν και εις τους γεροντοτέρους χάριν περιποιήσεως και χάριν ελλείψεως δραστηριότητος ένεκα της αδυναμίας, και εις τους έχοντας ακμαίαν ηλικίαν διά να εκτελούν καλάς πράξεις : Όταν δυο περπατούν μαζί... Διότι είναι ικανώτεροι και να εννοήσουν και να εκτελέσουν. Φαίνεται δε ότι ενυπάρχει εκ φύσεως η φιλία εις τους γεννήτορας προς τα γεννηθέντα όχι μόνον μεταξύ των ανθρώπων αλλά και μεταξύ των πτηνών και των περισσοτέρων ζώων, και εις τα ομόφυλα μεταξύ των και μάλιστα εις τους ανθρώπους, και δια τούτο επαινούμεν τους φιλανθρώπους. Θα παρατηρήση δε κανείς και εις τας περιπλανήσεις πόσον οικείος και φίλος είναι πας άνθρωπος με άνθρωπον. Φαίνεται δε ότι και τας πόλεις τας συγκρατεί η φιλία, και οι νομοθέται περισσοτέραν σημασίαν δίδουν εις αυτήν παρά εις την δικαιοσύνην. Διότι η ομόνοια φαίνεται ότι είναι κάτι τι όμοιον με την φιλίαν, αυτήν δε προ παντός άλλου την επιδιώκουν, και αποδιώκουν προ πάντων την διχόνοιαν, διότι είναι έχθρα. Έπειτα, όταν οι πολίται είναι φίλοι, δεν χρειάζεται διόλου η δικαιοσύνη, ενώ, όταν είναι δίκαιοι, έχουν πρόσθετον ανάγκην της φιλίας, και από τα δίκαια το σπουδαιότερον φαίνεται ότι είναι φιλικόν. Δεν είναι δε μόνον αναγκαία η φιλία αλλά και καλόν. Διότι τους κάμνοντας φίλους τους επαινούμεν, έπειτα η πολυφιλία φαίνεται ότι είναι έν από τα καλά, ακόμη δε πολλοί νομίζουν ότι το ίδιον είναι οι αγαθοί άνδρες και οι φίλοι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. &Η φύσις της φιλίας ή αγάπης&. ― Διαφιλονικούνται όμως περί αυτής όχι ολίγα. Δηλαδή άλλοι μεν θεωρούν αυτήν ως κάποιαν ομοιότητα και τους φίλους ως ομοίους, διά τούτο λέγουν παροιμιωδώς : «ο όμοιος τον όμοιον και η κοπριά τα λάχανα» και τα παρόμοια. Άλλοι όμως αντιθέτως όλους τους τοιούτους τους θεωρούν μεταξύ των ως αντιζήλους κεραμοπλάστας {4}, και διά τούτο περί αυτών των ιδίων ζητούν ανωτέραν και φυσικωτέραν εξήγησιν. Και ο μεν Ευριπίδης λέγει : ... Ποθεί βροχήν το ξηραμμένο χώμα. Το φορτωμένο σύννεφο ποθεί την γην να βρέξη. Επίσης και ο Ηράκλειτος ως εξήγησιν της φιλίας φέρει την αντίθεσιν των συμφερόντων και λέγει ότι: «από τα διαφέροντα γεννάται καλή αρμονία και ότι τα γεννά η διχόνοια». Αντιθέτως δε προς αυτούς άλλοι πολλοί και ο Εμπεδοκλής πρεσβεύουν ότι το όμοιον επιζητεί το όμοιον. Και λοιπόν αι μεν φυσικαί απορίαι ας μείνουν κατά μέρος, διότι δεν σχετίζονται με την παρούσαν μελέτην. ― Όσα όμως είναι ανθρώπινα και ανήκουν εις τα ήθη και πάθη, αυτά πρέπει να τα εξετάσωμεν, λόγου χάριν αν μεταξύ όλων των ανθρώπων είναι δυνατόν να υπάρξη φιλία, ή μήπως δεν είναι δυνατόν όσοι είναι μοχθηροί να γίνουν φίλοι, και αν έν είδος φιλίας υπάρχει ή περισσότερα. Δηλαδή όσοι νομίζουν ότι υπάρχει έν είδος φιλίας εκ του ότι επιδέχεται αυξομείωσιν, δεν βασίζονται εις ασφαλή απόδειξιν. Διότι την αυξομείωσιν την επιδέχονται και τα άλλα είδη, είπαμεν δε περί αυτής προηγουμένως. &Το αντικείμενον της φιλίας&. ― Ίσως όμως εννοηθή τούτο, όταν εξακριβώσωμεν το αντικείμενον της φιλίας. Δηλαδή φαίνεται ότι δεν είναι αντικείμενον αγάπης παν πράγμα, αλλά το αγαπητόν. Τούτο δε είναι ή αγαθόν, ή ηδονικόν, ή χρήσιμον. Ίσως δε νομισθή ότι είναι χρήσιμον εκείνο το οποίον φέρει το αγαθόν ή την ηδονήν, και επομένως αγαπητόν είναι μόνον το αγαθόν και το ηδονικόν ως αποτελέσματα. Τόρα λοιπόν άραγε το αγαθόν αγαπούν όλοι ή το εις αυτούς φαινόμενον αγαθόν; Διότι αυτά κάποτε δεν συμφωνούν. Ομοίως δε και ως προς το ηδονικόν. Φαίνεται όμως ότι έκαστος αγαπά το εις αυτόν φαινόμενον αγαθόν, και ότι γενικώς μεν αγαπητόν είναι το αγαθόν, ατομικώς δε το φαινόμενον ως αγαθόν εις έκαστον. Έκαστος όμως αγαπά όχι ό,τι είναι εις αυτόν αγαθόν, αλλ' ό,τι φαίνεται. Αλλά δεν έχουν καμμίαν διαφοράν. Διότι το αγαπητόν είναι πάντοτε φαινομενικόν. Αφού δε είναι τρία τα ελατήρια της φιλίας, επί μεν της αγάπης των αψύχων δεν εφαρμόζεται η λέξις φιλία. Διότι δεν υπάρχει ανταπόδοσις της αγάπης, ούτε επιθυμία αγαθού δι' αυτά, ― διότι ίσως θα ήτο κωμικόν διά τον οίνον να θέλη κανείς το καλόν του, αλλά αν θέλη να τον φυλάξη, το κάμνει διά να τον έχη ο ίδιος. Ενώ διά τον φίλον όλοι λέγουν ότι ζητούν το καλόν του διά τον εαυτόν του, όσοι δε επιθυμούν τα αγαθά κατ' αυτόν τον τρόπον ονομάζονται ευνοϊκοί, όταν δεν αποδοθή το ίδιον εις αυτούς από εκείνον. Διότι η εύνοια επί ανταποδόσεως γίνεται φιλία. Ή μήπως πρέπει να προσθέσωμεν το να μη είναι μυστική; Διότι πολλοί είναι ευνοϊκοί εις ανθρώπους τους οποίους δεν είδαν ποτέ, και μόνον διότι τους νομίζουν καθώς πρέπει και χρησίμους. Αυτό δε το αίσθημα είναι δυνατόν και από εκείνους κανείς να πάθη ως προς αυτούς. Και λοιπόν ευνοϊκοί μεν αυτοί φαίνονται μεταξύ των. Αλλά φίλους πώς ημπορεί κανείς να τους ονομάση, αφού δεν γνωρίζουν ποία αισθήματα τρέφουν μεταξύ των; Επομένως οι φίλοι πρέπει να είναι ευνοϊκοί μεταξύ των και να θέλουν τα αγαθά των, όχι μυστικά εξ αιτίας ενός από τα ελατήρια που είπαμεν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’. &Τα είδη της φιλίας.& ― Είναι δε διαφορετικά μεταξύ των αυτά τα είδη των ελατηρίων. Επομένως διαφέρουν και τα είδη της αγάπης και της φιλίας. Λοιπόν τρία είδη υπάρχουν της φιλίας, ισάριθμα με τα αγαπώμενα. Διότι εις έκαστον από αυτά υπάρχει ανταπόδοσις της αγάπης όχι μυστική. Όσοι δε αγαπώνται μεταξύ των επιθυμούν ο είς διά τον άλλον τα αγαθά με τον ίδιον τρόπον που τους αγαπούν. Και λοιπόν όσοι μεν αγαπούν τους φίλους διά το χρήσιμον, δεν τους αγαπούν καθ' εαυτούς, αλλά καθόσον έρχεται κανέν αγαθόν από τον ένα εις τον άλλον. Ομοίως δε και όσοι τους αγαπούν εξ αιτίας της ηδονής. Δηλαδή αυτοί δεν αγαπούν τους ευτραπέλους διά το ποιόν των, αλλά διότι είναι ευχάριστοι εις αυτούς. Λοιπόν και όσοι αγαπούν διά την χρησιμότητα, τους αγαπούν διά το ιδικόν των καλόν, και όσοι αγαπούν χάριν της ηδονής, τους αγαπούν διά την ιδικήν των ηδονήν και όχι δι' εκείνην που χαρακτηρίζει τον αγαπώμενον, αλλά μόνον καθόσον αυτός είναι χρήσιμος ή ηδονικός. Επομένως αυταί αι φιλίαι είναι κατά σύμπτωσιν. Διότι ο αγαπώμενος δεν αγαπάται διότι είναι ό,τι είναι, αλλά διότι προξενεί άλλος μεν κανέν αγαθόν, άλλος δε ηδονικόν. Επομένως αυταί αι φιλίαι διαλύονται ευκόλως, όταν δεν διατηρούνται μεταξύ των όμοιοι. Δηλαδή, εάν πλέον δεν είναι ηδονικοί ή χρήσιμοι μεταξύ των, παύουν να έχουν φιλίαν. Αλλά το χρήσιμον δεν είναι σταθερόν, αλλά ποικίλλει κατά περιστάσεις. Όταν λοιπόν φύγη το ελατήριον της φιλίας των, διαλύεται και η φιλία, διότι η φιλία ήτο σχετική με εκείνο. Ιδίως όμως εις τους γεροντοτέρους φαίνεται ότι συμβαίνει αυτό το είδος της φιλίας ― διότι οι τοιούτοι δεν επιδιώκουν το ηδονικόν αλλά το ωφέλιμον ― από δε τους ακμαίους και τους νέους συμβαίνει εις όσους κυνηγούν το συμφέρον των. Οι τοιούτοι δε δεν συναναστρέφονται καν μεταξύ των. Κάποτε δε ούτε είναι καν ηδονικοί. Επομένως ούτε έχουν καν πρόσθετον ανάγκην της τοιαύτης φιλίας, εάν δεν είναι ωφέλιμοι οι φίλοι των. Διότι εις τόσον βαθμόν είναι ηδονικοί, όσον δίδουν ελπίδας αγαθού. Εις αυτά δε τα είδη της φιλίας συγκαταλέγουν και την φιλοξενίαν. Η δε φιλία των νέων φαίνεται ότι έχει ελατήριον την ηδονήν. Διότι αυτοί ζουν συμφώνως με τα πάθη των, και προ πάντων επιδιώκουν το εις αυτούς ηδονικόν και το στιγμιαίον, όσον δε μεταβάλλεται η ηλικία, τόσον και τα ηδονικά μεταβάλλονται. Διά τούτο γλήγορα, γίνονται φίλοι και γλήγορα διαλύουν την φιλίαν. Δηλαδή μαζί με την ηδονήν μεταβάλλεται και η φιλία, αλλά της τοιαύτης ηδονής η μεταβολή είναι ταχεία. Είναι δε και ερωτικοί οι νέοι. Διότι το περισσότερον μέρος του έρωτος έχει ελατήριον το πάθος και την ηδονήν. Και διά τούτο η φιλία των και η διάλυσις αυτής [φαίνεται να λείπει κείμενο, ενώ οι σελίδες είναι συνεχόμενες] διέρχωνται όλην την ημέραν και να ζουν μαζί. Διότι ούτω πως πραγματοποιείται η αληθής ιδιότης της φιλίας των. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. &Τελεία είναι η φιλία των αγαθών&. ― Είναι δε τελεία η φιλία των αγαθών και των ομοίων ως προς την αρετήν. Διότι αυτοί εξ ίσου επιθυμούν ο είς διά τον άλλον τα αγαθά μεταξύ των ως αγαθοί, είναι δε καθαυτό αγαθοί. Όσοι δε επιθυμούν τα αγαθά διά τους φίλους των, χάριν μόνον αυτών των ιδίων, είναι κυρίως φίλοι ― διότι αυτήν την ιδιότητα την έχουν εξ αιτίας του εαυτού των και όχι εκ συμπτώσεως. Επομένως διαμένει η τοιαύτη φιλία εν όσω είναι αγαθοί, η δε αγαθότης των είναι μόνιμος. Και ο καθείς από τους δύο είναι και απολύτως αγαθός και αγαθός διά τον φίλον του. Δηλαδή οι αγαθοί είναι και απολύτως αγαθοί και μεταξύ των. Ομοίως δε είναι και ηδονικοί. Δηλαδή και απολύτως ηδονικοί είναι οι αγαθοί και μεταξύ των. Διότι εις έκαστον ηδονικαί είναι αι συγγενικαί πράξεις και αι όμοιαι, αι δε πράξεις των αγαθών είναι συγγενικαί ή όμοιαι. Η τοιαύτη λοιπόν φιλία ευλόγως είναι σταθερά. Διότι συγκεντρώνει εντός της όλα όσα πρέπει να έχουν οι φίλοι. Δηλαδή παν είδος φιλίας υπάρχει ή χάριν αγαθού ή χάριν ηδονής είτε απολύτως είτε σχετικώς με τον αγαπώντα, και συμφώνως με κάποιαν ομοιότητα. Εις αυτήν όμως υπάρχουν όλα αυτά που είπαμεν καθ' εαυτά. Διότι εις αυτήν είναι όμοιοι οι φίλοι και ως προς τα άλλα ― έπειτα το απολύτως αγαθόν είναι και απολύτως ηδονικόν. Κυρίως δε αυτά είναι αξιαγάπητα και επομένως και η αγάπη και η φιλία εις αυτά κυρίως είναι η καλλιτέρα. Βεβαίως όμως αι τοιαύται φιλίαι είναι σπάνιαι, διότι ολίγοι υπάρχουν τοιούτου είδους. Έπειτα δε ότι αυτό το είδος της φιλίας απαιτεί καιρόν και συνήθειαν. Διότι, καθώς λέγει η παροιμία, δεν είναι δυνατόν να γνωρισθούν μεταξύ των, αν δεν φάγουν μαζί ψωμί και αλάτι. Ούτε βεβαίως να έχουν ευχαρίστησιν ούτε να είναι φίλοι είναι δυνατόν, πριν να φανή έκαστος εις τον άλλον αξιαγάπητος και να πιστευθή. Όσοι δε συνδέουν γλήγορα μεταξύ των φιλίαν θέλουν μεν να είναι φίλοι, δεν είναι όμως, εάν δεν είναι αγαπητοί μεταξύ των και αν δεν το γνωρίζουν συγχρόνως. Διότι επιθυμία ταχεία της φιλίας υπάρχει, ταχεία φιλία όμως δεν υπάρχει. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. &Η φιλία της ηδονής και χρησιμότητος&. ― Αυτό το είδος λοιπόν της φιλίας και ως προς την διάρκειαν και ως προς τα άλλα είναι τέλειον, και υπό όλας τας επόψεις αποδίδονται τα ίδια και όμοια από τον ένα εις τον άλλον και από τον δεύτερον εις τον πρώτον, πράγμα το οποίον πρέπει να υπάρχη εις τους φίλους. Η δε χάριν της ηδονής φιλία είναι απομίμησις αυτής ― διότι και οι αγαθοί είναι ηδονικοί μεταξύ των. Ομοίως δε και η χάριν της χρησιμότητος ― διότι και χρήσιμοι γίνονται μεταξύ των οι αγαθοί. Κυρίως δε διατηρούνται και εις αυτούς αι φιλίαι, όταν το ίδιον λαμβάνη ο είς από τον άλλον, λόγου χάριν την ηδονήν, και όχι μόνον κατά ένα τρόπον, αλλά και από την ιδίαν ιδιότητά των καθώς λόγου χάριν από την ευτραπελίαν και όχι καθώς εις τον εραστήν και τον ερωμένον του. Διότι αυτοί οι δύο δεν ευχαριστούνται διά τα ίδια πράγματα, αλλά ο μεν πρώτος θέλει να ερωτεύεται τον άλλον, αυτός δε να κολακεύεται από τον εραστήν. Όταν όμως περάση η νεαρά ηλικία, κάποτε τελειόνει και η φιλία ― διότι εις μεν τον πρώτον δεν είναι πλέον ευχάριστος η μορφή του άλλου, εις τούτον δε δεν αποδίδεται πλέον περιποίησις. Πολλοί δε πάλιν εξακολουθούν να είναι φίλοι, όταν από την συνήθειαν αγαπήσουν ο είς τα ήθη του άλλου, εάν είναι όμοιοι εις αυτά. Όσοι δε δεν ανταλλάσσουν την ηδονήν αλλά την χρησιμότητα εις τα ερωτικά, αυτοί και ολιγώτερον διατηρούνται. Δηλαδή οι από χρησιμότητα φίλοι χωρίζουν, μόλις χωρίσουν τα συμφέροντά των. Διότι αυτοί δεν ήσαν φίλοι των ατόμων των, αλλά της ωφελείας. Και λοιπόν χάριν ηδονής και χρησιμότητος είναι δυνατόν και μηδαμινοί άνθρωποι να γίνουν μεταξύ των φίλοι, και καλοί με κακούς, και όστις δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός να γίνη φίλος με οποιονδήποτε, χάριν όμως των ατόμων των βεβαίως μόνοι οι αγαθοί. Διότι οι κακοί δεν ευχαριστούνται με τα άτομά των, εάν δεν λαμβάνουν κάποιαν ωφέλειαν. Και μόνη δε η φιλία των αγαθών δεν επιδέχεται συκοφαντίαν. Διότι κανείς δεν πιστεύει ευκόλως διά το άτομον το οποίον εδοκίμασε πολύν καιρόν. Έπειτα δε υπάρχει και η πεποίθησις εις αυτούς, και το να μη είναι δυνατόν να αδικούν ποτέ, και όσα άλλα απαιτούνται εις την αληθινήν φιλίαν. Εις τους άλλους όμως δεν είναι δύσκολον να συμβαίνουν αυτά. Δηλαδή, επειδή οι άνθρωποι ονομάζουν φίλους και τους χάριν χρησιμότητος, καθώς αι πόλεις ― διότι φαίνεται ότι εις τας πόλεις αι συμμαχίαι γίνονται χάριν του συμφέροντος ― το ίδιον δε κάμνουν και όσοι χάριν ηδονής γίνονται αρεστοί μεταξύ των, καθώς τα παιδία, διά τούτο ίσως και ημείς πρέπει μεν να ονομάσωμεν φίλους και τους τοιούτους, να διακρίνωμεν όμως περισσότερα είδη της φιλίας, και πρωτίστως μεν και κυρίως να θεωρούμεν ως φιλίαν την φιλίαν των αγαθών, καθόσον είναι αγαθοί, τας δε άλλας κατά μεταφοράν. Δηλαδή, καθόσον υπάρχει κάποιον αγαθόν και όμοιον, κατά τούτο, αυτοί είναι φίλοι. Διότι και το ηδονικόν είναι αγαθόν εις τους φιληδόνους. Αυταί όμως δεν τους συσφίγγουν πολύ, ούτε είναι μία η φιλία η χάριν της χρησιμότητος και η χάριν της ηδονής. Διότι δεν συνδυάζονται τόσον πολύ αλλά κατά σύμπτωσιν ιδιότητος. Αφού δε η φιλία διαιρείται εις αυτά τα είδη, οι μεν ποταποί θα γίνουν φίλοι χάριν της ηδονής ή της χρησιμότητος, διότι εις αυτά είναι όμοιοι, οι αγαθοί όμως χάριν του ατόμου των, διότι γίνονται φίλοι, καθόσον είναι αγαθοί. Αυτοί λοιπόν είναι απολύτως φίλοι, εκείνοι δε κατά σύμπτωσιν και διότι παρομοιάζουν τον εαυτόν τους με τούτους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. &Φιλία και συμβίωσις&. ― Καθώς δε εις τας αρετάς άλλοι μεν λέγονται αγαθοί από την διάθεσιν, άλλοι δε από την ενέργειαν, το ίδιον και εις την φιλίαν. Διότι άλλοι μεν ευχαριστούνται μεταξύ των να περνούν τας ώρας των μαζί και να προμηθεύουν αγαθά, άλλοι δε και όταν κοιμώνται ή μένουν εις χωρισμένους τόπους δεν ενεργούν μεν, έχουν όμως την διάθεσιν ώστε να ενεργούν φιλικώς. Διότι οι μακρινοί τόποι δεν διαλύουν την φιλίαν απολύτως, αλλά την ενέργειάν της. Εάν όμως η απομάκρυνσίς των πολυκαιρίση, φαίνεται ότι επέρχεται και της φιλίας λήθη• διά τούτο λέγουν: Τα μάτια που δεν βλέπονται γλήγορα λησμονούνται {5} Δεν φαίνεται δε να είναι κατάλληλοι διά φιλίαν ούτε οι γέροντες ούτε οι τραχείς. Διότι εις αυτούς υπάρχει ολίγη ηδονή. Κανείς όμως δεν ημπορεί να περνά όλην του την ημέραν με ένα οχληρόν ούτε με ένα ο οποίος δεν είναι ευχάριστος. Διότι κυρίως η φύσις φαίνεται ότι αποφεύγει το λυπηρόν και επιζητεί το ηδονικόν. Όσοι όμως ανέχονται ο είς τον άλλον, αλλά δεν περνούν τας ώρας των μαζί, φαίνονται μάλλον ευνοϊκοί παρά φίλοι. Δηλαδή τίποτε άλλο δεν χαρακτηρίζει τόσον πολύ τους φίλους, όσον η συμβίωσις. Διότι τας μεν ωφελείας τας επιθυμούν μόνον οι πτωχοί ενώ την συμβίωσιν την επιθυμούν και οι αξιομακάριστοι. Και βεβαίως διόλου δεν αρμόζει εις αυτούς να ζουν με μοναξίαν. Μαζί όμως να περνούν τας ώρας των δεν είναι δυνατόν, αν δεν είναι ευχάριστοι και δεν ευχαριστούνται με τα ίδια πράγματα, το οποίον φαίνεται ότι το έχει η συνεταιρική φιλία. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. &Η φιλία της ισότητας&. - Κυρίως λοιπόν φιλία είναι η φιλία των αγαθών, καθώς το είπαμεν πολλάκις. Διότι φαίνεται ότι αγαπητόν μεν και προτιμητέον είναι το απολύτως αγαθόν ή ηδονικόν, δι' έκαστον όμως ό,τι είναι τοιούτον διά το άτομόν του. O αγαθός όμως είναι διά τον αγαθόν αγαπητός και διά τα δύο. Ομοιάζει δε η μεν αγάπη με πάθος, η δε φιλία με διάθεσιν. Διότι η αγάπη υπάρχει εξ ίσου προς τα άψυχα, ενώ η φιλία ανταποδίδεται με προαίρεσιν, η δε προαίρεσις πηγάζει από την διάθεσιν. Και επιθυμούν τα αγαθά διά τους φίλους των χάριν των ιδίων, όχι από πάθος αλλά από διάθεσιν. Και όταν αγαπούν τον φίλον, αγαπούν το αγαθόν των. Διότι όστις γίνη αγαθός φίλος, προξενεί αγαθόν εις τον φίλον του. Λοιπόν και οι δύο αγαπούν το ατομικόν των αγαθόν, και ανταποδίδουν το ίσον ψυχικώς και σωματικώς. Διότι λέγεται ως παροιμία πλέον το: φιλία ισότης. Κυρίως όμως αυτά υπάρχουν εις την φιλίαν των αγαθών. Εις δε τους τραχείς και τους γεροντικούς ολιγώτερον απαντά η φιλία, καθόσον είναι δυστροπώτεροι και ολιγώτερον ευχαριστούνται με τας συναναστροφάς των. Διότι αυτά τα δύο φαίνεται κυρίως ότι χαρακτηρίζουν την φιλίαν και παράγουν φιλίαν. Διά τούτο οι νέοι μεν γίνονται γλήγορα φίλοι, οι γέροντες όμως όχι. Διότι δεν γίνονται φίλοι οι άνθρωποι με όσους δεν ευχαριστούνται, ομοίως δε ούτε οι στρυφνοί. Αλλά οι τοιούτοι είναι μεν ευνοϊκοί μεταξύ των ― διότι επιθυμούν τα αγαθά του άλλου και είναι πρόθυμοι εις τας ανάγκας του ― φίλοι όμως δεν είναι τόσον καλά, διότι δεν περνούν μαζί την ημέραν των, ούτε ευχαριστούνται μεταξύ των, τα οποία κυρίως χαρακτηρίζουν την φιλίαν. Πολλοί δε δεν είναι δυνατόν να γίνουν φίλοι με το τέλειον είδος της φιλίας, καθώς δεν είναι δυνατόν ούτε να ερωτεύωνται πολλούς συγχρόνως. Δηλαδή ομοιάζει με υπερβολήν εκ φύσεως όμως εδόθη το τοιούτον να γίνεται ως προς ένα μόνον, εις πολλούς δε να αρέση το ίδιον άτομον συγχρόνως δεν είναι εύκολον, ίσως δε ουδέ να είναι αγαθοί. Είναι δε ανάγκη να αποκτήση κανείς και πείραν και να συνηθίση τον φίλον, το οποίον είναι δυσκολώτατον. Χάριν όμως χρησιμότητος και ηδονής είναι δυνατόν να είναι κανείς αρεστός εις πολλούς. Διότι πολλοί υπάρχουν τοιούτοι και ολίγην ώραν διαρκεί η εκδούλευσίς των. Από αυτάς δε τας δύο περισσότερον ομοιάζει την αληθινήν φιλίαν η χάριν ηδονής, όταν τα ίδια παρέχωνται και από τους δύο και ευχαριστούνται μεταξύ των, ή όταν ευχαριστούνται διά τα ίδια πράγματα, καθώς είναι αι φιλίαι των νέων. Διότι περισσότερον υπάρχει εις αυτάς η ελευθεριότης. Ενώ η φιλία η χάριν της χρησιμότητος είναι χυδαία. Εκτός τούτου δε και αυτοί οι αξιομακάριστοι δεν έχουν ανάγκην των χρησίμων, έχουν όμως ανάγκην των ηδονικών. Δηλαδή επιθυμούν να συναναστρέφωνται με κάποιους, αλλά την λύπην ολίγον μεν χρόνον την υποφέρουν, διαρκώς όμως κανείς απολύτως δεν την υπομένει, ούτε το ίδιον το αγαθόν, εάν προξενή λύπην εις αυτόν. Διά τούτο θέλουν όλοι τους φίλους ευχαρίστους. Ίσως όμως πρέπει να είναι και αγαθοί, ενώ είναι ευχάριστοι, και περιπλέον ευχάριστοι εις το άτομόν των. Διότι τότε μόνον θα έχουν όσα πρέπει να υπάρχουν εις τους φίλους. Όσοι δε ευρίσκονται εις την εξουσίαν φαίνεται ότι έχουν διαφόρους τάξεις φίλων. Διότι εις αυτούς άλλοι είναι οι χρήσιμοι και άλλοι οι ευχάριστοι, τα ίδια όμως άτομα δεν έχουν τόσον πολύ και τα δύο αυτά. Διότι ούτε ευχαρίστους και συγχρόνως εναρέτους τους θέλουν, ούτε χρησίμους εις τα καλά, αλλά άλλους μεν ευτραπέλους, διότι επιθυμούν την ηδονήν, άλλους δε δαιμονίους, διά να εκτελούν ό,τι τους διατάσσουν. Αυτά όμως δεν υπάρχουν τόσον συχνά εις το ίδιον πρόσωπον. Είπαμεν δε ότι ηδονικός και χρήσιμος συγχρόνως είναι ο σπουδαίος (αγαθός). Αυτός όμως δεν γίνεται φίλος με τον ανώτερόν του, εάν δεν είναι ανώτερος και κατά την αρετήν. Ειδεμή δεν ισοφαρίζει αναλόγως η καθυστέρησίς του. Δεν υπάρχουν δε τόσον πολλοί τοιούτοι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. &Η φιλία της υπεροχής&. ― Λοιπόν αυτά τα είδη της φιλίας τα οποία είπαμεν, είναι με ισότητα. Δηλαδή τα ίδια παρέχονται και από τους δύο, και τα ίδια θέλει και ο είς διά τον άλλον, ή ανταλλάσσουν άλλο με άλλο• λόγου χάριν την ηδονήν με την ωφέλειαν. Ότι δε και ολιγώτερον απαντώσι και ολιγώτερον διατηρούνται αι τοιαύται φιλίαι, το είπαμεν. Φαίνεται όμως ότι από ομοιότητα και ανομοιότητα ως προς έν και το αυτό πράγμα υπάρχουν και δεν υπάρχουν φιλίαι. Δηλαδή και αυταί αι φιλίαι φαίνεται ότι υπάρχουν από την ομοιότητά των προς την ενάρετον φιλίαν ― διότι η μεν μία έχει το ηδονικόν, η δε άλλη το χρήσιμον, αυτά δε υπάρχουν και εις εκείνην. ― Εκ του ότι όμως εκείνη μεν δεν επιδέχεται συκοφαντίαν και είναι σταθερά, αυταί όμως γλήγορα μεταβάλλονται και διαφέρουν εις πολλά άλλα, δεν φαίνονται ότι είναι φιλίαι, επειδή δεν ομοιάζουν εκείνην. Υπάρχει όμως άλλο είδος φιλίας από υπεροχήν λόγου χάριν του πατρός προς τον υιόν και εν γένει του μεγαλειτέρου προς τον μικρότερον, και του ανδρός προς την γυναίκα και γενικώς του άρχοντος προς τον αρχόμενον. Αυτά δε διαφέρουν και μεταξύ των. Δηλαδή δεν έχουν την ιδίαν φιλίαν οι γονείς προς τα τέκνα και οι άρχοντες προς τους αρχομένους, αλλ' ούτε ο πατήρ προς τον υιόν και ο υιός προς τον πατέρα, ούτε ο ανήρ προς την γυναίκα και η γυνή προς τον άνδρα. Διότι έκαστος από αυτούς έχει διαφορετικήν αρετήν και έργον, επίσης δε έχει και διαφορετικά ελατήρια της φιλίας. Επομένως διαφέρουν και αι αγάπαι και αι φιλίαι των. Και λοιπόν τα ίδια πλεονεκτήματα ούτε παρέχονται, εις τον καθένα από τον καθένα ούτε πρέπει να τα ζητούν. Όταν όμως εις μεν τους γονείς παρέχουν τα τέκνα ό,τι οφείλουν να παρέχουν εις αυτούς ως γεννήτοράς των, οι δε γονείς παρέχουν όσα πρέπει να παρέχουν εις τα τέκνα των, τότε η φιλία αυτών είναι σταθερά και καθώς πρέπει. Αναλόγως δε πρέπει να υπάρχη και η αγάπη εις τας φιλίας της υπεροχής• λόγου χάριν ο καλλίτερος να αγαπάται περισσότερον παρά να αγαπά, επίσης δε και ο ωφελιμώτερος, και έκαστος από τους άλλους ομοίως. Δηλαδή, όταν η αγάπη αποδίδεται συμφώνως με την αξίαν, τότε γίνεται κάπως ισότης, το οποίον βεβαίως φαίνεται ότι είναι χαρακτηριστικόν της φιλίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. Αλλά φαίνεται ότι το ίσον δεν είναι το ίδιον εις τα δίκαια και εις την φιλίαν. Διότι εις μεν τα δίκαια ίσον είναι κατά πρώτον λόγον το ανάλογον με την αξίαν, ενώ το ανάλογον προς το ποσόν είναι κατά δεύτερον λόγον ίσον, εις την φιλίαν όμως κατά πρώτον λόγον έρχεται το ανάλογον προς το ποσόν, και κατά δεύτερον λόγον το ανάλογον προς την αξίαν. Τούτο δε φαίνεται, εάν είναι μεγάλη η απόστασις της αρετής ή της κακίας ή της ευπορίας ή κανενός άλλου. Διότι τότε πλέον δεν είναι φίλοι, αλλ' ούτε και απαιτούν να είναι. Και τούτο είναι καθαρώτερον προφανές εις τους θεούς. Διότι αυτοί είναι κατά πολύ ανώτεροι εις όλα τα αγαθά. Είναι δε προφανές και εις τους βασιλείς. Διότι και δι' αυτούς δεν έχουν αξίωσιν να γίνουν φίλοι των όσοι είναι πολύ κατώτεροι, αλλ' ούτε με τους καλλιτέρους και σοφωτέρους, όσοι δεν έχουν καμμίαν αξίαν. Και βεβαίως εις τοιαύτα δεν υπάρχει ακριβής ορισμός, μέχρι τίνος βαθμού γίνονται φίλοι. Διότι όταν αφαιρεθούν πολλά, πάλιν μένει κάτι τι, όταν όμως αποχωρισθή κανείς πολύ, καθώς λόγου χάριν ο θεός, τότε δεν μένει τίποτε. Διά τούτο υπάρχει και απορία μήπως άραγε οι φίλοι δεν επιθυμούν διά τους φίλους των τα μέγιστα αγαθά• λόγου χάριν να γίνουν θεοί. Διότι τότε πλέον δεν θα είναι φίλοι δι' αυτούς, αλλ' ούτε και ευτύχημα, διότι οι φίλοι είναι ευτύχημα. Εάν λοιπόν ελέχθη ορθώς ότι ο φίλος επιθυμεί τα αγαθά διά τον φίλον του προς χάριν εκείνου, ίσως είναι ανάγκη να μένη καθώς είναι εκείνος. Εν όσω δε μένει άνθρωπος θα επιθυμή δι' αυτόν τα μέγιστα αγαθά. Ίσως όμως πάλιν όχι όλα. Διότι κυρίως διά τον εαυτόν του επιθυμεί έκαστος τα αγαθά. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’. &Φιλία είναι μάλλον το να αγαπά κανείς παρά να αγαπάται&. ― Οι περισσότεροι όμως φαίνεται ότι από φιλοδοξίαν επιθυμούν μάλλον να αγαπώνται παρά να αγαπούν ― διά τούτο οι περισσότεροι είναι φιλοκόλακες, διότι ο κόλαξ είναι φίλος υπερτερών ή προσποιείται ότι είναι τοιούτος και ότι μάλλον αγαπά παρά αγαπάται. Το να αγαπάται δε κανείς πλησιάζει προς το να τιμάται, το οποίον βεβαίως το επιθυμούν οι περισσότεροι. Φαίνεται όμως ότι δεν προτιμούν την τιμήν χάριν αυτής της ιδίας, αλλά κατά σύμπτωσιν. Δηλαδή οι μεν περισσότεροι ευχαριστούνται, όταν τιμώνται από τους ευρισκομένους εις την εξουσίαν χάριν της ελπίδος ― διότι νομίζουν ότι θα επιτύχουν από αυτούς ό,τι χρειασθούν, και ευχαριστούνται με την τιμήν, διότι είναι σημείον απολαύσεως ευεργεσίας. Όσοι δε επιθυμούν τιμήν από τους καλούς και γνωρίμους, επιθυμούν να εξακριβώσουν την γνώμην, την οποίαν εκείνοι έχουν δι' αυτούς. Και λοιπόν ευχαριστούνται να είναι αγαθοί, διότι πιστεύουν εις την κρίσιν αυτών, οι οποίοι τους ονομάζουν αγαθούς. Το να αγαπώνται όμως τους ευχαριστεί καθ' εαυτό. Διά τούτο ίσως τούτο φανή ότι είναι καλλίτερον από το να τιμώνται, και ότι η φιλία είναι καθ' εαυτήν προτιμητέα. Φαίνεται δε ότι έγκειται μάλλον εις το να αγαπά κανείς, παρά εις το να αγαπάται. Και απόδειξις είναι αι μητέρες αι οποίαι ευχαριστούνται να αγαπούν. Διότι μερικαί δίδουν εις άλλας τα παιδιά των διά να τα μεγαλώσουν, και αυταί μεν τα αγαπούν διότι τα γνωρίζουν, δεν ζητούν όμως ανταπόδοσιν της αγάπης των, όταν δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν και τα δύο, αλλά φαίνεται ότι είναι αρκετόν δι' αυτάς να τα βλέπουν να ευτυχούν, και τα αγαπούν, και αν ακόμη εκείνα δεν ημπορούν να αποδώσουν τίποτε από ό,τι πρέπει εις την μητέρα των, επειδή δεν την γνωρίζουν. Αφού δε η φιλία έγκειται μάλλον εις το να αγαπά κανείς, και αφού επαινούνται οι αγαπώντες τους φίλους, φαίνεται ότι των φίλων αρετή είναι να αγαπούν. Επομένως μεταξύ όσων συμβαίνει τούτο συμφώνως με την αξίαν των, αυτοί είναι μόνιμοι καθώς και η φιλία των. &Η εξίσωσις ως φιλία&. ― Κατ' αυτόν δε τον τρόπον και οι άνισοι ημπορούν κάλιστα να γίνουν φίλοι, διότι ημπορούν να εξισωθούν. Διότι η ισότης και η ομοιότης είναι φιλία. Και κυρίως μεν η ομοιότης κατά την αρετήν ― διότι είναι σταθεροί καθ' εαυτούς, επομένως μένουν σταθεροί και μεταξύ των, και ούτε χρειάζονται ποταπά πράγματα, ούτε προσφέρουν ποταπάς εκδουλεύσεις, αλλά ημπορούμεν να ειπούμεν ακόμη ότι τας εμποδίζουν μεταξύ των. Διότι ιδιότης των αγαθών είναι ούτε οι ίδιοι να σφάλλουν, ούτε εις τους φίλους των να διευκολύνουν το σφάλμα. Οι δε μοχθηροί την μεν σταθερότητα δεν την έχουν. Διότι ούτε με τον εαυτόν των δεν εξακολουθούν να είναι όμοιοι, και έπειτα δι' ολίγον καιρόν γίνονται φίλοι, και ευχαριστούνται με την αμοιβαίαν μοχθηρίαν των. Οι χρήσιμοι όμως και οι ευχάριστοι διατηρούνται περισσότερον καιρόν. Δηλαδή διατηρούνται εν όσω προξενούν ηδονάς ή ωφελείας μεταξύ των. Από δε τους αντιθέτους κυρίως φαίνεται ότι σχηματίζεται η φιλία της χρησιμότητος, καθώς είναι λόγου χάριν ο πτωχός με τον πλούσιον και ο αμαθής με τον πολυμαθή. Δηλαδή έκαστος, επειδή επιθυμεί εκείνο το οποίον στερείται, δίδει απέναντι τούτου άλλο δώρον. Εις αυτήν δε την κατηγορίαν είναι δυνατόν να κατατάξη κανείς και τον εραστήν με τον ερωμένον, και τον ωραίον με τον άσχημον. Διά τούτο κάποτε φαίνονται και γελοίοι οι ερασταί, επειδή έχουν την απαίτησιν να αγαπώνται καθώς αγαπούν. Λοιπόν, αν μεν είναι εξ ίσου αξιαγάπητοι, ίσως πρέπει να έχουν απαίτησιν, εάν όμως δεν έχουν κανέν τοιούτον, είναι γελοίοι. Ίσως δε ούτε επιθυμεί καν το έν αντίθετον το άλλο καθ' εαυτό, παρά μόνον κατά σύμπτωσιν, αφού η επιθυμία είναι ιδιότης του μέσου. Διότι αυτό είναι αγαθόν• λόγου χάριν διά τον ξηρόν δεν είναι αγαθόν να γίνη υδαρός, αλλά να έλθη εις το μέσον, το ίδιον δε και διά τον θερμόν και δι' όλους τους άλλους ομοίως. Αυτά όμως ας τα αφήσωμεν τόρα, διότι είναι κάπως έξω από το ζήτημα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. &Φιλία και δικαιοσύνη&. ― Φαίνεται δε, καθώς είπαμεν εις την αρχήν, ότι η φιλία περιστρέφεται εις τα ίδια και μεταξύ των ιδίων, εις τα οποία και το δίκαιον. Δηλαδή εις πάσαν επιμιξίαν φαίνεται ότι υπάρχει δίκαιον, υπάρχει όμως και φιλία. Τουλάχιστον όλοι ως φίλους χαιρετούν τους συνταξιδιώτας και τους συστρατιώτας, ομοίως δε και τους συναδέλφους εις όλας τας άλλας επιμιξίας. Εις όσον δε χρόνον έχουν επιμιξίαν, τόσον καιρόν διαρκεί και η φιλία των. Διότι και το δίκαιον τόσον καιρόν διαρκεί. Και ορθώς λέγει η παροιμία «τα των φίλων κοινά». Διότι η φιλία έγκειται εις την επιμιξίαν. Είναι δε εις τους αδελφούς και τους συνεταίρους όλα κοινά, εις τους άλλους, όμως είναι χωρισμένα, και εις άλλους μεν περισσότερα, εις άλλους δε ολιγώτερα. Διότι και αι φιλίαι, άλλαι μεν είναι περισσότερον, άλλαι δε ολιγώτερον φιλίαι. Διαφέρουν δε και τα δίκαια. Διότι δεν έχουν τα ίδια οι γονείς με τα τέκνα και οι αδελφοί μεταξύ των, ούτε οι συνέταιροι με τους συμπολίτας, ομοίως δε και εις τα άλλα είδη των φίλων. Επομένως διαφορετικά είναι και τα δίκαια με έκαστον από αυτούς, και αυξάνουν επιπροσθέτως όσον είναι περισσότερον φίλοι, λόγου χάριν το να στερήση κανείς τον φίλον του τα χρήματά του είναι χειρότερον παρά τον συμπολίτην, και το να μη βοηθήση τον αδελφόν του είναι χειρότερον παρά τον ξένον, και το να κτυπήση τον πατέρα του παρά οποιονδήποτε άλλον. Φαίνεται δε ότι συγχρόνως με την αύξησιν της φιλίας αυξάνει και το δίκαιον, διότι και τα δύο περιστρέφονται εις τα ίδια πρόσωπα και εφαρμόζονται εξ ίσου. &Η φιλία καθώς και πάσα επιμιξία είναι έν είδος πολιτικής&. ― Όλαι δε αι επιμιξίαι φαίνονται ως έν μέρος της πολιτικής. Διότι συμβαδίζουν με κάποιον συμφέρον, και προμηθεύονται κάτι τι διά τον βίον. Αλλά και η πολιτική επιμιξία φαίνεται ότι χάριν του συμφέροντος και εξ αρχής συνηνώθη, και εξακολουθεί να μένη. Διότι αυτό επιδιώκουν και οι νομοθέται, και λέγουν ότι δίκαιον είναι το κοινόν συμφέρον. Και λοιπόν αι μεν άλλαι επιμιξίαι ζητούν το συμφέρον ιδιαιτέρως, λόγου χάριν οι μεν συνταξιδιώται το συμφέρον του ταξιδιού δι' απόκτησιν χρημάτων, ή διά κάτι παρόμοιον, οι δε συστρατιώται επιθυμούν το συμφέρον του πολέμου, είτε την νίκην, είτε την πόλιν, ομοίως δε και οι συγχωριανοί και οι ενορίται. Μερικαί όμως επιμιξίαι φαίνεται ότι έγιναν χάριν ηδονής, καθώς των θιασωτών και των ερανιστών. Διότι αυταί γίνονται χάριν των θισιών και των διασκεδάσεων. Όλαι αυταί όμως φαίνεται ότι υπάγονται εις την πολιτικήν ― διότι η πολιτική δεν επιδιώκει το προσωρινόν συμφέρον, αλλά φροντίζει δι' όλον τον βίον ― και κάμνουν θυσίας και εις τας συγκεντρώσεις που γίνονται χάριν αυτών αποδίδουν τιμάς εις τους θεούς, και διά τον εαυτόν των προμηθεύουν ηδονικάς αναπαύσεις. Δηλαδή αι παλαιαί θυσίαι και συγκεντρώσεις φαίνεται ότι εγίνοντο κατόπιν από τους τρυγετούς των καρπών, ως άλλαι απαρχαί. Διότι κυρίως εις αυτούς τους καιρούς είχαν ευκαιρίαν. Λοιπόν όλαι αι επιμιξίαι φαίνονται ως μέρη της πολιτικής. Ακολουθούν δε ίσως εις αυτάς τας επιμιξίας αι ανάλογοι φιλίαι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. &Τα τρία είδη του πολιτεύματος εφαρμοζόμενα επί της οικογενείας&. ― Του δε πολιτεύματος υπάρχουν τρία είδη, και ισάριθμοι παρεκτροπαί, ως άλλαι παραφθοραί αυτών. Είναι δε τα πολιτεύματα αυτά η βασιλεία και η αριστοκρατία και τρίτον το βασιζόμενον εις το τίμημα, το οποίον φαίνεται κατάλληλον να ονομάζεται τιμοκρατία, οι περισσότεροι όμως συνηθίζουν να το λέγουν απλώς πολίτευμα {6}. Από αυτά δε το καλλίτερον μεν είναι η βασιλεία, το χειρότερον δε η τιμοκρατία. Είναι δε παρεκτροπή της μεν βασιλείας η τυραννία. Δηλαδή και τα δύο μεν είναι μοναρχίαι, διαφέρουν όμως πάρα πολύ. Διότι ο μεν τύραννος κυττάζει το συμφέρον του, ενώ ο βασιλεύς το συμφέρον των υπηκόων του. Δηλαδή δεν είναι βασιλεύς όστις δεν αρκείται εις τα ιδικά του και δεν είναι ανώτερος εις όλα τα αγαθά. O τοιούτος δε δεν έχει καμμίαν ανάγκην. Επομένως δεν βλέπει τα ωφέλιμα διά τον εαυτόν του, αλλά διά τους υπηκόους. Και βεβαίως, όστις δεν είναι τοιούτος, θα ήτο ίσως κληρωτός βασιλεύς. Η δε τυραννία είναι το αντίθετον αυτού. Διότι ο τύραννος επιδιώκει τα ατομικά του αγαθά. Και εις αυτήν γίνεται σαφέστερον ότι είναι το χειρότερον πολίτευμα. Διότι το χειρότερον είναι το αντίθετον του καλλιτέρου. Μεταβαίνει δε από την βασιλείαν εις την τυραννίαν. Διότι η τυραννία είναι εξαχρείωσις της μοναρχίας, επομένως ο μοχθηρός βασιλεύς γίνεται τύραννος. Από δε την αριστοκρατίαν μεταβαίνει το πολίτευμα εις την ολιγαρχίαν ως εκ της κακίας των αρχόντων, οι οποίοι μοιράζουν τα πράγματα της πόλεως έξω από την αξίαν, και όλα ή τα περισσότερα αγαθά τα μοιράζουν εις τον εαυτόν των, και τα αξιώματα πάντοτε εις τους ιδίους, διότι φροντίζουν προ πάντων να είναι πλούσιοι. Λοιπόν οι ολίγοι και οι κακοί είναι άρχοντες αντί των αρμοδιωτάτων. Από δε την τιμοκρατίαν το πολίτευμα μεταβάλλεται εις δημοκρατίαν. Διότι αυταί αι δύο συνορεύουν. Δηλαδή και η τιμοκρατία είναι πολίτευμα του λαού και όλοι όσοι ανήκουν εις το τίμημα είναι ίσοι. Είναι όμως το ολιγώτερον κακόν πολίτευμα η δημοκρατία, διότι πολύ ολίγον παρεκτρέπεται το είδος τούτο του πολιτεύματος. Και λοιπόν τα πολιτεύματα μεταβάλλονται κατ' αυτήν την σειράν κυρίως ― διότι ούτω πως πολύ ολίγον μετατρέπονται και ευκόλως. Απομιμήσεις δε αυτών και τρόπον τινά παραδείγματα ημπορεί κανείς να εύρη εις τας οικογενείας. Δηλαδή η μεν σχέσις του πατρός προς τον υιόν έχει τύπον βασιλείας ― διότι ο πατήρ φροντίζει διά τα τέκνα. Από αυτό δε και ο Όμηρος τον Δία τον ονομάζει πατέρα, διότι κυρίως πατρική εξουσία είναι η βασιλεία. Εις την Περσίαν όμως η σχέσις του πατρός είναι τυραννική ― διότι μεταχειρίζονται ως δούλους τους υιούς των. Είναι δε τυραννική και η σχέσις του οικοδεσπότου προς τους δούλους ― διότι εις αυτήν επιδιώκεται το συμφέρον του οικοδεσπότου. Αυτή λοιπόν φαίνεται ορθή, η Περσική όμως λανθασμένη, διότι αι εξουσίαι των διαφορετικών είναι διαφορετικαί. Η δε σχέσις του ανδρός και της γυναικός φαίνεται αριστοκρατική ― διότι συμφώνως με την αξίαν του εξουσιάζει ο ανήρ και εις ζητήματα εις όσα αρμόζουν εις τον άνδρα. Όσα όμως αρμόζουν εις την γυναίκα τα αναθέτει εις εκείνην. Όταν όμως όλα τα κυριαρχήση ο ανήρ, τότε το πολίτευμα μεταβάλλεται εις ολιγαρχικόν ― διότι τούτο το κάμνει έξω από την αξίαν και όχι καθόσον είναι καλλίτερος. Κάποτε πάλιν εξουσιάζουν γυναίκες κληρονομούσαι την περιουσίαν. Και λοιπόν δεν απονέμονται αι εξουσίαι συμφώνως με την αρετήν, αλλά χάριν του πλούτου και της δυνάμεως, καθώς εις τας ολιγαρχίας. Με τιμοκρατικόν δε πολίτευμα ομοιάζει η σχέσις των αδελφών ― διότι είναι ίσοι, εκτός μόνον εκείνων όσοι διαφέρουν μεταξύ των κατά ηλικίαν. Διά τούτο, όταν αι ηλικίαι των έχουν μεγάλην διαφοράν, τότε πλέον δεν υπάρχει μεταξύ των αδελφική φιλία. Η δε δημοκρατία συμβαίνει κυρίως εις τας ακεφάλους οικογενείας ― διότι εις αυτάς όλοι κυριαρχούν εξ ίσου ― και όπου είναι ανίσχυρος ο άρχων και ο καθείς μοιράζεται την εξουσίαν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. &Αναλογία πολιτεύματος και δικαιοσύνης προς την φιλίαν& ― Εις έκαστον δε πολίτευμα φαίνεται ότι υπάρχει σχέσις φιλίας, όσον υπάρχει και σχέσις δικαιοσύνης. Και μεταξύ μεν βασιλέως και υπηκόων με υπεροχήν ευεργεσίας. Διότι αυτός ευεργετεί τους υπηκόους του, εάν βεβαίως είναι αγαθός και φροντίζη δι' αυτούς να ευτυχούν, καθώς ο ποιμήν διά τα πρόβατά του. Διά τούτο και ο Όμηρος ωνόμασε τον Αγαμέμνονα ποιμένα λαών. Τοιαύτη δε είναι και η πατρική σχέσις, αλλά διαφέρει μόνον ως προς το ποσόν των ευεργεσιών. Διότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του τέκνου, η οποία φαίνεται το μέγιστον αγαθόν, και της ανατροφής και εκπαιδεύσεώς του. Και εις τους πάππους δε αποδίδονται αυτά. Δηλαδή εκ φύσεως είναι εξουσιαστής ο πατήρ των υιών, και οι πάπποι των εγγόνων, και ο βασιλεύς των υπηκόων. Είναι δε με υπεροχήν αυτά τα είδη της φιλίας και διά τούτο, τιμώνται οι γονείς. Και βεβαίως και το δίκαιον εις αυτά δεν είναι το ίδιον, αλλά συμφώνως με την αξίαν. Επομένως το ίδιον είναι και η φιλία. Και του ανδρός δε προς την γυναίκα η φιλία είναι η ιδία, καθώς είναι εις την αριστοκρατίαν. Δηλαδή είναι σύμφωνος με την αρετήν, και εις τον καλλίτερον αποδίδεται περισσότερον αγαθόν και το αρμόζον εις έκαστον. Ομοίως δε και το δίκαιον. Η δε σχέσις των αδελφών ομοιάζει συνεταιρισμόν. Διότι είναι ίσοι και ομήλικες, και οι τοιούτοι είναι συνήθως όμοιοι εις την μάθησιν και τα ήθη. Ομοιάζει δε με αυτήν την φιλίαν και η υπάρχουσα εις τα τιμοκρατικόν πολίτευμα. Διότι οι συμπολίται τότε θέλουν να είναι ίσοι και αρμονικοί, επομένως μοιράζεται η εξουσία και εξ ίσου. Ομοίως λοιπόν και η φιλία. Εις δε τας παρεκτροπάς καθώς το δίκαιον, ομοίως και η φιλία δεν ισχύει πολύ, και πολύ ολιγώτερον εις την χειροτέραν παρέκβασιν. Δηλαδή εις την τυραννίδα ή διόλου ή ολίγον μέρος υπάρχει της φιλίας. Διότι, όπου δεν υπάρχει τίποτε κοινόν μεταξύ άρχοντος και υπηκόων, δεν υπάρχει ούτε φιλία, διότι δεν υπάρχει δίκαιον. Αλλά συμβαίνει καθώς μεταξύ τεχνίτου και οργάνου, ή μεταξύ ψυχής και σώματος, ή οικοδεσπότου και δούλου. Δηλαδή όλα μεν αυτά ωφελούνται από τους μεταχειριζομένους αυτά, φιλία όμως δεν υπάρχει προς τα άψυχα ούτε δίκαιον. Ούτε όμως προς ίππον ή βουν, ούτε προς δούλον, καθόσον είναι δούλος. Δηλαδή δεν υπάρχει κανέν κοινόν, διότι ο δούλος είναι έμψυχον όργανον, το δε όργανον είναι άψυχος δούλος. Καθόσον λοιπόν είναι δούλος, δεν υπάρχει φιλία προς αυτόν, αλλά μόνον καθόσον είναι άνθρωπος. Δηλαδή φαίνεται ότι υπάρχει κάποιον δίκαιον εις πάντα άνθρωπον, απέναντι παντός ο οποίος ημπορεί να συμμετέχη του νόμου και της συνθήκης, επομένως και φιλία, υπάρχει μόνον καθόσον είναι άνθρωπος. Και λοιπόν εις τας τυραννίας και αι φιλίαι και το δίκαιον ολίγον ισχύουν, εις δε τας δημοκρατίας εις τον ανώτερον βαθμόν. Διότι υπάρχουν πολλά τα κοινά εις τους πολίτας, επειδή είναι ίσοι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. &Η συγγενική φιλία ως ομοιότης και ταυτότης&. ― Λοιπόν κάθε είδος φιλίας υπάρχει εις την επιμιξίαν, καθώς είπαμεν. Ημπορεί δε κανείς να διακρίνη την συγγενικήν και την συνεταιρικήν. Αι δε πολιτικαί και φυλετικαί και ταξιδιωτικαί και όσα είναι παρόμοια ομοιάζουν μάλλον με τας συναλλαγάς. Δηλαδή φαίνονται ως να υπάρχουν με κάποιαν συμφωνίαν, εις αυτάς δε ημπορεί κανείς να κατατάξη και την φιλοξενίαν. Αλλά και η συγγενική φαίνεται ότι είναι πολλών ειδών, εξαρτάται όμως εις όλα της τα είδη από την πατρικήν. Δηλαδή οι γονείς αγαπούν τα τέκνα των, διότι είναι μέρος ιδικόν των, τα δε τέκνα αγαπούν τους γονείς, διότι είναι έν μέρος από εκείνους. Περισσότερον δε γνωρίζουν οι γονείς τα γεννηθέντα από αυτούς, παρά τα τέκνα ότι κατάγονται από αυτούς, και διά τούτο περισσότερον συνδέεται ο γεννήτωρ προς το γεννηθέν παρά το γεννηθέν προς τον δημιουργόν του. Διότι το εξαρτώμενον είναι αγαπητόν εις τον ιδιοκτήτην του, λόγου χάριν το δόντι, η τρίχα και οτιδήποτε άλλο εις τον έχοντα αυτά, ενώ εις εκείνο το εξαρτώμενον δεν είναι τίποτε ο ιδιοκτήτης, ή είναι κάτι ολιγώτερον. Αλλά τούτο προέρχεται και από την πολυκαιρίαν. Διότι εκείνοι μεν μόλις γεννηθούν αρχίζουν να τα αγαπούν, ενώ τα παιδιά αφού περάση καιρός αγαπούν τους γονείς, δηλαδή αφού αποκτήσουν σύνεσιν ή αίσθησιν. Και λοιπόν οι μεν γονείς αγαπούν τα τέκνα των ως τον ίδιον εαυτόν των ― διότι τα γεννώμενα από αυτούς είναι ως άλλοι αυτοί αποχωρισθέντες ― τα δε τέκνα αγαπούν τους γονείς των, διότι εγεννήθησαν από εκείνους, και οι αδελφοί αγαπώνται μεταξύ των, διότι εγεννήθησαν από τους ιδίους γονείς. Δηλαδή η ομοία σχέσις προς εκείνους κάμνει και αυτούς μεταξύ των ομοίους. Διά τούτο λέγουν το ίδιον αίμα και η ιδία ρίζα και τα παρόμοια. Επομένως είναι κάπως το ίδιον, αν και είναι χωρισμένοι. Είναι δε μέγας παράγων διά την φιλίαν και η συντροφιά και η συνομηλικία. Διότι, καθώς λέγει η παροιμία, ο ομήλικος αγαπά τον ομήλικον. Και οι συνηθισμένοι είναι συνεταιρικοί. Διά τούτο και η αδελφική φιλία παρομοιάζεται προς συνεταιρισμόν. Οι δε εξάδελφοι και οι άλλοι συγγενείς είναι οικείοι εξ αιτίας τούτων. Δηλαδή διότι κατάγονται από τους ιδίους αδελφούς. Γίνονται δε στενώτεροι ή μακρινώτεροι όσον είναι πλησιέστερα ή μακρύτερα ο αρχηγός των. Είναι δε η μεν φιλία των τέκνων προς τους γονείς καθώς και των ανθρώπων προς τους θεούς, ωσάν απέναντι αγαθού και υπερόχου προσώπου. Διότι αυτοί τους έκαμαν τας μεγαλιτέρας ευεργεσίας. Δηλαδή είναι αίτιοι της υπάρξεως και της ανατροφής των και κατόπιν της εκπαιδεύσεώς των. Περιέχει δε και το ηδονικόν και το χρήσιμον η τοιαύτη φιλία περισσότερον από τας ξένας, καθόσον είναι και κοινότερος ο βίος μεταξύ αυτών. Υπάρχουν δε και εις την αδελφικήν φιλίαν όσα υπάρχουν και εις την συνεταιρικήν, και περισσότερον εις τους καλούς, και εν γένει εις τους ομοίους, καθόσον είναι οικειότεροι και ήρχισαν αφ' ότου εγεννήθησαν να αγαπώνται μεταξύ των, και καθόσον είναι ομοιότεροι εις τα ήθη όσοι εγεννήθησαν από τους ιδίους γονείς, και είναι σύντροφοι και επαιδεύθησαν ομοίως. Και η δοκιμασία αυτή είναι μακροχρόνιος και ασφαλεστάτη. Είναι δε ανάλογοι αι φιλίαι και εις τα άλλα είδη της συγγενείας. &Η συζυγική φιλία είναι φυσική&. ― Μεταξύ δε ανδρός και γυναικός φαίνεται ότι η φιλία υπάρχει εκ φύσεως. Διότι ο άνθρωπος είναι μάλλον ζευγαρωτόν ζώον εκ φύσεως παρά πολιτικόν, καθόσον είναι προτιμοτέρα και αναγκαιοτέρα η οικογένεια από την πόλιν, και καθόσον η τεκνοποιία είναι κοινοτέρα εις όλα τα ζώα. Και εις μεν τα άλλα ζώα μόνον έως εκεί φθάνει η επιμιξία. Οι άνθρωποι όμως δεν κάμνουν συνοικέσια μόνον χάριν της τεκνοποιίας, αλλά και διά την συμβίωσιν. Διότι εξ αρχής μοιράζονται αι εργασίαι, και είναι άλλαι αι του ανδρός και άλλαι της γυναικός. Λοιπόν βοηθούν ο είς τον άλλον, διότι θέτουν εις το μέσον τα ιδιαίτερά των. Δι' αυτό δε φαίνεται ότι εις αυτήν την φιλίαν υπάρχει και το χρήσιμον, καθώς και το ηδονικόν, ημπορεί δε να είναι φίλοι και από αρετήν, εάν είναι καλοί. Διότι υπάρχει αρετή του καθενός από τους δύο, και ημπορούν να ευχαριστούνται με τούτο. Φαίνεται δε ότι τα τέκνα είναι σύνδεσμος. Διά τούτο γληγορώτερα χωρίζονται οι άτεκνοι. Δηλαδή τα τέκνα είναι κοινόν αγαθόν διά τους δύο, και το κοινόν τους συγκρατεί. Πώς όμως πρέπει να ζη ο ανήρ μαζί με την γυναίκα του και εν γένει ο φίλος με τον φίλον, φαίνεται ότι δεν είναι διάφορος έρευνα από το πώς είναι δίκαιον να ζουν. Δηλαδή φαίνεται ότι δεν υπάρχει η ιδία φιλία του φίλου προς τον φίλον και τον ξένον και τον συνέταιρον και τον συμφοιτητήν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. &Διάφοροι δυσαρέσκειαι ανάλογοι με τα είδη της φιλίας&. ― Αφού δε είναι τριών ειδών αι φιλίαι, καθώς είπαμεν εις την αρχήν, και εις έκαστον είδος άλλοι μεν είναι φίλοι με ισότητα, άλλοι δε με υπερβολήν ― διότι όχι μόνον οι ομοίως αγαθοί γίνονται φίλοι, αλλά και ο καλλίτερος με τον χειρότερον, ομοίως δε και οι ηδονικοί, και οι φίλοι της χρησιμότητος, οι οποίοι εξισόνουν τας ωφελείας οσάκις είναι διαφορετικοί, διά τούτο οι μεν ίσοι πρέπει συμφώνως με την ισότητά των να εξισόνουν την αγάπην και τα άλλα, οι δε άνισοι να αποδίδουν το ανάλογον εις ό,τι είναι ανώτεροι οι άλλοι. &Αι δυσαρέσκειαι πλεονάζουν εις την φιλίαν της χρησιμότητος&. ― Γεννώνται δε αι δυσαρέσκειαι και αι κατακρίσεις ή αποκλειστικώς εις την φιλίαν της χρησιμότητος, ή κυρίως εις αυτήν μόνον, ή περισσότερον ευλόγως εις αυτήν. Διότι, όσοι μεν είναι φίλοι από αρετήν, προθυμοποιούνται να ευεργετούν ο είς τον άλλον ― διότι αυτό είναι ιδιότης της αρετής και της φιλίας. Αφού δε αμιλλώνται εις αυτό δεν υπάρχουν δυσαρέσκειαι ούτε φιλονικίαι ― διότι εκείνον όστις αγαπά και ευεργετεί κανείς δεν τον δυσαρεστεί, αλλά, εάν έκαμε εις κανένα χάριν, αυτός τον εκδικείται με άλλην ευεργεσίαν. Όστις δε είναι ανώτερος, εάν δεν επιτύχη ό,τι επιθυμεί, δεν ημπορεί να παραπονήται διά τον φίλον του, διότι ο καθείς των επιθυμεί το αγαθόν. Επίσης δε δεν παραπονούνται τόσον πολύ ούτε εις τα ηδονικά ― διότι αυτοί συγχρόνως απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, αφού ευχαριστούνται να συναναστρέφωνται μαζί, θα εφαίνετο δε ίσως και γελοίος όστις κατακρίνει εκείνον που δεν τον ευχαριστεί, αφού ημπορεί να μη τον συναναστρέφεται. ― Η φιλία όμως της χρησιμότητος γεννά δυσαρεσκείας. Διότι, επειδή σχετίζονται διά να ωφεληθούν ο είς από τον άλλον, έχουν εκάστοτε ανάγκην του περισσοτέρου και νομίζουν ότι έλαβαν ολιγώτερον από ό,τι πρέπει, και τους κατακρίνουν, διότι δεν λαμβάνουν όσα χρειάζονται, ενώ αξίζουν. Αλλά οι ευεργετούντες δεν ημπορούν να προφθάσουν όσα χρειάζονται οι ευεργετούμενοι. &Μέρος ηθικόν και μέρος νομικόν εις την φιλίαν της χρησιμότητος&. ― Και καθώς το δίκαιον είναι δύο ειδών, δηλαδή το έν άγραφον και το άλλο σύμφωνον με τον νόμον, ομοίως φαίνεται ότι και εις την φιλίαν της χρησιμότητος το έν μέρος είναι ηθικόν, το δε άλλο νομικόν. Κυρίως λοιπόν συμβαίνουν παράπονα, όταν δεν δοσοληπτήσουν συμφώνως με την ιδίαν φιλίαν με την οποίαν χωρίζονται. Και το μεν νομικόν είδος το γινόμενον με ρητάς συμφωνίας άλλοτε μεν είναι όλως διόλου χυδαίον και χέρι με χέρι, άλλοτε δε εγγενέστερον με προθεσμίαν, πάντοτε όμως με συμφωνίαν, τι δίδεις και τι παίρνεις ― είναι όμως δεδηλωμένον εις αυτήν το oφειλόμενον και όχι αμφισβητούμενον, και ως μόνον χαρακτηριστικόν της φιλίας έχει την προθεσμίαν. Διά τούτο μερικοί δεν εγείρουν δίκας διά τοιαύτα, αλλά νομίζουν ότι πρέπει να αγαπούν τους συναλλασσομένους με πίστιν. Tο δε ηθικόν δεν είναι με ρητούς όρους, αλλά κάμνει δώρον ή άλλο τι ως εις φίλον. Απαιτεί όμως να απολαύση το ίσον ή και περισσότερον, διότι νομίζει ότι δεν έδωκε αλλά εδάνεισε. Αυτός δε θα παραπονεθή ότι δεν έκαμε την συναλλαγήν με τους όρους που διαλύει. Τούτο δε συμβαίνει, διότι επιθυμούν μεν όλοι ή οι περισσότεροι τα καλά, προτιμούν όμως τα ωφέλιμα. Και καλόν μεν είναι το να ευεργετή κανείς, όχι διά να ευεργετηθή, ωφέλιμον όμως είναι το να ευεργετήται. Επομένως, όστις ημπορεί, πρέπει να ανταποδίδη τα ανάλογα προς όσα έλαβε, και εκουσίως. Διότι ακούσιον φίλον δεν πρέπει να έχωμεν, ως άνθρωπον ο οποίος δήθεν έσφαλε εις την αρχήν και εδέχθη ευεργεσίαν από εκείνον που δεν έπρεπε. Και βεβαίως δεν ευεργετήθη από φίλον, ούτε από άνθρωπον ο οποίος ευεργετεί καθαυτό διά την ευεργεσίαν. Λοιπόν πρέπει να διαλυθή ως να ευεργετήθη με ρητήν συμφωνίαν. Και ίσως πρέπει να υποσχεθή, ότι, εάν ημπορέση, θα αποδώση την ευεργεσίαν. Από τον μη δυνάμενον όμως ίσως δεν έχει απαίτησιν ούτε όστις έδωκε. Επομένως, μόνον εάν είναι ικανός, πρέπει να αποδώση. Πρέπει όμως να προσέχη εις την αρχήν τι άνθρωπος τον ευεργετεί και διά ποίον λόγον και αναλόγως να δεχθή ή όχι. &Αν η ευεργεσία πρέπει να εκτιμάται με την αξίαν της, ή αναλόγως της ανάγκης του ευεργετουμένου&. ― Επιδέχεται δε αμφισβήτησιν αν πρέπει, να λαμβάνωμεν ως μέτρον το πόσον ωφελήθη ο ευεργετηθείς, και συμφώνως με αυτό να ανταποδώσωμεν, ή το πόση ήτο η ωφέλεια του ευεργετήσαντος. Διότι οι μεν ευεργετηθέντες λέγουν ότι έλαβον χάριν, η οποία ως προς τον ευεργετήσαντα ήτο μικρόν πράγμα, και ότι ήτο δυνατόν να την λάβουν από άλλους, διά να εξευτελίσουν το ποσόν. Οι άλλοι όμως λέγουν αντιθέτως ότι έδωκαν το περισσότερον που ημπορούσαν, και όσα δεν ήτο δυνατόν να δώσουν άλλοι, και εν ώρα κινδύνου ή εις ανάλογους ανάγκας. Τόρα λοιπόν, αφού αυτή η φιλία είναι της χρησιμότητος, μήπως άραγε μέτρον αυτής είναι η ωφέλεια του ευεργετηθέντος; Διότι αυτός είναι που έχει ανάγκην, και ο άλλος τον βοηθεί με την ελπίδα ότι θα απολαύση ίσην ευεργεσίαν. Επομένως η βοήθεια έγινε τόση, ώστε να τον ωφελήση, και διά τούτο πρέπει και αυτός να αποδώση όσον εκέρδισε ή και περισσότερον. Διότι τούτο είναι ωραιότερον. Εις τας φιλίας όμως της αρετής δεν υπάρχουν παράπονα, ως μέτρον δε φαίνεται ότι είναι η προαίρεσις του ευεργετήσαντος. Διότι της αρετής και του ήθους το σπουδαιότερον έγκειται εις την προαίρεσιν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ις'. &Δυσαρέσκειαι εις την φιλίαν της υπεροχής&. ― Φιλονικούν δε και εις τας φιλίας της υπεροχής. Διότι έκαστος απαιτεί να λάβη περισσότερον, όταν όμως γίνη τούτο, διαλύεται η φιλία. Δηλαδή και ο καλλίτερος νομίζει ότι είναι πρέπον, αυτός να λάβη περισσότερον ― διότι εις τον αγαθόν αποδίδεται περισσότερον ― το ίδιον όμως νομίζει και ο ωφελιμώτερος. Δηλαδή λέγουν ότι, όστις είναι άχρηστος δεν πρέπει να λάβη το ίσον. Διότι τότε πλέον δεν είναι φιλία, αλλά ταμείον απομάχων, εάν δεν είναι σύμφωνα με την αξίαν των έργων τα κέρδη της φιλίας. Δηλαδή, καθώς εις την δοσοληψίαν λαμβάνουν περισσότερα όσοι συντελούν περισσότερον, το ίδιον λέγουν ότι πρέπει να γίνεται και εις την φιλίαν. Αλλά ο ελλιπής και ο χειρότερος φρονούν το αντίθετον. Δηλαδή ότι ο καλός φίλος φαίνεται, όταν βοηθή τους έχοντας ανάγκας. Διότι, λέγουν αυτοί, τι το όφελος να είσαι φίλος με ένα σπουδαίον ή πανίσχυρον, αφού βέβαια δεν περιμένεις να ωφεληθής τίποτε; Φαίνεται όμως ότι ο καθείς έχει ορθήν αξίωσιν και ότι πρέπει ο καθείς να κερδίζη από την φιλίαν, όχι όμως το ίδιον πράγμα, αλλά ο μεν εύπορος τιμήν, ο δε άπορος κέρδος. Διότι της μεν αρετής και της ευεργεσίας αμοιβή είναι η τιμή, της δε στερήσεως βοήθημα είναι το κέρδος. Φαίνεται δε ότι αυτό είναι το ίδιον και εις τα πολιτεύματα. Δηλαδή δεν τιμάται όστις δεν δίδει τίποτε διά το κοινόν αγαθόν. Διότι το κοινόν δίδεται εις τον ευεργετούντα το κοινόν, κοινόν δε είναι η τιμή, επομένως δεν είναι δυνατόν, συγχρόνως να πλουτίζη κανείς από τα κοινά και να τιμάται. Διότι εις όλα κανείς δεν υποφέρει το ολιγώτερον. Διά τούτο εις τον ολιγοστεύοντα τα χρήματα χάριν των κοινών αποδίδουν τιμήν, και εις τον μη δωροδοκούμενον δίδουν χρήματα. Διότι το σύμφωνον με την αξίαν διατηρεί την φιλίαν, καθώς είπαμεν. Ομοίως λοιπόν πρέπει να σχετίζωνται και οι άνισοι, και όστις ωφελείται χρηματικώς ή με αρετήν, πρέπει να ανταποδίδη τιμήν, διά να φαίνεται ότι ανταποδίδει ό,τι του είναι δυνατόν. Διότι μόνον το δυνατόν απαιτεί η φιλία, και όχι όσον αξίζει. Ούτε είναι βεβαίως δυνατόν εις όλα να αποδίδωμεν όσον αξίζει, καθώς συμβαίνει εις τας τιμάς των θεών και των γονέων. Δηλαδή εις αυτούς κανείς δεν είναι ποτέ δυνατόν να αποδώση όσον αξίζουν, όστις όμως τους λατρεύει όσον ημπορεί, φαίνεται καλός. Διά τούτο ίσως φανή ότι δεν επιτρέπεται ο υιός να απαρνηθή τον πατέρα του, ενώ ο πατήρ ημπορεί να απαρνηθή τον υιόν. Διότι ο οφείλων πρέπει να αποδίδη. Αυτός όμως, ό,τι και αν έκαμε, δεν έκαμε αντάξια με όσα έλαβε προηγουμένως, ώστε πάντοτε μένει χρεώστης, αλλ' όσοι έχουν να λαμβάνουν έχουν δικαίωμα να απαρνηθούν, επομένως και ο πατήρ. Συγχρόνως όμως φαίνεται ότι κανείς πατήρ δεν ημπορεί να αποχωρισθή, εάν εκείνος δεν είναι καθ' υπερβολήν μοχθηρός ― διότι εκτός της φυσικής φιλίας, είναι σύμφωνον με την φύσιν του ανθρώπου να μη αποδιώκη την βοήθειαν. ― O υιός όμως ημπορεί να αποφεύγη ή να μη προθυμήται να βοηθήση, όταν είναι μοχθηρός. Δηλαδή οι περισσότεροι θέλουν να ευεργετούνται, αποφεύγουν όμως να ευεργετούν, διότι από τούτο δεν περιμένουν ωφέλειαν. ΒΙΒΛΙΟΝ I. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. &Φ ι λ ί α& (συνέχεια). &Εις τας ανομοειδείς φιλίας ισοφαρίζει το χρήμα&. ― Περί αυτών λοιπόν είναι αρκετά όσα είπαμεν. Εις όλας όμως τας ανομοειδεις φιλίας η αναλογία ισοφαρίζει και διατηρεί την φιλίαν, καθώς είπαμεν, καθώς και εις την πολιτικήν ο υποδηματοποιός απέναντι των υποδημάτων λαμβάνει αμοιβήν σύμφωνον με την αξίαν των και ο υφαντής και οι άλλοι. Και εδώ μεν βεβαίως εξευρέθη ως κοινόν μέτρον το νόμισμα, και με αυτό σχετίζονται όλα και μετρούνται. Εις την ερωτικήν φιλίαν όμως κάποτε μεν παραπονείται ο εραστής, διότι αγαπά περισσότερον και δεν ανταγαπάται, ενώ πολύ πιθανόν να μη έχη τίποτε το αξιαγάπητον, πολλάκις δε πάλιν παραπονείται ο ερωμένος, διότι εκείνος προηγουμένως του είχε υποσχεθή τα πάντα και τόρα δεν εκτελεί τίποτε. Συμβαίνουν δε τα τοιαύτα, όταν ο μεν πρώτος αγαπά τον ερωμένον χάριν ηδονής, ο δε δεύτερος αγαπά τον εραστήν χάριν της ωφελείας, και όταν αυτά δεν υπάρχουν συγχρόνως και εις τους δύο. Δηλαδή, όταν η φιλία υπάρχη δι' αυτά, επέρχεται διάλυσις της φιλίας, εάν δεν αποδίδωνται εκείνα διά τα οποία ήσαν αγαπημένοι. Διότι δεν αγαπούσαν τα άτομα των, αλλά τα πλεονεκτήματα, τα οποία δεν είναι μόνιμα. Διά τούτο και αι φιλίαι είναι άστατοι. Η φιλία όμως των ηθών, επειδή στηρίζεται εις τα άτομα, διατηρείται, καθώς είπαμεν. Φιλονικούν δε ακόμη, και όταν τους δίδωνται άλλα και όχι όσα ποθούν. Διότι είναι ως να μη λαμβάνη κανείς τίποτε, όταν δεν ευρίσκη εκείνο το οποίον επιθυμεί, καθώς και όταν τάζη κανείς εις τον οργανοπαίκτην, όσον καλλίτερα τραγουδήση, τόσον περισσότερα να του δώση. Το πρωί όμως, όταν αυτός ζητήση τα υποσχεθέντα, εκείνος του λέγει ότι του ανταπέδωκε ηδονήν απέναντι ηδονής. Και βεβαίως, εάν ο καθείς από τους δύο επεδίωκε ηδονήν, θα ήτο η απάντησις ορθή. Αφού όμως ο μεν πρώτος ζητεί τέρψιν, ο δε δεύτερος αμοιβήν, και ο μεν πρώτος έχει χρήματα, ο δε δεύτερος δεν έχει, δεν είναι ορθή αυτή η επιμιξία των. Διότι όσα χρειάζεται κανείς, εις αυτά δίδει προσοχήν, και χάριν εκείνου δίδει αυτά εδώ. &O συμβιβασμός άνευ δικαστηρίων&. ― Τόρα όμως ποίος έχει το δικαίωμα να ορίση την αξίαν, άραγε ο προπληρόνων ή ο προπληρούμενος ; Διότι φαίνεται ότι ο δίδων αναθέτει εις εκείνον. Και αυτό λέγουν ότι το έκαμνε ο Πρωταγόρας. Δηλαδή, αφού εδίδασκε οτιδήποτε, κατόπιν έλεγε εις τον μαθητήν του να εκτιμήση πόσην αξίαν νομίζει ότι έχουν όσα έμαθε, και ελάμβανε τόσον ποσόν. Εις τοιαύτας δε περιστάσεις μερικοί εφαρμόζουν το : Μισθός συμφωνημένος και καλός {7}. Όσοι όμως λαμβάνουν προκαταβολικώς το χρήμα, έπειτα όμως δεν εκτελούν τίποτε από όσα είπαν, διότι ήσαν υπερβολικαί αι υποσχέσεις των, δικαίως υφίστανται αγωγάς, Διότι δεν εκτελούν όσα εσυμφώνησαν. Τούτο δε ίσως αναγκάζονται να κάμνουν οι σοφισταί, διότι κανείς δεν θα έδιδε εις αυτούς χρήματα, δι' όσα γνωρίζουν πραγματικώς. Αυτοί λοιπόν δι' όσα επληρώθησαν, επειδή δεν τα εκτελούν, δικαίως εγκαλούνται. Εις όσους όμως δεν προηγήθη συμφωνία της εκδουλεύσεως, όσοι μεν προπληρόνουν χάριν του ατόμου είπαμεν ότι δεν παραπονούνται ― διότι τοιαύτη είναι η φιλία της αρετής ― πρέπει δε να αμείβη κανείς συμφώνως με την προαίρεσίν του, διότι αυτή χαρακτηρίζει τον φίλον και την αρετήν. Φαίνεται δε ότι αυτό συμβαίνει και εις τους συμμετέχοντας της φιλοσοφίας. Δηλαδή η αξία δεν μετρείται με χρήματα, τίμημα δε αντάξιον αυτής δεν είναι δυνατόν να ευρεθή, αλλ' ίσως είναι αρκετόν ό,τι είναι δυνατόν, καθώς προς τους θεούς και τους γονείς. ― Όταν όμως η χορήγησις δεν είναι τοιούτου είδους, αλλά με ωρισμένον όρον, κυρίως μεν ίσως πρέπει η ανταπόδοσις να είναι κατά την γνώμην και των δύο δικαία, εάν όμως τούτο δεν γίνεται, όχι μόνον αναγκαίον θα είναι να επιβάλλη όρους ο πρώτος λαβών, αλλά και δίκαιον. Διότι, όσον ωφελήθη αυτός ή με ό,τι ποσόν θα αντήλλασσε την ηδονήν, τόσον πρέπει να λάβη ο χορηγός του, διά να απολαύση από αυτόν ό,τι αξίζει. Και βεβαίως εις τα οψώνια φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει. Και εις μερικά μέρη υπάρχουν νόμοι να μη γίνωνται δίκαι διά τας εκουσίας συμφωνίας, διότι θεωρείται ορθόν, με όποιον ενεπιστεύθη κανείς, να συμβιβασθή καθώς και εληψοδότησε. Διότι νομίζει ότι εις τον θεωρηθέντα αξιόπιστον, ανήκει ορθότερον το δικαίωμα να ορίση, παρά εις τον εμπιστευθέντα. Διότι συνήθως δεν εκτιμούν εξ ίσου έν πράγμα όσοι το έχουν και όσοι θέλουν να το λάβουν. Δηλαδή τα ιδικά των και όσα δίδουν εις άλλους φαίνονται πολύτιμα. Και όμως η πληρωμή ανέρχεται μόνον εις το ποσόν το οποίον ορίζουν οι λαμβάνοντες. Ίσως δε πρέπει να εκτιμώμεν έν πράγμα όχι όσον νομίζει ότι αξίζει όστις το έχει, αλλά όσον το εξετίμα πριν να το έχη ιδικόν του. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. &Σύγκρουσις καθηκόντων προς τους συγγενείς και τους ξένους&. ― Γεννούν δε απορίαν και τα εξής• λόγου χάριν άραγε γενικώς πρέπει να ανταποδίδη κανείς εις τον πατέρα του και να πείθεται εις αυτόν, ή όταν μεν πάσχη να πείθεται εις τον ιατρόν, στρατηγόν δε να εκλέγη τον εμπειροπόλεμον. Ομοίως δε άραγε μάλλον τον φίλον ή τον σπουδαίον πρέπει να εξυπηρετήσωμεν, και πάλιν άραγε εις τον ευεργέτην πρέπει να αποδώσωμεν την χάριν μάλλον, ή να την δώσωμεν εις τον συνέταιρόν μας, όταν δεν είναι δυνατόν να δώσωμεν και εις τους δύο. Μήπως λοιπόν δεν είναι εύκολον να ορίσωμεν καλώς όλα τα τοιαύτα ― διότι έχουν πολλάς διαφοράς και ως προς το μέγεθος και την σμικρότητα, και ως προς το καλόν και αναγκαίον; Ότι όμως δεν πρέπει όλα να τα αποδίδωμεν εις τον ίδιον, δεν είναι δυσνόητον. Και τας μεν ευεργεσίας μάλλον πρέπει συνήθως να τας αποδίδωμεν, παρά να τας χαρίζωμεν εις άλλους. Ίσως όμως και τούτο δεν πρέπει να γίνεται πάντοτε. Λόγου χάριν ο απολυτρωθείς από τους ληστάς άραγε οφείλει να λυτρώση αμοιβαίως τον λυτρωτήν του, οποιοσδήποτε και αν είναι, ή όχι ; και πάλιν άραγε εις τον συλληφθέντα πρέπει κανείς να επιστρέψη τα οφειλόμενα όταν τα ζητή, παρά με αυτά να ελευθερώση τον πατέρα του; Διότι βεβαίως ίσως είναι ορθόν να προτιμήση και από τον εαυτόν του τον πατέρα του. Καθώς είπαμεν λοιπόν, γενικώς πρέπει να αποδίδη το οφειλόμενον. Εάν όμως αυξάνη η αξία του δώρου από το καλόν ή αναγκαίον της πράξεως, τότε πρέπει να προσέξωμεν εις αυτά. Διότι κάποτε δεν είναι ισότης πλέον το να αποδώση το πρώτον δώρον, όταν εκείνος μεν γνωρίζη ότι ευεργετεί σπουδαίον, αυτός, όμως ανταποδίδη εις εκείνον τον οποίον θεωρεί μοχθηρόν. Δηλαδή κάποτε ούτε εις τον δανειστήν δεν πρέπει να δανείση κανείς αμοιβαίως. Διότι εκείνος μεν εδάνεισεν εις αυτόν ελπίζων ότι θα τα λάβη, διότι είναι καλός, αυτός όμως δεν ελπίζει να τα λάβη από εκείνον, διότι είναι πονηρός. Λοιπόν, και όταν είναι πραγματικώς τοιούτος, δεν ημπορεί να έχη ίσην αξίωσιν, και πάλιν, όταν δεν είναι τοιούτος, νομίζεται όμως, δεν φαίνεται ότι αδίκως φέρονται προς αυτόν. Καθώς είπαμεν λοιπόν πολλάκις, οι κανόνες των παθών και των πράξεων είναι όμοιοι με τα πράγματα εις τα οποία περιστρέφονται. &Η ανταπόδοσις πρέπει να γίνεται αναλόγως των προσώπων&. ― Ότι λοιπόν δεν πρέπει εις όλους να αποδίδωμεν τα ίσα, ούτε όλα γενικώς εις τον πατέρα, καθώς δεν θυσιάζονται όλα ούτε εις τον Δία, δεν είναι δυσνόητον. Αφού όμως άλλα πρέπει να αποδίδωμεν εις τους γονείς και τους αδελφούς και τους συνεταίρους και τους ευεργέτας, πρέπει εις έκαστον να δίδωμεν τα αρμόδια και πρέποντα, φαίνεται δε ότι αυτό και γίνεται. Δηλαδή εις μεν τους γάμους προσκαλούν τους συγγενείς ― διότι με αυτούς είναι κοινόν το γένος και επομένως και αι πράξεις αι περιστρεφόμεναι εις αυτό, ακόμη δε και εις τας κηδείας κυρίως νομίζουν ότι πρέπει να παρευρίσκονται οι συγγενείς διά τον ίδιον λόγον. Ίσως δε φανή ορθόν ότι τροφήν μεν κυρίως πρέπει να προμηθεύωμεν εις τους γονείς μας, διότι την χρεωστούμεν, και διότι είναι ασφαλώς το ωραιότερον πράγμα, να βοηθήσωμεν μάλλον τους αιτίους της υπάρξεώς μας παρά τον εαυτόν μας. Ακόμη δε και τιμήν ν' αποδίδωμεν εις τους γονείς, καθώς εις θεούς, όχι όμως πάσαν τιμήν, ούτε βεβαίως την ιδίαν τιμήν εις τον πατέρα και εις την μητέρα, ούτε πάλιν την τιμήν του σοφού, ή του στρατηγού, αλλά μόνον την πατρικήν, ομοίως δε και την μητρικήν. Αλλά και εις πάντα γεροντότερον να αποδίδωμεν τιμήν ως εκ της ηλικίας, με ορθοστασίαν και υπόκλισιν και τα όμοια. Εις τους συνεταίρους όμως και τους αδελφούς πρέπει να αποδίδωμεν θάρρος και συμμετοχήν εις όλα. Ακόμη δε και εις τους συγγενείς και τους ενορίτας και συμπολίτας και όλους τους άλλους πρέπει πάντοτε να προσπαθούμεν να αποδίδωμεν το ανάλογον, και να ζυγίζωμεν όσα παρέχομεν εις τον καθένα με την οικειότητά του προς ημάς και την αρετήν του, ή την χρησιμότητά του. Και λοιπόν των μεν συγγενών η κρίσις είναι εύκολος, των διαφορετικών όμως είναι δυσκολωτέρα. Και όμως δεν πρέπει διά τούτο να την αποφύγωμεν, αλλά πρέπει να την ορίσωμεν εφ' όσον επιδέχεται ορισμόν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. &Διάλυσις της φιλίας&. ― Είναι δε ζήτημα ακόμη αν πρέπει να διαλύη κανείς την φιλίαν ή όχι, με τους μη διατηρούντας την φιλίαν. Ή μήπως με όσους μεν έχουν φιλίαν χρησιμότητος ή ηδονής, δεν είναι διόλου παράλογον να διαλύουν, όταν πλέον δεν απολαμβάνουν αυτά; Διότι αυτών των απολαύσεων ήσαν φίλοι, αφού δε αυταί έλειψαν, είναι λογικόν πλέον να μη τας αγαπούν. Δικαιούται όμως να εγκαλέση κανείς τοιούτον φίλον, διότι, ενώ τον ηγάπα χάριν της χρησιμότητος και της ηδονής, επροσποιείτο ότι τον αγαπά χάριν του ήθους του. Διότι, καθώς είπαμεν εις την αρχήν, πολλαί διαφωνίαι γεννώνται μεταξύ των φίλων, όταν δεν είναι ομοία η εκτίμησις της φιλίας των με την πραγματικήν φιλίαν των. Λοιπόν, όταν κανείς διαψευσθή και νομίση ότι αγαπάται χάριν του ήθους, ενώ εκείνος δεν εκτελεί κανέν παρόμοιον πράγμα, τότε ας κατακρίνη τον εαυτόν του, όταν όμως απατηθή, διότι εκείνος επροσποιείτο, είναι δίκαιον να εγκαλή τον αδικήσαντα, και μάλιστα περισσότερον παρά τους κιβδηλοποιούς, καθόσον το κακούργημα εδώ γίνεται ως προς τιμαλφέστερον πράγμα. Εάν δε πάλιν τον επερίμενε αγαθόν, αυτός όμως καταντήση μοχθηρός και φαίνεται τοιούτος, άραγε πρέπει να εξακολουθή να τον αγαπά; Ή μήπως δεν είναι δυνατόν τούτο, αφού δεν είναι δυνατόν να αγαπώμεν τα πάντα παρά μόνον το αγαθόν, και αφού ούτε πρέπει να αγαπώμεν ένα πονηρόν, ούτε είναι ανάγκη; Διότι δεν πρέπει να είμεθα φίλοι των πονηρών, ούτε να εξομοιωθώμεν με τον κακόν. Είπαμεν όμως ότι ο όμοιος γίνεται φίλος με τον όμοιον. Επομένως πρέπει άραγε αμέσως να διαλύσωμεν; Ή μήπως όχι με όλους, αλλά μόνον με όσους φαίνονται ως αθεράπευτοι εις την κακίαν των, ενώ όσοι επιδέχονται διόρθωσιν πρέπει να τους βοηθήσωμεν εις το ήθος των παρά εις την περιουσίαν, καθόσον αυτό είναι καλλίτερον και σχετικώτερον με την φιλίαν; Ίσως όμως φανή ο διαλύων την φιλίαν ότι δεν κάμνει τίποτε παράλογον. Διότι αυτός δεν ήτο φίλος με αυτόν ως τοιούτον. Τόρα λοιπόν που μετεβλήθη, εάν δεν ημπορή να τον σώση πάλιν, απομακρύνεται. Εάν δε ο μεν πρώτος μένη στάσιμος, ενώ ο δεύτερος έγινε καλλίτερος και υπερτερεί πολύ κατά την αρετή, άραγε πρέπει να τον μεταχειρίζεται εκείνον ως φίλον, ή δεν είναι δυνατόν; Λοιπόν επί μεγάλης απομακρύνσεως γίνεται σαφέστερον, καθώς εις τας παιδαριώδεις φιλίας. Δηλαδή, εάν ο μεν είς εξακολουθή να είναι κατά τον νουν παιδί, ο άλλος όμως γίνη ο καλλίτερος που ημπορεί να υπάρξη μεταξύ των ανδρών, πώς είναι δυνατόν να είναι φίλοι, αφού ούτε αρέσκονται με τα ίδια πράγματα, ούτε ευχαριστούνται ή λυπούνται; Διότι πλέον και μεταξύ των δεν θα αποδίδουν όσω και προηγουμένως, χωρίς αυτά δε και τότε δεν θα ήσαν φίλοι. Δηλαδή δεν ημπορούν πλέον να συναναστρέφωνται. Περί αυτών δε ωμιλήσαμεν προηγουμένως. Αλλά τόρα άραγε δεν πρέπει να φερθή διόλου διαφορετικώτερα προς αυτόν, παρά ως να μη είχε χρηματίσει ποτέ φίλος του; Ή μήπως πρέπει να ενθυμήται την αλλοτινήν γνωριμίαν και καθώς μάλλον τον φίλον παρά τον ξένον θεωρούμεν καλόν να ευχαριστήσωμεν, ομοίως και τους αλλοτινούς φίλους πρέπει κάπως να τους χαρίζωμεν κάτι χάριν της προηγουμένης φιλίας, οσάκις δεν γίνεται η διάλυσις της φιλίας μας από υπερβολικήν των κακίαν; ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. &Η αγάπη των φίλων είναι επέκτασις της φιλαυτίας&. ― Αλλά τα φιλικά αισθήματα προς τους φίλους και όλα όσα διακρίνουν τας φιλίας, φαίνεται ότι προήλθαν από τα αισθήματα προς τον εαυτόν μας. Δηλαδή λογαριάζουν ως φίλους εκείνους, οι οποίοι επιθυμούν και εκτελούν διά τον φίλον τα αγαθά ή τα νομιζόμενα αγαθά, χάριν του ιδικού του ατόμου, ή εκείνους οι οποίοι επιθυμούν να υπάρχη και να ζη ο φίλος χάριν του ατόμου του. Πράγμα το οποίον παθαίνουν αι μητέρες ως προς τα τέκνα των, και από τους φίλους όσοι τους δυσηρέστησαν απροσέκτως. Άλλοι δε θεωρούν φίλον τον συναναστρεφόμενον διαρκώς και έχοντα τας ιδίας προαιρέσεις, ή τον συμπονούντα και συγχαίροντα με τον φίλον, κυρίως όμως και αυτό συμβαίνει εις τας μητέρας. Με κάποιον λοιπόν από αυτά ορίζουν και την φιλίαν. Και ο μεν ευπρεπής αποδίδει εις τον εαυτόν του το καθέν από αυτά, οι άλλοι όμως τα αποδίδουν καθόσον θεωρούν τον εαυτόν των τοιούτον. Φαίνεται δε, καθώς είπαμεν, ότι δι' έκαστον χρησιμεύει ως μέτρον η αρετή και ο σπουδαίος άνθρωπος. Διότι αυτός δεν αντιφάσκει με την ιδικήν του γνώμην, και έχει τας ιδίας επιθυμίας με όλας τας ψυχικάς του δυνάμεις. Και λοιπόν όχι μόνον επιθυμεί διά το άτομόν του τα αληθινά αγαθά και τα φαινομενικά, αλλά και τα εκτελεί ― διότι ιδιότης του αγαθού είναι να εκτελή διαρκώς το αγαθόν. Και χάριν του ατόμου του, δηλαδή χάριν της διανοήσεώς του, και βεβαίως έκαστος θεωρεί αυτήν ως τον εαυτόν του. Ακόμη δε επιθυμεί διά τον εαυτόν του και να ζη και να διατηρήται, και προ πάντων το μέρος εκείνο με το οποίον σκέπτεται, διότι αυτό είναι αγαθόν δι' ένα σπουδαίον. Έκαστος δε επιθυμεί τα αγαθά διά τον εαυτόν του, και όταν κανείς γίνη άλλος άνθρωπος, δεν επιθυμεί τότε πλέον να έχη όλα εκείνα ο προηγούμενος εαυτός του. Διότι ναι μεν ο θεός και προηγουμένως και τόρα πάλιν έχει το αγαθόν, αλλά το έχει, διότι είναι πάντοτε ο ίδιος. Ίσως δε θεωρεί κανείς ως ατομισμόν του τον νουν του, ή κυρίως αυτόν. Και δι' αυτό ο τοιούτος αγαπά να συναναστρέφεται με τον εαυτόν του, διότι ευχαριστείται με αυτό. Διότι και όσα έπραξε ευχαριστείται να τα επιθυμήται και διά τα μέλλοντα αι προβλέψεις του είναι αγαθαί. Αυταί δε είναι ηδονικαί. Είναι δε και πλούσιος από θεωρίας της διανοίας. Συλλυπείται δε και συγχαίρει προ πάντων με τον εαυτόν του. Διότι διαρκώς είναι εις αυτόν το ίδιον πράγμα λυπηρόν και ηδονικόν, και όχι άλλοτε άλλο. Δηλαδή είναι γενικώς αμετανόητος. Αφού λοιπόν ο καλός εφαρμόζει έκαστον από αυτά εις τον εαυτόν του, και αφού διάκειται προς τον φίλον του καθώς και προς τον εαυτόν του ― διότι ο φίλος είναι άλλος εγώ ― δι' αυτό κάτι τι από αυτά φαίνεται ότι είναι η φιλία, και φίλοι είναι όσοι τα έχουν αυτά. Αλλά αν γίνεται ή δεν γίνεται φιλία με τον εαυτόν μας, ας το αφήσωμεν προς το παρόν κατά μέρος. Φαίνεται δε ότι η φιλία υπάρχει, όπου υπάρχουν δύο ή περισσότερα από όσα είπαμεν, και ότι η υπερβολή της φιλίας εξομοιόνεται με την φιλίαν προς τον εαυτόν μας. &Οι κακοί είναι εχθροί προς τον εαυτόν των&. ― Φαίνεται δε ακόμη ότι όσα είπαμεν υπάρχουν και εις τους κοινούς ανθρώπους, αν και είναι ποταποί. Μήπως λοιπόν άραγε καθόσον αρέσουν οι ίδιοι εις τον εαυτόν των και νομίζουν ότι είναι καλοί, τόσον μόνον συμμερίζονται αυτά; Διότι βεβαίως εις κανένα από τους τελείως κακούς και ανοσιουργούς δεν υπάρχουν αυτά, ούτε φαίνεται να υπάρχουν. Σχεδόν δε ούτε εις τους κακούς. Δηλαδή αυτοί διχογνωμούν με τον εαυτόν των, και άλλα μεν ορέγονται, άλλα δε προμελετούν, καθώς οι ακρατείς. Διότι εις την θέσιν εκείνων τα οποία κρίνουν ως αγαθά προτιμούν τα ηδονικά, τα οποία είναι βλαβερά. Άλλοι δε πάλιν από δειλίαν ή οκνηρίαν παύουν να εκτελούν όσα θεωρούν ότι είναι τα καλλίτερα διά τον εαυτόν των. Όσοι δε πάλιν διέπραξαν πολλά και φρικτά, αυτοί μισούν τον εαυτόν των διά την κακίαν του, και αποφεύγουν την ζωήν και φονεύουν τον εαυτόν των. Εκτός δε τούτου οι κακοί ζητούν άλλους διά να περάσουν μαζί τας ώρας των, και αποφεύγουν τον εαυτόν των. Διότι ενθυμούνται πολλά και φρικτά, και προβλέπουν και άλλα πολλά παρόμοια, όταν είναι μόνοι των, ενώ, όταν ευρίσκωνται μαζί με άλλους, τα λησμονούν. Και επειδή δεν έχουν εις την ψυχήν των τίποτε το αξιαγάπητον, διά τούτο δεν έχουν κανέν φιλικόν αίσθημα με τον εαυτόν των. Επομένως οι τοιούτοι ούτε συγχαίρουν ούτε συλλυπούνται τον εαυτόν των. Διότι η ψυχή των ευρίσκεται εις διχόνοιαν, και το έν μέρος αυτής πονεί ένεκα της κακίας διότι απέχει από μερικά, το δε άλλο ευχαριστείται, και το έν μεν τον σύρει εδώ, το δε άλλο εκεί, ωσάν να θέλουν να τον σχίσουν εις δύο. Εάν δε δεν είναι δυνατόν συγχρόνως να λυπήται και να χαίρη, πάντοτε όμως εις ολίγην ώραν λυπείται δι' ό,τι ευχαριστήθη, και θα ήθελε να μη είχε δοκιμάσει εκείνην την ευχαρίστησιν. Δηλαδή οι κακοί είναι γεμάτοι από μετάνοιαν. Επομένως δεν φαίνεται ο κακός να διάκειται φιλικώς ούτε με τον εαυτόν του, διότι δεν έχει τίποτε αξιαγάπητον. Αφού λοιπόν η κατάστασις αυτή είναι πολύ αθλία, πρέπει να αποφύγωμεν την κακίαν με τα δυνατά μας και να προσπαθήσωμεν να είμεθα καλοί. Διότι τότε θα είμεθα και με τον εαυτόν μας φίλοι και με άλλους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. &Η εύνοια&. ― Η δε εύνοια ομοιάζει μεν προς κάτι τι φιλικόν, δεν είναι όμως φιλία. Διότι η εύνοια ημπορεί να υπάρξη και προς εκείνους οι οποίοι δεν το γνωρίζουν, και να είναι μυστική, η φιλία όμως όχι. Αυτά δε τα είπαμεν και προηγουμένως. Αλλ' ούτε αγάπη είναι πάλιν. Διότι δεν έχει έντασιν ούτε επιθυμίαν, ενώ εις την αγάπην υπάρχουν αυτά. Και η μεν αγάπη αποκτάται με την συνήθειαν, ενώ η εύνοια έρχεται και απροόπτως, καθώς συμβαίνει και εις τους συναγωνιστάς. Δηλαδή αυτοί γίνονται μεταξύ των ευνοϊκοί και θέλουν να βλέπωνται, δεν ημπορούν όμως εις τίποτε να συμπράξουν. Διότι, καθώς είπαμεν, γίνονται αιφνιδίως ευνοϊκοί και αγαπώνται επιπολαίως. Φαίνεται δε ότι η εύνοια είναι αρχή της φιλίας, καθώς και του έρωτος αρχή είναι η ηδονή της οράσεως. Δηλαδή χωρίς να ευχαριστηθή από την μορφήν κανείς δεν ερωτεύεται, όστις δε ευχαριστείται με την μορφήν δεν ερωτεύεται ακόμη τελείως, παρά όταν και απόντα τον ποθή, και όταν επιθυμή την παρουσίαν του. Ομοίως λοιπόν και φίλοι δεν ημπορούν να γίνουν, εάν δεν γίνουν προηγουμένως ευνοϊκοί. Αλλά οι ευνοϊκοί δεν είναι ακόμη τέλειοι φίλοι. Διότι εύχονται μόνον τα αγαθά δι' εκείνους τους οποίους ευνοούν, δεν ημπορούν όμως να συμπράξουν διόλου, ούτε να ενοχληθούν προς χάριν αυτών. Διά τούτο ημπορεί να ειπή κανείς μεταφορικώς ότι αυτή είναι ανεκδήλωτος φιλία, όταν δε πολυχρονίση και καταντήση συνήθεια, γίνεται φιλία, όχι όμως του είδους της χρησιμότητος ούτε της ηδονής. Διότι και η εύνοια δεν γίνεται δι' αυτά. Διότι όστις μεν ευεργετηθή, αποδίδει την εύνοιαν δι' όσα ευεργετήθη, και εκτελεί τα δίκαια. Όστις όμως αποδίδει εύνοιαν, διότι επιδιώκει να ευεργετηθή κάπως, και έχει ελπίδα να ευπορήση διά μέσου εκείνου, αυτός δεν φαίνεται να είναι ευνοϊκός εις εκείνον, αλλά μάλλον εις τον εαυτόν του, καθώς δεν είναι ούτε φίλος, εάν περιποιήται αυτόν διά να ωφεληθή κάπως. Εν γένει δε η εύνοια αποκτάται από κάποιαν αρετήν και καλωσύνην, όταν φανή εις κανένα καλός ή ανδρείος ή κάτι τι παρόμοιον, καθώς είπαμεν και διά τους συναγωνιστάς. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. &Ομόνοια&. ― Φαίνεται δε ότι είναι φιλικόν αίσθημα και η ομόνοια. Και αυτή μεν ημπορεί να υπάρξη και μεταξύ προσώπων τα οποία δεν γνωρίζονται. Εξ άλλου όμως δι' όλους όσοι έχουν ομοίαν γνώμην, δεν λέγομεν ότι έχουν ομόνοιαν, λόγου χάριν όσοι έχουν ομοίαν γνώμην διά τα ουράνια σώματα ― διότι δεν είναι χαρακτηριστικόν φιλίας το να συμφωνούν εις αυτά ― αλλά δια τας πόλεις λέγομεν ότι έχουν ομόνοιαν, όταν έχουν οι πολίται ομοίαν γνώμην ως προς τα συμφέροντα, και αποφασίζουν τα ίδια, και εκτελούν τα κοινώς αποφασισθέντα. Επομένως η ομόνοια εφαρμόζεται εις τα εκτελεστά, και πάλιν από αυτά εις όσα έχουν αρκετόν μέγεθος και είναι δυνατόν να υπάρχουν και εις τας δύο μερίδας ή εις όλους, καθώς εις τας πόλεις, όταν όλοι αποφασίζουν να γίνωνται οι άρχοντες κατ' εκλογήν, ή να συμμαχήσουν με τους Λακεδαιμονίους, ή να είναι άρχων ο Πιττακός, όταν θέλη και ο ίδιος. Όταν όμως εκάστη μερίς θέλη τον εαυτόν της, καθώς συμβαίνει εις τας Φοινίσσας, τότε έχουν διχόνοιαν. Δηλαδή δεν είναι ομόνοια το να σκέπτεται εκάστη μερίς διά τον εαυτόν της εις οτιδήποτε, αλλά και αι δύο ομού εις τον ίδιον χώρον {8}, καθώς λόγου χάριν όταν μαζί και ο λαός και οι εκλεκτοί αποφασίζουν να είναι άρχοντες οι καλλίτεροι. Διότι ούτω πως όλοι απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν. Επομένως η ομόνοια φαίνεται ότι είναι πολιτική φιλία, καθώς και λέγεται. Διότι περιστρέφεται εις τα συμφέροντα και εις τα ανήκοντα εις τον βίον. Υπάρχει δε η τοιαύτη ομόνοια εις τους ευπρεπείς, διότι αυτοί και με τον εαυτόν των ομονοούν, και μεταξύ των, διότι τρόπον τινά σκέπτονται εις τον ίδιον χώρον {9}. Διότι των τοιούτων είναι σταθεραί αι αποφάσεις και δεν παλιρροούν, καθώς ο Εύριπος. Και έπειτα επιδιώκουν τα δίκαια και συμφέροντα, αυτά δε τα θέλουν και δι' όλους. Οι κακοί όμως δεν είναι δυνατόν να ομονοούν παρά ολίγον καιρόν, καθώς και να είναι φίλοι, διότι ζητούν να πλεονεκτήσουν εις τας ωφελείας, εις δε τους κόπους και τας προσφοράς να είναι ελλιπείς. Επειδή όμως έκαστος τα επιθυμεί αυτά διά τον εαυτόν του, εξετάζει τον πλησίον του και τον εμποδίζει, διότι, όταν δεν φυλάττουν όλοι το κοινόν συμφέρον, καταστρέφεται. Επομένως συμβαίνει να διχονοούν, διότι αναγκάζει μεν ο είς τον άλλον εις τα δίκαια, ο ίδιος όμως δεν θέλει να κάμνη τα δίκαια. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. &Φιλία ευεργετών και ευεργετουμένων&. ― Οι δε ευεργέται φαίνεται ότι αγαπούν περισσότερον τους ευεργετηθέντας, παρά οι ευεργετηθέντες τους ευεργέτας των, και τούτο γεννά απορίαν, διότι γίνεται παραλόγως. Οι περισσότεροι λοιπόν νομίζουν ότι αυτοί μεν χρεωστούν, εκείνοι δε έχουν να λαμβάνουν. Καθώς λοιπόν εις τα δάνεια, όσοι μεν χρεωστούν, δεν θέλουν να υπάρχουν εκείνοι εις τους οποίους χρεωστούν, ενώ οι δανεισταί φροντίζουν και περί της σωτηρίας των οφειλετών των, ομοίως και οι ευεργέται επιθυμούν να υπάρχουν οι ευεργετηθέντες, διότι ελπίζουν να απολαύσουν αμοιβήν της χάριτος, ενώ αυτοί δεν φροντίζουν πολύ να ανταποδώσουν. Και ο μεν Επίχαρμος ημπορεί να νομίζη {10} ότι λέγομεν αυτά δι' αυτούς, διότι τους εξετάζομεν από την κακήν των όψιν, το πράγμα όμως φαίνεται φυσικόν εις τον άνθρωπον. Ίσως δε φανή ότι είναι πολύ φυσικόν το αίτιον, και δεν ομοιάζει με ό,τι συμβαίνει εις τους δανειστάς. Δηλαδή δεν υπάρχει αγάπη ως προς εκείνους, αλλά επιθυμούν να σωθούν διά να έχουν να εισπράξουν. Ενώ οι ευεργέται έχουν φίλους και αγαπούν τους ευεργετηθέντας και όταν ούτε χρήσιμοι είναι εις τίποτε, αλλ' ούτε εις το μέλλον ημπορούν να γίνουν. Πράγμα το οποίον συμβαίνει και εις τους τεχνίτας. &Παρομοίωσις του ευεργέτου προς τεχνίτην και του ευεργετηθέντος προς τεχνούργημα&. ― Δηλαδή έκαστος αγαπά το ιδικόν του έργον περισσότερον, από όσον ήτο δυνατόν να αγαπηθή αυτός από το έργον του, αν εγίνετο έμψυχον. Κυρίως όμως ίσως τούτο συμβαίνει εις τους ποιητάς. Διότι αυτοί υπεραγαπούν τα ιδικά των ποιήματα, και έχουν στοργήν προς αυτά ως εις τέκνα των. Με τοιούτον λοιπόν ομοιάζει και το αίσθημα των ευεργετών. Διότι ό,τι ευεργετήθη είναι ιδικόν των έργον. Λοιπόν αυτοί αγαπούν αυτό περισσότερον παρά το έργον τον κατασκευαστήν του. Αιτία δε τούτου είναι ότι η ύπαρξις είναι εις όλα αγαπητή και προτιμητέα, ημείς δε υπάρχομεν με την ενέργειαν. Δηλαδή με το να ζώμεν και εκτελούμεν. Όστις δε έκαμε το έργον, υπάρχει με κάποιαν ενέργειαν. Λοιπόν αγαπά το έργον, διότι αγαπά και την ύπαρξίν του. Τούτο δε είναι φυσικόν. Διότι, ό,τι υπάρχει κατά δύναμιν, αυτό το αναγγέλλει το έργον. Συγχρόνως δε εις τον ευεργέτην είναι και αυτή η πράξις καλή, ώστε ευχαριστείται κατά την ώραν εκείνην, ενώ ο ευεργετηθείς δεν έχει τίποτε καλόν εις το πρόσωπον του ευεργέτου, αλλά το πολύ έχει συμφέρον. Αυτό όμως δεν είναι τόσον ηδονικόν και αγαπητόν. Ηδονική όμως είναι του μεν παρόντος η ενέργεια, του δε μέλλοντος η ελπίς, του δε παρελθόντος η ανάμνησις. Είναι δε ηδονικώτερον ό,τι υπάρχει με την ενέργειαν, ομοίως δε και το αγαπητόν. Και λοιπόν διά μεν τον εκτελεστήν διατηρούνται τα έργα ― διότι το καλόν απαιτεί πολύν καιρόν ― ενώ διά τον ευεργετηθέντα παρέρχεται η χρησιμότης. Έπειτα η ανάμνησις των μεν καλών είναι γλυκεία, των χρησίμων όμως όχι τόσον, ή ολιγώτερον. Η προσδοκία πάλιν φαίνεται ότι συμβαίνει αντιστρόφως. Και η μεν αγάπη ομοιάζει με την ενέργειαν, το δε να αγαπάται με πάθος. Επομένως εις όσα είναι ανώτερα εις την εκτέλεσίν των, ακολουθεί η αγάπη και τα φιλικά αισθήματα. Έπειτα όσα γίνονται με κόπον τα αγαπούν περισσότερον, καθώς αγαπούν τα χρήματα περισσότερον όσοι τα απέκτησαν, παρά όσοι τα εκληρονόμησαν. Φαίνεται δε ότι το να ευεργετήται μεν κανείς δεν είναι κοπιώδες, το να ευεργετή όμως είναι κουραστικόν. Δι' αυτό και αι μητέρες είναι φιλοτεκνότεραι. Διότι η γέννησις είναι κοπιωδεστέρα, και αυταί περισσότερον γνωρίζουν ότι είναι ιδικά των τέκνα. Αυτό όμως φαίνεται ότι υπάρχει και εις τους ευεργέτας. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. &Αν πρέπει να είναι κανείς φίλαυτος ή φίλαλλος&. ― Υπάρχει δε ακόμη η απορία αν πρέπει κανείς να αγαπά προ πάντων τον εαυτόν του ή κάποιον άλλον. Διότι ο κόσμος κατακρίνει εκείνους, οι οποίοι προ πάντων αγαπούν τον εαυτόν των, και ωσάν ονειδιστικώς τους ονομάζει φίλαυτους. Έπειτα φαίνεται ότι ο μεν κακός όλα τα εκτελεί χάριν του ατόμου του, και τόσον περισσότερον μάλιστα, όσον είναι χειρότερος. Λοιπόν τον κατακρίνουν ότι δεν εκτελεί τίποτε χωρίς να αποβλέπη εις το συμφέρον του. O καλός όμως εκτελεί διά το καλόν, και τόσον περισσότερον, όσον είναι καλλίτερος, και χάριν του φίλου του, το δε ιδικόν του συμφέρον το παραμελεί. Προς αυτούς λοιπόν τους λόγους διαφωνούν τα έργα, και ευλόγως. Διότι λέγουν ότι πρέπει κανείς να αγαπά εξοχώτερον τον εξοχώτερον φίλον, εξοχώτερος δε φίλος είναι όστις, όταν εύχεται, εξοχώτερον εύχεται τα αγαθά χάριν εκείνου, και αν ακόμη δεν θα το γνωρίση κανείς. Αυτά δε κυρίως υπάρχουν εις έκαστον διά τον εαυτόν του, και βεβαίως και όλα τα άλλα, με τα οποία χαρακτηρίζεται ο φίλος. Διότι είπαμεν ότι από τον εαυτόν του εκπορεύονται όλα τα φιλικά αισθήματα και διά τους άλλους. Αλλά και αι παροιμίαι όλαι συμφωνούν• λόγου χάριν το : «μία ψυχή» και «κοινά τα των φίλων», και «ισότης αδελφότης» και «το μήλο πέφτει κάτω απ' τη μηλιά». Διότι όλα αυτά κυρίως υπάρχουν ως προς τον εαυτόν του. Δηλαδή κυρίως είναι φίλος του εαυτού του. Επομένως είναι εύλογον και να αγαπά κυρίως τον εαυτόν του. Γεννάται όμως ευλόγως η απορία ποίον από τα δύο πρέπει τάχα να ακολουθήσωμεν, όταν και τα δύο είναι πιστευτά. &Διάκρισις αγαθού φιλαύτου από τον συνήθη και ονειδιζόμενον φίλαυτον&. ― Ίσως λοιπόν είναι ανάγκη να διαιρέσωμεν και να ορίσωμεν τας τοιαύτας αποδείξεις, διά να εύρωμεν πόσον και εις τι λέγει έκαστος την αλήθειαν. Και λοιπόν, αν εξετάσωμεν πώς εννοούν αυτά τα δύο μέρη το επίθετον φίλαυτος, ίσως γίνη σαφές το πράγμα. Όσοι λοιπόν το θεωρούν ως ονειδιστικόν, ονομάζουν φιλαύτους εκείνους οι οποίοι αποδίδουν το περισσότερον εις τον εαυτόν των, προκειμένου περί χρημάτων και τιμών και σωματικών ηδονών. Διότι οι περισσότεροι αυτά επιθυμούν, και δι' αυτά φροντίζουν, ως να είναι τα καλλίτερα και δι' αυτό είναι περιμάχητα. Λοιπόν όσοι είναι εις αυτά πλεονέκται υποχωρούν εις τας επιθυμίας των και εν γένει εις τα πάθη και εις το άλογον μέρος της ψυχής. Τοιούτοι δε είναι ο λαός. Διά τούτο και η ονομασία εδόθη από την πλειονοψηφίαν, η οποία είναι χυδαία. Επομένως δικαίως ονειδίζονται οι τοιούτου είδους φίλαυτοι. Ότι δε μόνον εκείνους, οι οποίοι αποδίδουν τοιαύτα εις τον εαυτόν των, ονομάζουν οι περισσότεροι φιλαύτους, δεν είναι δυσνόητον. Διότι, εάν κανείς διαρκώς μελετά να εκτελή περισσότερον από όλους τα δίκαια ή τα σωφρονικά, ή οποιαδήποτε άλλα, από όσα υπαγορεύουν αι αρεταί, και εν γένει εάν αποκτά διά τον εαυτόν του πάντοτε το καλόν, αυτόν κανείς δεν θα τον ονομάση φίλαυτον, ούτε θα τον κατακρίνη. Ημπορεί όμως αυτός να φανή περισσότερον φίλαυτος. Τουλάχιστον αυτός αποδίδει εις τον εαυτόν του τα καλλίτερα και τα κυρίως αγαθά. Και κάμνει χάριν εις το κυριώτερον μέρος από τα ιδικά του, και δι' όλα πείθεται εις αυτό. Καθώς δε η πόλις φαίνεται ότι είναι το κυριώτερον και εν γένει παν σωματείον, ομοίως και ο ανθρωπισμός εις το άτομον. Επομένως και φίλαυτος κυρίως είναι όστις αγαπά αυτό το μέρος του και εις αυτό κάμνει χάριν. Αλλά και ο εγκρατής και ακρατής ονομάζεται εκ του ότι συγκρατεί ή όχι τον νουν του, διότι αυτός (ο νους) αποτελεί κυρίως το άτομον, και προ πάντων νομίζουν ότι εξετέλεσαν οι ίδιοι και εκουσίως όσα μόνον εξετέλεσαν με το λογικόν. Ότι λοιπόν αυτά αποτελούν το άτομον δεν είναι δυσνόητον, και ότι ο καλός αυτό αγαπά προ πάντων. Διά τούτο ίσως αυτός κυρίως είναι φίλαυτος, και αποτελεί διάφορον είδος από εκείνο το οποίον ονειδίζεται, και τόσον διάφορον, όσον διαφέρει το να ζη κανείς μάλλον συμφώνως με το λογικόν παρά συμφώνως με το πάθος του, και να επιθυμή το καλόν παρά το νομιζόμενον συμφέρον. Και λοιπόν, εκείνους οι οποίοι κατ' εξοχήν φροντίζουν διά τας καλάς πράξεις, όλοι τους εγκρίνουν και τους επαινούν. Εάν δε όλοι θελήσουν να συναγωνίζωνται διά το καλόν και να προσπαθούν να εκτελούν τα καλλίτερα, τότε και διά το κοινόν θα γίνουν όλα όσα χρειάζονται, και ατομικώς δι' έκαστον τα μεγαλίτερα αγαθά, εάν βεβαίως η αρετή είναι τοιούτον. Ώστε ο μεν αγαθός οφείλει να είναι φίλαυτος ― διότι και ο ίδιος θα ωφεληθή εκτελών τα καλά, και τους άλλους θα ωφελήση. O μοχθηρός όμως δεν πρέπει να είναι φίλαυτος ― διότι και τον εαυτόν του θα βλάψη και τον πλησίον του, επειδή ακολουθεί ποταπά πάθη. Και βεβαίως εις τον μοχθηρόν δεν συμφωνούν όσα πράττει με όσα πρέπει να πράττη. &Η αγαθή φιλαυτία ως αυταπαρνησία&. ― O καλός όμως, όσα πρέπει να εκτελή, αυτά εκτελεί. Διότι πάντοτε ο νους προτιμά το καλλίτερον δι' έκαστον άτομον, ο δε καλός πειθαρχεί εις τον νουν. Είναι δε ακόμη αληθές διά τον σπουδαίον και ότι εκτελεί πολλά χάριν των φίλων του και της πατρίδος του, και εν ανάγκη θυσιάζει την ζωήν του χάριν αυτών. Δηλαδή αυτός περιφρονεί και χρήματα και τιμάς και εν γένει τα περιζήτητα αγαθά, διότι προμηθεύει εις το άτομόν του το καλόν. Δηλαδή θα προτιμήση να ευχαριστηθή δυνατά ολίγον καιρόν, παρά πολύν καιρόν ελαφρά, και να ζήση μίαν χρονιάν καλά παρά πολλά έτη όπως τύχη, και να κάμη μίαν πράξιν καλήν και σπουδαίαν παρά πολλάς και μικράς. Και βεβαίως εις τους θυσιαζομένους χάριν άλλων ίσως αυτό συμβαίνει. Επομένως εκλέγουν μέγα καλόν διά τον εαυτόν των. Και χρήματα δε ημπορούν να περιφρονήσουν με σκοπόν να τα λάβουν οι φίλοι των. Διότι τότε ο μεν φίλος λαμβάνει χρήματα, αυτός δε το καλόν. Επομένως το μεγαλίτερον αγαθόν το αποδίδει εις τον εαυτόν του. Και ως προς τας τιμάς δε και τας αρχάς κάμνει τα ίδια. Δηλαδή όλα αυτά θα τα αφήση διά τον φίλον του. Διότι δι' αυτόν τούτο είναι καλόν και αξιέπαινον. Επομένως δικαίως φαίνεται ότι είναι σπουδαίος, διότι απέναντι όλων των άλλων προτιμά το καλόν. Είναι δυνατόν δε και ευδοκιμήσεις να χαρίση εις τον φίλον του, και επομένως ίσως θεωρεί ωραιότερον από την ιδικήν του ευδοκίμησιν το να συντελέση εις την ευδοκίμησιν του φίλου του. Λοιπόν εις όλα τα αξιέπαινα ο σπουδαίος αποδεικνύεται ότι κρατεί διά τον εαυτόν του την περισσοτέραν μερίδα του καλού. Τοιούτου είδους λοιπόν φίλαυτος πρέπει να είναι κανείς, καθώς είπαμεν, και όχι καθώς είναι οι περισσότεροι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. &Αν ο ευτυχής έχη ανάγκην φίλων&. ― Υπάρχει δε ακόμη αμφισβήτησις αν ο ευτυχής έχει ανάγκην φίλων ή όχι. Δηλαδή λέγουν πολλοί ότι δεν έχουν καμμίαν ανάγκην φίλων οι αξιομακάριστοι και οι αυτάρκεις. Διότι αυτοί έχουν τα αγαθά των. Αφού λοιπόν είναι αυτάρκεις, δεν έχουν καμμίαν πρόσθετον ανάγκην, ο δε φίλος, αφού είναι άλλος εγώ, δεν κάμνει παρά να προμηθεύη εις αυτόν όσα δεν ημπορεί μόνος του. Δι' αυτό ελέχθη το εξής: Όταν η τύχη βοηθή, τους φίλους τι τους θέλεις; {11} Αλλά φαίνεται ως παράλογον, ενώ χαρίζουν όλα τα αγαθά εις τον ευτυχή, να μη του χαρίζουν και φίλους, αφού αυτοί φαίνεται ότι είναι το μεγαλίτερον από τα εξωτερικά αγαθά. Ακόμη δε, εάν ιδιότης του καλού φίλου είναι μάλλον να ευεργετή παρά να ευεργετήται, και εάν ιδιότης του αγαθού και της αρετής είναι να ευεργετή, καλλίτερον δε είναι να ευεργετή κανείς φίλους παρά ξένους, έπεται ότι ο σπουδαίος χρειάζεται φίλους διά να τους ευεργετή. Διά τούτο είναι ζήτημα αν εις τας ευτυχίας χρειάζονται περισσότερον οι φίλοι ή εις τας δυστυχίας, το οποίον αποδεικνύει ότι και όστις ατυχεί χρειάζεται ευεργέτας, και όστις ευτυχεί χρειάζεται ανθρώπους διά να τους ευεργετή. ― Αλλ' ίσως είναι παράλογον ακόμη και να θέλωμεν να αφήσωμεν εις μοναξίαν τον αξιομακάριστον. Διότι μόνος του κανείς δεν θα εδέχετο να έχη έστω και όλα τα αγαθά. Διότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικός και επλάσθη να συζή. Επομένως και εις τον ευτυχή υπάρχει αυτό το φυσικόν. Διότι, αυτός έχει όλα τα φυσικά αγαθά. Είναι δε φανερόν ότι είναι καλλίτερον να συναναστρέφεται φίλους και καλούς ανθρώπους παρά ξένους και τυχαίους. Επομένως ο ευτυχής έχει ανάγκην φίλων. &O αγαθός δεν έχει ανάγκην χρησίμων φίλων ούτε ηδονικών αλλά σπουδαίων&. ― Τι εννοούν λοιπόν οι πρώτοι και πώς λέγουν την αλήθειαν; ή καθόσον πολλοί νομίζουν ως φίλους τους χρησίμους; και βεβαίως τοιούτους φίλους ποτέ δεν θα χρειασθή ο αξιομακάριστος, διότι αυτός τα έχει τα αγαθά. Επομένως δεν θα χρειασθή ούτε τους φίλους της ηδονής, παρά μόνον ολίγον ― διότι, όταν ο βίος είναι ηδονικός, δεν έχει καμμίαν ανάγκην πρωτοφερμένης ηδονής. Αφού δε δεν έχει ανάγκην από τοιούτους φίλους, φαίνεται ως να μη χρειάζεται φίλους. Αυτό όμως ίσως δεν είναι αληθές. Διότι εις την αρχήν είπαμεν ότι η ευτυχία είναι κάποια ενέργεια, αλλά η ενέργεια είναι φανερόν ότι γίνεται, και δεν υπάρχει καθώς ένα κτήμα. Αφού δε η ευτυχία συνίσταται εις την ζωήν και ενέργειαν, και αφού του αγαθού η ενέργεια είναι καθ' εαυτήν σπουδαία και ηδονική, καθώς είπαμεν εις την αρχήν, και αφού πάλιν το ιδικόν μας είναι ηδονικόν, και περισσότερον ημπορούμεν να επιθεωρούμεν τον πλησίον μας παρά τον εαυτόν μας, και τας πράξεις εκείνου παρά τας ιδικάς μας, αφού τέλος αι πράξεις των σπουδαίων, όταν είναι φίλοι, είναι ηδονικαί εις τους αγαθούς ― διότι και οι δύο έχουν τα κατά φύσιν ηδονικά, ― έπεται ότι ο αξιομακάριστος θα χρειασθή τοιούτους φίλους, αφού προτιμά να επιθεωρή πράξεις καλάς και φιλικάς, και τοιαύται είναι αι πράξεις του αγαθού φίλου. Έπειτα όλοι νομίζουν ότι πρέπει να ζη ηδονικώς ο ευτυχής, και λοιπόν εις μεν την μοναξίαν είναι δύσκολος ο βίος, διότι δεν είναι εύκολον μόνος του κανείς να ενεργή αδιακόπως, ενώ μαζί με άλλους και ως προς άλλους είναι ευκολώτερον. Επομένως η ενέργεια θα γίνη συνεχεστέρα, αφού και καθ' εαυτήν είναι ηδονική, το οποίον πρέπει να υπάρχη εις τον αξιομακάριστον. Διότι ο σπουδαίος, καθόσον είναι σπουδαίος, ευχαριστείται με τας ευαρέστους πράξεις, με τας μοχθηράς δε δυσαρεστείται, καθώς ο μουσικός τέρπεται με τας ωραίας μελωδίας, αλλά ενοχλείται με τας ποταπάς. Είναι δε δυνατόν να υπάρξη και κάποια προάσκησις της αρετής, καθώς λέγει ο Θέογνις {12}. Εάν δε εξετάσωμεν κάπως φυσικώς, φαίνεται ότι ο σπουδαίος φίλος είναι προτιμότερος εις τον σπουδαίον εκ φύσεως. Διότι το εκ φύσεως αγαθόν είπαμεν ότι είναι καθ' εαυτό αγαθόν και ηδονικόν εις τον σπουδαίον. Την δε ζωήν την ορίζουν διά τα ζώα ως δύναμιν της αισθήσεως, διά δε τους ανθρώπους ως δύναμιν της αισθήσεως και της νοήσεως συγχρόνως. Η δε δύναμις εξηγείται ως ενέργεια, και το κύριον πράγμα είναι η ενέργεια. Επομένως φαίνεται ότι η ζωή κυρίως είναι η αίσθησις και η νόησις. Αλλά η ζωή είναι από τα καθαυτό αγαθά και ηδονικά, διότι είναι ωρισμένη και παν ωρισμένον χαρακτηρίζει την φύσιν του αγαθού {13}. Ό,τι δε είναι εκ φύσεως αγαθόν είναι και με την ορθότητά του αγαθόν. Διά τούτο φαίνεται εις όλους ηδονικόν. Δεν πρέπει δε να απολαμβάνωμεν μοχθηράν ζωήν και κατεστραμμένην ούτε γεμάτην από λύπας, διότι αυτή είναι απροσδιόριστος, καθώς και τα υπάρχοντα εις αυτήν. Τούτο δε θα γίνη καταληπτότερον εις όσα θα ειπούμεν κατόπιν περί αυτής. Αφού δε και μόνη της η ζωή είναι αγαθή, έπεται ότι είναι και ηδονική. Τούτο δε φαίνεται και εκ του ότι όλοι την επιθυμούν, και μάλιστα οι καλοί και αξιομακάριστοι, διότι εις αυτούς ο τρόπος της ζωής είναι προτιμότερος, και η ζωή αυτών είναι η μακαριωτέρα από όλας. Αλλά όστις έχει το φως των οφθαλμών του αισθάνεται ότι βλέπει, και όστις ακούει αισθάνεται ότι ακούει, και όστις βαδίζει αισθάνεται ότι βαδίζει, ομοίως δε και εις όλα τα άλλα υπάρχει κάτι, το οποίον αισθάνεται ότι ενεργούμεν. Επίσης φαίνεται ότι αισθανόμεθα και ότι αισθανόμεθα και ότι εννοούμεν, το να αισθανώμεθα δε ότι αισθανόμεθα ή εννοούμεν σημαίνει αισθανόμεθα ότι υπάρχομεν {14} ― διότι ύπαρξις απεδείχθη ότι είναι η αίσθησις και η νόησις. Το να αισθάνεται δε κανείς ότι ζη είναι από τα καθαυτό ηδονικά ― διότι είναι εκ φύσεως αγαθόν η ζωή, το δε να αισθανώμεθα ότι το αγαθόν υπάρχει εντός μας είναι ηδονικόν. Και είναι προτιμητέα η ζωή και προ πάντων εις τους αγαθούς, διότι η ύπαρξις είναι εις αυτούς ηδονική ― διότι ευχαριστούνται από την συναίσθησιν του καθαυτό αγαθού. Καθώς δε φέρεται προς τον εαυτόν του ο σπουδαίος, φέρεται και προς τον φίλον του ― διότι ο φίλος είναι άλλος εγώ. Καθώς λοιπόν είναι προτιμότερον δι' έκαστον να υπάρχη ο ίδιος, ομοίως είναι προτιμότερον να υπάρχη ο φίλος του, ή σχεδόν ομοίως. Η δε ύπαρξις είπαμεν ότι είναι προτιμητέα, διότι αισθάνεται διά τον εαυτόν του ότι είναι αγαθός. Η τοιαύτη δε αίσθησις είναι καθ' εαυτήν ηδονική. Επομένως πρέπει να έχη συναίσθησιν και διά τον φίλον του ότι υπάρχει, τούτο δε ημπορεί να υπάρχη διά της συναναστροφής και επιμιξίας με τους λόγους και με την διάνοιαν. Δηλαδή ούτω πως φαίνεται ότι ημπορεί να εφαρμοσθή η συμβίωσις εις τους ανθρώπους και όχι καθώς εις τα βοσκήματα το να τρέφωνται εις τον ίδιον χώρον {15}. Αφού λοιπόν διά τον αξιομακάριστον είναι προτιμητέα η ύπαρξις καθ' εαυτήν, διότι είναι εκ φύσεως αγαθή και ηδονική, και αφού και η ύπαρξις του φίλου είναι παρoμοία, έπεται, ότι και ο φίλος είναι πράγμα προτιμητέον. Και ό,τι είναι διά κάποιον προτιμητέον, τούτο πρέπει να το έχη αυτός, άλλως θα είναι ελλιπής ως προς αυτό. Επομένως όστις πρόκειται να είναι ευτυχής χρειάζεται φίλους σπουδαίους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ I'. &O αριθμός των φίλων&- ― Αλλ' άραγε όσον το δυνατόν περισσοτέρους φίλους πρέπει να αποκτήσωμεν; Ή μήπως, καθώς φαίνεται ότι εφαρμόζεται αρμονικώς εις την φιλοξενίαν ο στίχος : Ας μη με ειπούν πολύφιλον μήτε άφιλον τελείως, ομοίως και επί της φιλίας εφαρμόζεται το να μην είναι κανείς ούτε άφιλος ούτε υπερβολικά πολύφιλος; Και λοιπόν διά την φιλίαν της χρησιμότητος φαίνεται ότι πάρα πολύ εφαρμόζεται αυτός ο στίχος ― διότι είναι κοπιώδες το να εκδουλεύη κανείς αμοιβαίως πολλούς, και δεν επαρκεί εις αυτόν όλη η ζωή διά να εκτελέση αυτό. Επομένως είναι περιττοί και εμποδιστικοί οι περισσότεροι, από όσους είναι αρκετοί εις τον οικιακόν μας βίον διά να ζήσωμεν καλώς. Επομένως δεν χρειάζονται αυτοί. Αλλά και οι χάριν ηδονής είναι αρκετοί, εάν είναι ολίγοι, καθώς εις την τροφήν το καρύκευμα. Αλλά οι σπουδαίοι άραγε πρέπει να είναι όσον το δυνατόν περισσότεροι, ή μήπως υπάρχει κάποιον μέτρον και διά τον πληθυσμόν των φίλων, καθώς υπάρχει διά τον πληθυσμόν μιας πόλεως ; Δηλαδή ούτε με δέκα ανθρώπους αποτελείται πόλις, ούτε με εκατόν χιλιάδας κατοίκους είναι πλέον πόλις {16}. Ίσως όμως το ορθόν ποσόν δεν είναι έν ωρισμένον, αλλ' είναι ό,τι υπάρχει μεταξύ ποσών ωρισμένων. Επομένως και των φίλων υπάρχει ωρισμένος πληθυσμός, και ίσως αυτός είναι το ανώτερον ποσόν των φίλων, με τους οποίους ημπορεί κανείς να συναναστρέφεται -αυτό δε απεδείχθη ότι είναι χαρακτηριστικώτατον της φιλίας. Ότι όμως δεν είναι δυνατόν να συναναστρέφεται κανείς πολλούς και να μοιράζη τον εαυτόν του, δεν είναι δυσνόητον. Έπειτα και εκείνοι πάλιν πρέπει μεταξύ των να είναι φίλοι, αφού πρόκειται να συναναστρέφωνται ο είς τον άλλον• Τούτο όμως είναι δύσκολον να συμβή εις πολλούς. Είναι δε επίσης δύσκολον και το να συγχαίρη και να συλλυπήται κανείς φιλικώς πολλούς. Διότι είναι πιθανόν να συμπέση ανάγκη συγχρόνως άλλον να συγχαίρη και άλλον να συλλυπήται. Ίσως λοιπόν είναι ορθόν να μη προσπαθούμεν να έχωμεν όσον το δυνατόν περισσοτέρους φίλους, αλλά τόσους μόνον, όσοι αρκούν εις την συναναστροφήν. Διότι ίσως φανή ακόμη, ότι ούτε είναι καν δυνατόν να είναι, κανείς πολύ καλός φίλος με πολλούς. Διά τούτο ούτε να ερωτεύεται κανείς περισσοτέρους φαίνεται δυνατόν, διότι ο έρως σημαίνει υπερβολικήν φιλίαν, τούτο δε γίνεται μόνον ως προς ένα. Επομένως και η στενή φιλία γίνεται μόνον με ολίγους. Αυτό δε φαίνεται ότι συμβαίνει και εις τα πράγματα. Δηλαδή δεν γίνονται πολλοί φίλοι με το είδος της συνεταιρικής φιλίας. Αι δε εγκωμιαζόμεναι φιλίαι εφαρμόζονται πάντοτε εις δύο. Όσοι δε είναι πολύφιλοι και όλους τους αντικρύζουν φιλικώς, φαίνεται ότι δεν είναι φίλοι με κανένα, παρά μόνον πολιτικώς, και οι τοιούτοι λέγονται ευχάριστοι πολιτικώς, και οι τοιούτοι λέγονται ευχάριστοι. Λοιπόν είναι δυνατόν να είναι κανείς φίλος, και όταν δεν είναι ευχάριστος αλλά πραγματικώς καλός. Χάριν όμως της αρετής και του ατόμου των δεν είναι δυνατόν να είναι κανείς φίλος προς πολλούς, είναι δε αρκετόν να εύρη έστω και ολίγους τοιούτους. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. &Αν οι φίλοι χρειάζονται μάλλον εις την ευτυχίαν ή εις την δυστυχίαν& ― Αλλ' άραγε εις τας ευτυχίας χρειάζονται περισότερον οι φίλοι, ή εις τας δυστυχίας; Διότι και εις τας δύο περιπτώσεις είναι περιζήτητοι. Δηλαδή και όσοι ατυχούν, έχουν ανάγκην βοηθείας, και όσοι ευτυχούν έχουν ανάγκην από συντρόφους και από ανθρώπους τους οποίους να ευεργετήσουν. Διότι έχουν επιθυμίαν να ευεργετούν. Και λοιπόν οι φίλοι είναι αναγκαιότατοι εις τας δυστυχίας, και διά τούτο εις αυτάς χρειάζονται οι φίλοι της χρησιμότητος, καλλίτεροι όμως είναι εις τας ευτυχίας και διά τούτο έκαστος ζητεί τους καλούς. Και είναι καλλίτερον αυτούς να ευεργετή και να συναναστρέφεται κανείς. Διότι και μόνη η παρουσία αυτών των φίλων είναι ηδονική και εις τας ευτυχίας και εις τας δυστυχίας. Δηλαδή ανακουφίζονται όσοι έχουν λύπην, όταν συμπονούν και οι φίλοι των. Διά τούτο ίσως θέση κανείς το ερώτημα, άραγε είναι ωσάν να σηκώνουν μαζί ένα βάρος, ή δεν συμβαίνει αυτό, αλλά μόνον η παρουσία αυτών είναι ηδονική και η συναίσθησις ότι τους συλλυπούνται ελαττώνει την λύπην των. Και λοιπόν αν δι' αυτό ή διά κανένα άλλον λόγον ανακουφίζονται, ας το αφήσωμεν κατά μέρος. Οπωσδήποτε όμως φαίνεται ότι είναι γεγονός, αυτό που είπαμεν. Φαίνεται δε ότι η παρουσία αυτών είναι κάπως ανάμικτος. Δηλαδή το να βλέπη κανείς απλώς τους φίλους και μάλιστα όταν ατυχή, είναι ηδονικόν και προξενεί κάποιαν βοήθειαν διά να μη λυπήται ― διότι ο φίλος είναι παρηγορητικός και εις το βλέμμα και με τους λόγους, όταν είναι επιτήδειος, διότι γνωρίζει το ήθος του φίλου του και με ποία ευχαριστείται και λυπείται. ― Το να αισθάνεται πάλιν όμως ότι αυτός λυπείται διά τας ιδικάς του ευτυχίας είναι λυπηρόν. Διότι έκαστος αποφεύγει να γίνη αίτιος λύπης εις τους φίλους του. Διά τούτο όστις μεν είναι ανδροπρεπής κατά την φύσιν, αποφεύγει να μεταδίδη εις τους φίλους την λύπην του, και αν δεν παρακάμνη την αποχήν των από την λύπην του, δεν ανέχεται όμως την λύπην η οποία γεννάται εις εκείνους, και εν γένει δεν δέχεται πλησίον συντρόφους των θρήνων του, διότι και ο ίδιος δεν είναι κατάλληλος να θρηνή δι' εκείνους. Τα γύναια όμως και οι όμοιοι με αυτά άνδρες ευχαριστούνται με εκείνους, οι οποίοι στενάζουν μαζί των, και τους αγαπούν ως φίλους και πονετικούς. Βεβαίως όμως πρέπει εις όλα να μιμούμεθα τον καλλίτερον. Η δε παρουσία των φίλων εις τας ευτυχίας και την συναναστροφήν την καθιστά ευχάριστον, και γεννά την συναίσθηση ότι ευχαριστούνται διά τα αγαθά μας. Διά τούτο ίσως φανή ορθόν εις μεν τας ευτυχίας να προσκαλούμεν προθύμως τους φίλους ― διότι είναι καλόν να είναι κανείς ευεργετικός. Εις τας ατυχίας όμως ουχί με προθυμίαν ― διότι πρέπει όσον το δυνατόν ολιγώτερον να μεταδίδωμεν τα κακά. Διά τούτο είναι ορθόν το : Φθάνει η δική μου συμφορά {17}.... Κυρίως δε πρέπει να τους προσκαλή κανείς, όταν πρόκειται ολίγον στενοχωρούμενοι αυτοί να ωφελήσουν τον φίλον των μεγάλως. Ίσως δε είναι ορθόν αντιστρόφως να πηγαίνη κανείς εις μεν τους ατυχούντας απρόσκλητος και προθύμως ― διότι ιδιότης του φίλου είναι να ευεργετή και προ πάντων τους ευρισκομένους εις ανάγκην, και αν ακόμη δεν το εζήτησαν, διότι τούτο είναι και διά τους δύο καλλίτερον και ηδονικώτερον. Εις δε τας ευτυχίας διά να συμπράξη μεν πρέπει να πηγαίνη προθύμως ― διότι εις αυτό χρειάζονται οι φίλοι ― διά να απολαύση όμως πρέπει να πηγαίνη απροθύμως ― διότι δεν είναι καλόν να επιδιώκη προθύμως να ωφεληθή. Ίσως όμως πρέπει να προσέξωμεν μήπως φανώμεν ότι δεν ευχαριστούμεθα με αυτόν, όταν τον αποφεύγωμεν. Διότι αυτό συμβαίνει κάποτε. Επομένως η παρουσία των φίλων φαίνεται εις όλας τας περιστάσεις προτιμοτέρα. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. &Η συμβίωσις ως αληθής φιλία&. ― Αλλ' άραγε καθώς εις τους ερωτευμένους, είναι αρεστότατον να βλέπουν, και προτιμούν περισσότερον αυτήν την αίσθησιν από τας άλλας, διότι κυρίως με αυτήν υφίσταται και γεννάται ο έρως, δεν είναι ομοίως και εις τους φίλους προτιμοτέρα η συναναστροφή; Διότι η φιλία είναι επιμιξία. Και καθώς κανείς φέρεται με τον εαυτόν του, ομοίως φέρεται και με τον φίλον του. Ως προς τον εαυτόν του όμως είναι προτιμητέον το να αισθάνεται ότι υπάρχει, επομένως και διά τον φίλον του το ίδιον συμβαίνει. Η δε ενέργεια της αισθήσεως αυτής υφίσταται εις την συναναστροφήν, επομένως ευλόγως επιθυμούν αυτήν. Και ό,τι χαρακτηρίζει την ύπαρξίν των, ή ό,τι τους κάμνει να προτιμούν την ζωήν, εις αυτό θέλουν να συναναστρέφονται τους φίλους των. Διά τούτο άλλοι μεν συμποσιάζουν, άλλοι δε ταβλίζουν μαζί, άλλοι πάλιν γυμνάζονται μαζί και άλλοι κυνηγούν ή φιλοσοφούν, και όλοι αυτοί περνούν τας ώρας των με εκείνο το οποίον αγαπούν περισσότερον από όλα εις την ζωήν των. Διότι, αφού θέλουν να περνούν μαζί με τους φίλους των, εκτελούν εκείνα και συμμετέχουν με εκείνα, με όσα νομίζουν ότι υπάρχει συμβίωσις αληθινή. Επομένως γίνεται η μεν φιλία των κακών κακή ― διότι συμμετέχουν κακών πράξεων χωρίς να είναι σταθεροί, και έπειτα γίνονται και κακοί, επειδή γίνονται όμοιοι μεταξύ των ― η δε φιλία των καλών είναι καλή, διότι εποικοδομείται με τας συναναστροφάς. Φαίνεται δε ότι αυτοί γίνονται καλλίτεροι, και διότι επενεργούν και διορθόνουν ο είς τον άλλον. Διότι απανθίζουν από τους άλλους έκαστος όσα του αρέσουν, διά τούτο είναι ορθόν το: Απ' τους καλούς ωφέλιμα θα μάθης. Αυτά λοιπόν είναι αρκετά περί φιλίας. Τόρα δε ίσως είναι κατάλληλον να ομιλήσωμεν περί ηδονής. ΒΙΒΛΙΟΝ Κ. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. &Ηδονή.& &Σπουδαιότης του ζητήματος&. ― Τόρα δε πλέον είναι καιρός να ομιλήσωμεν περί ηδονής. Διότι φαίνεται ότι αυτή πολύ συνεδέθη με το γένος μας, και διά τούτο εις την εκπαίδευσιν των νέων φροντίζουν να τους πηδαλιουχήσουν με την ηδονήν και την λύπην. Φαίνεται ότι είναι σπουδαιότατον και διά την χρηστότητα του ήθους το να ευχαριστούνται με όσα πρέπει και να μισούν όσα πρέπει. Διότι αυτά διαρκούν εις όλην την ζωήν, και εξασκούν ροπήν και δύναμιν διά την αρετήν και την ευτυχισμένην ζωήν. Διότι τα μεν ηδονικά τα προτιμούν, τα δε λυπηρά τα αποφεύγουν. Ίσως λοιπόν δεν πρέπει διόλου να παραμελήσωμεν αυτά, αφού μάλιστα επιδέχονται πολλήν αμφισβήτησιν. Δηλαδή άλλοι μεν θεωρούν την ηδονήν ως αγαθόν, άλλοι δε εξ εναντίας την θεωρούν ως εντελώς ποταπόν, και από αυτούς ίσως μερικοί μεν το λέγουν διότι είναι πεπεισμένοι ότι είναι ποταπόν, μερικοί δε διότι νομίζουν ότι είναι συμφερώτερον διά τον βίον μας να ονομάζωμεν την ηδονήν ποταπόν, έστω και αν δεν είναι πραγματικώς τοιαύτη. Διότι οι περισσότεροι είναι επιρρεπείς προς αυτήν και είναι δούλοι των ηδονών, και δι'αυτό πρέπει να τους σύρωμεν εις το αντίθετον, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον ημπορούν να έλθουν εις την μέσην. Αλλά μη τυχόν αυτό δεν λέγεται ορθώς. Διότι οι λόγοι οι περιστρεφόμενοι εις τα πάθη και τας πράξεις είναι ολιγώτερον πιστευτοί από τα έργα. Όταν λοιπόν οι λόγοι διαφωνούν με όσα βλέπουν αισθητώς οι νέοι, τότε περιφρονούνται και αναιρούν και το αληθινόν των μέρος. Δηλαδή όστις κατηγορεί την ηδονήν, όταν μίαν φοράν παρατηρηθή ότι την επιθυμεί, φαίνεται ότι έχει κλίσιν εις αυτήν, και ότι την θεωρεί προτιμητέαν καθ' όλην την γραμμήν. Διότι εις τον καθορισμόν των ορίων δεν έχουν ικανότητα οι περισσότεροι. Και βεβαίως οι αληθείς λόγοι φαίνεται ότι δεν είναι μόνον χρήσιμοι διά την γνώσιν, αλλά και διά τον βίον. Δηλαδή, όταν συνάδουν με τα έργα, γίνονται πιστευτοί, και διά τούτο παρορμούν τους εννοούντας αυτούς να ζουν συμφώνως με αυτούς. Και λοιπόν αυτά μεν είναι αρκετά, όσα δε ελέχθησαν από άλλους έως τόρα περί της ηδονής, ας τα προσέξωμεν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. &Η ηδονή ως το αγαθόν κατά Εύδοξον&. ― Λοιπόν ο μεν Εύδοξος ενόμιζε ότι η ηδονή είναι το κυρίως αγαθόν, διότι έβλεπε ότι τα πάντα επιθυμούν αυτήν και τα λογικά και τα άλογα, έλεγε δε ότι εις όλα το προτιμώμενον είναι το ορθόν και το κυρίως ωφέλιμον. Και εσυμπέραινε ότι το να τείνουν όλα τα όντα εις το ίδιον πράγμα σημαίνει ότι αυτό είναι το καλλίτερον ― διότι το καθέν ευρίσκει ποίον είναι διά τον εαυτόν του αγαθόν καθώς ευρίσκει και την τροφήν του. Επομένως ό,τι είναι δι' όλα τα όντα αγαθόν και ό,τι επιθυμούν όλα τα όντα, αυτό είναι το κυρίως αγαθόν. Επιστεύοντο δε οι λόγοι του μάλλον διά την χρηστότητα του ήθους του, παρά διά την αξίαν των. Διότι εφαίνετο ότι είναι καθ' υπερβολήν σώφρων. Επομένως εφαίνετο ότι δεν τα έλεγε αυτά ως φίλος της ηδονής, αλλά διότι αυτή είναι η αλήθεια. Εξ ίσου δε ενόμιζε ότι αποδεικνύεται το πράγμα από το αντίθετον. Δηλαδή η λύπη καθ' εαυτήν είναι άξια αποφυγής δι' όλα τα όντα, επομένως επίσης είναι άξιον προτιμήσεως το αντίθετον. Κυρίως δε είναι προτιμητέον εκείνο, το οποίον δεν προτιμούμεν ούτε εξ αιτίας άλλου, ούτε προς χάριν άλλου. Τοιούτον δε ομολογουμένως έλεγε ότι είναι η ηδονή. Διότι κανείς δεν ερωτά προσθέτως προς χάριν τίνος πράγματος ευχαριστείται, διότι η ηδονή είναι καθ' εαυτήν προτιμητέα. Όταν δε προστεθή εις έν οποιονδήποτε από τα αγαθά, το καθιστά περισσότερον προτιμητέον, λόγου χάριν την δικαιοπραξίαν και σωφροσύνην. Επομένως το αγαθόν επιδέχεται και αύξησιν εαυτού. Λοιπόν φαίνεται ότι αυτός ο λόγος αποδεικνύει την ηδονήν ως έν από τα αγαθά, και κανέν αγαθόν δεν θεωρεί ανώτερον από το άλλο, διότι λέγει ότι παν αγαθόν, όταν είναι μαζί με άλλο αγαθόν, είναι προτιμότερον, παρά απομονωμένον. Ακριβώς όμως με παρόμοιον επιχείρημα και ο Πλάτων {18} λέγει αναιρετικώς ότι η ηδονή δεν είναι το κυρίως αγαθόν. Δηλαδή ότι ο ηδονικός βίος είναι προτιμότερος όταν συνοδεύεται με φρόνησιν, παρά μόνος του. Και ότι, αφού το μικτόν είναι καλλίτερον, δεν είναι η ηδονή το κυρίως αγαθόν. Δηλαδή ότι το αγαθόν δεν γίνεται καλλίτερον οτιδήποτε και αν προστεθή εις αυτό. Επομένως είναι φανερόν ότι το αγαθόν δεν είναι ούτε κανέν άλλο πράγμα το οποίον καθίσταται προτιμότερον όταν προστεθή εις αυτό έν από τα καθαυτό αγαθά. Τότε λοιπόν ποίον είναι τοιούτον, ώστε να το απολαύσωμεν και ημείς; Δηλαδή έν τοιούτον ζητούμεν να εύρωμεν. &Υπεράσπισις της γνώμης του Ευδόξου&. ― Όσοι λοιπόν φέρουν ένστασιν ότι δεν είναι αγαθόν εκείνο, το οποίον επιθυμούν όλα τα όντα, ας προσέξωμεν μήπως λέγουν φλυαρίας. Διότι όσα φρονούν όλοι, αυτά λέγομεν ότι είναι πραγματικά. Όστις, δε αναιρεί αυτήν την πεποίθησιν, δεν θα ημπορέση να ειπή πολύ πειστικώτερα επιχειρήματα. Διότι, εάν μόνον τα ανοητότερα όντα ωρέγοντο αυτό, ίσως είχε κάποιαν αξίαν το επιχείρημα, αφού όμως το ορέγονται και τα φρόνιμα, πώς είναι δυνατόν να λέγη αυτός τίποτε σπουδαίον; Ίσως όμως υπάρχει και, εις τα μηδαμινά πράγματα κάποιον φυσικόν αγαθόν, καλλίτερον από όσον αξίζουν τα ίδια, και το οποίον επιθυμεί το συγγενικόν του αγαθόν. Επίσης δε δεν φαίνεται ότι είναι ορθόν και αυτό, το οποίον λέγουν περί του αντιθέτου. Δηλαδή δεν λέγεται ορθώς, ότι, αφού η λύπη είναι κακόν, θα είναι η ηδονή αγαθόν. Διότι ημπορεί να αντιτίθεται και κακόν προς άλλο κακόν, και τα δύο κακά προς κάποιον ουδέτερον, και πάλιν, ημπορεί αυτοί οι λόγοι να μην είναι εσφαλμένοι και όμως να μην εφαρμόζωνται εις αυτά που είπαμεν. Διότι, αν ήσαν και τα δύο κακά (η ηδονή και η λύπη), έπρεπε να είναι επίσης και τα δύο άξια αποφυγής, εάν δε κανέν από τα δύο δεν είναι κακόν, έπρεπε επίσης κανέν από τα δύο να μην είναι άξιον αποφυγής. Τόρα όμως φανερά οι άνθρωποι την μεν λύπην αποφεύγουν ως κακόν, την δε ηδονήν την ζητούν ως αγαθόν. Φανερά λοιπόν είναι και αντίθετα. &Αναίρεσις των γνωμών του Πλάτωνος περί ηδονής&. ― Εκτός τούτου, και αν δεν υπάρχη ηδονή των ποιοτήτων, δεν έπεται ότι δεν υπάρχει ούτε των αγαθών. Διότι ούτε αι ενέργειαι της αρετής είναι ποιότητες, ούτε η ευτυχία. Λέγουν δε ακόμη ότι το μεν αγαθόν είναι ωρισμένον, η δε ηδονή αόριστος, διότι επιδέχεται αυξομείωσιν. Λοιπόν, εάν μεν ούτω πως κρίνουν περί της ηδονής, τότε θα παραδεχθούν αυτό και διά την δικαιοσύνην και τας άλλας αρετάς, ως προς τας οποίας παραδέχονται ότι είναι αυξομειωτική η ποιότης των εχόντων αυτάς ― δηλαδή και οι δίκαιοι επιδέχονται αυξομείωσιν και οι ανδρείοι, επίσης δε είναι δυνατόν να δικαιοπραγή κανείς και να σωφρονή αυξομειωτικώς. Ως προς τας ηδονάς όμως ας προσέξωμεν μήπως δεν λέγουν την αληθινήν αιτίαν, όταν λέγουν ότι άλλαι μεν είναι αμιγείς άλλαι δε μικταί. Και έπειτα τι εμπόδιον υπάρχει, καθώς η υγεία, αν και είναι ωρισμένη, όμως επιδέχεται αυξομείωσιν, το ίδιον να επιδέχεται και η ηδονή; Διότι δεν υπάρχει το ίδιον μέτρον εις όλα, ούτε εις το ίδιον πράγμα υπάρχει πάντοτε το ίδιον μέτρον, αλλά μέχρι τινός βαθμού μένει χαλαρόν και προξενεί διαφοράν αυξομειωτικώς. Επομένως πιθανόν να συμβαίνη τοιούτον τι και ως προς την ηδονήν. Έπειτα παραδέχονται το αγαθόν ως τέλειον, τας δε κινήσεις και γενέσεις ατελείς, και ούτω πως προσπαθούν να παραστήσουν την ηδονήν ως κίνησιν και γένεσιν. Φαίνεται όμως ότι δεν έχουν δίκαιον ούτε όσοι λέγουν ότι η ηδονή δεν είναι κίνησις. Διότι εις όλα τα όντα φαίνεται ότι υπάρχει ατομική ταχύτης και βραδύτης, και αν όχι καθ' εαυτήν, καθώς είναι η ταχύτης του κόσμου, τουλάχιστον ως προς άλλο. Εις την ηδονήν όμως κανέν από αυτά τα δύο δεν υπάρχει. Δηλαδή να μεταβληθή μεν κανείς ταχέως εις ηδονικήν κατάστασιν είναι δυνατόν, καθώς και να οργισθή, όχι όμως και ενεστωτικώς να απολαμβάνη ηδονήν ταχέως. Ούτε πάλιν σχετικώς με άλλον, ημπορεί όμως να βαδίζη και να μεγαλόνη σχετικώς με άλλον και να κάμνη ομοίως όλα τα παρόμοια. Και λοιπόν να μεταβληθώμεν γλήγορα ή αργά εις κατάστασιν ηδονικήν είναι δυνατόν, να ενεργούμεν όμως κατά την διάρκειαν αυτής γλήγορα δεν είναι δυνατόν, εννοώ δε να ευχαριστούμεθα ενεστωτικώς. Έπειτα η γένεσις ποίαν έννοιαν είναι δυνατόν να έχη; Δηλαδή φαίνεται ότι δεν παράγεται έν τυχαίον από άλλο τυχαίον, αλλά από ό,τι παράγεται, εις αυτό και επιστρέφει. Και εις ό,τι είναι γένεσις η ηδονή, εις τούτο είναι καταστροφή η λύπη. Δι' αυτό και ονομάζουν την μεν λύπην έλλειψιν της φυσικής υπάρξεως, την δε ηδονήν αναπλήρωσιν. Αυτά δε τα πάθη είναι σωματικά. Αφού λοιπόν η ηδονή είναι αναπλήρωσις της φυσικής καταστάσεως, τότε ίσως απολαύσει εκείνο, με το οποίον γίνεται η αναπλήρωσις, επομένως το σώμα. Και όμως δεν φαίνεται πιθανόν. Επομένως η ηδονή δεν είναι αναπλήρωσις, αλλά μόνον κατά την διάρκειαν της αναπληρώσεως θα ευχαριστήται ίσως κανείς, καθώς και την ώραν της εγχειρήσεως πονεί. Η γνώμη όμως αυτή φαίνεται ότι προήλθε από τας λύπας και ηδονάς αι οποίαι περιστρέφονται εις την τροφήν. Δηλαδή, ενώ έχομεν έλλειψιν και αισθανόμεθα προηγουμένως λύπην, κατόπιν ευφραινόμεθα με την αναπλήρωσιν. Τούτο όμως δεν συμβαίνει εις όλας τας ηδονάς. Διότι άνευ λύπης ηδοναί είναι αι μαθηματικαί, και από τας ηδονάς των αισθητηρίων αι γινόμεναι με την όσφρησιν, έπειτα δε και αι ακροάσεις και πολλά θεάματα και αναμνήσεις και ελπίδες {19}. Τότε λοιπόν τίνος πράγματος γενέσεις θα τας ονομάσωμεν αυτάς; Διότι δεν υπήρξε κανενός πράγματος έλλειψις, του οποίου να επήλθε κορεσμός. &Αναίρεσις των οχυρουμένων όπισθεν των αισχρών ηδονών&. ― Εις δε τους φέροντας ως παράδειγμα τας αισχράς ηδονάς ημπορεί να απαντήση κανείς ότι αυταί δεν είναι ηδοναί. Διότι, εάν αυταί φαίνονται ηδοναί εις τους έχοντας κακήν διάθεσιν, δεν πρέπει γενικώς και άλλοι εκτός αυτών να τας νομίζουν ηδονικάς, καθώς δεν πρέπει να νομίσουν υγιεινά ή γλυκά ή πικρά όσα φαίνονται τοιαύτα εις τους ασθενείς, ούτε πάλιν λευκά όσα φαίνονται λευκά εις τους πάσχοντας εις την όρασιν. Επομένως πρέπει άραγε να λέγωμεν ούτω πως, ότι δηλαδή αι μεν ηδοναί είναι προτιμητέαι, όχι όμως από το δείνα πράγμα, καθώς είναι καλόν και να γίνη κανείς πλούσιος όχι από προδοσίας, ομοίως δε και να είναι υγιής, όχι όμως αφού φάγη οτιδήποτε; Ή πρέπει να δεχθώμεν ότι αι ηδοναί είναι διαφόρων ειδών; Διότι είναι διαφορετικαί αι γεννώμεναι από τα καλά και αι γεννώμεναι από τα αισχρά, και ότι δεν είναι δυνατόν να δοκιμάση κανείς την ηδονήν του δικαίου, αν δεν είναι δίκαιος, ούτε την ηδονήν του μουσικού, αν δεν είναι μουσικός, ομοίως δε και εις τα άλλα. Φαίνεται δε ότι κάμνει τούτο σαφές και ο φίλος, ο οποίος διαφέρει από τον κόλακα, ότι δηλ. δεν είναι αγαθόν η ηδονή, ή ότι υπάρχουν διαφόρων ειδών ηδοναί. Διότι εκείνος μεν συναναστρέφεται χάριν του αγαθού, αυτός όμως χάριν της ηδονής, και αυτός μεν ονειδίζεται, εκείνον όμως τον επαινούν, διότι συναναστρέφεται χωρίς συμφέρον. Έπειτα κανείς δεν θα προτιμήση να ζη έχων διάνοιαν ενός παιδίου, και προ πάντων να ευχαριστήται με όσα ευχαριστούνται τα παιδία, ούτε να χαίρη, όταν εκτελή κανέν από τα αίσχιστα, εάν πρόκειται να λυπηθή ποτέ εις το μέλλον. Έπειτα είναι δυνατόν να καταγινώμεθα εις πολλά πράγματα, και όταν δεν μας φέρουν προσθέτως καμμίαν ηδονήν, λόγου χάριν να βλέπωμεν, να απομνημονεύωμεν, να μανθάνωμεν, να έχωμεν τας αρετάς. Εάν όμως κατ' ανάγκην συνοδεύωνται αυτά από ηδονάς, αυτό δεν έχει καμμίαν σημασίαν. Διότι ημείς θα τα επροτιμούσαμεν, και αν δεν προήρχετο από αυτά καμμία ηδονή. Ότι λοιπόν ούτε το αγαθόν είναι η ηδονή, ούτε πάσα ηδονή είναι προτιμητέα, φαίνεται ότι έγινε φανερόν, και ότι υπάρχουν μερικαί ηδοναί προτιμητέαι καθ' εαυτάς, αι οποίαι είναι διάφοροι κατά το είδος ή κατά την προέλευσιν. Και λοιπόν ημπορούμεν να θεωρήσωμεν ότι είπαμεν αρκετά διά τας γνώμας των άλλων περί ηδονής. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. &Η φύσις των ηδονών&. ― Αλλά τόρα ποία είναι η ουσία ή η ποιότης της ηδονής, ίσως εννοηθή σαφέστερον, αν αρχίσωμεν πάλιν από την αρχήν. Δηλαδή φαίνεται ότι η μεν όρασις είναι τελεία εις οποιανδήποτε στιγμήν ― διότι δεν έχει έλλειψιν κανενός πράγματος, το οποίον αφού προστεθή κατόπιν εις αυτήν θα συμπληρώση την μορφήν της. Φαίνεται δε ότι και ηδονή είναι κάτι τι παρόμοιον. Δηλαδή είναι ακεραία και δεν υπάρχει στιγμή, κατά την οποίαν ημπορεί να απολαύση κανείς τοιαύτην ηδονήν ώστε να τελειοποιήται η μορφή, όταν διαρκέση περισσοτέραν ώραν. Διά τούτο η ηδονή δεν είναι ούτε κίνησις. Διότι πάσα κίνησις συμβαίνει εις διάστημα χρονικόν και έχει κάποιον αποτέλεσμα, καθώς λόγου χάριν η οικοδομική, και τότε μόνον γίνεται τελεία, όταν εκτελέση ό,τι επιδιώκει, δηλαδή εις όλον το απαιτούμενον προς τούτο ωρισμένον χρονικόν διάστημα. Όσαι δε κινήσεις γίνονται εις τεμάχια χρόνου, είναι όλαι ατελείς, και διαφέρουν κατά το είδος και από την ακεραίαν και μεταξύ των• λόγου χάριν η συναρμογή των λίθων διαφέρει από τας ραβδώσεις του κίονος, και αυταί πάλιν διαφέρουν από την κατασκευήν του ναού. Και η μεν κατασκευή του ναού είναι τελεία ― διότι δεν έχει έλλειψιν κανενός πράγματος διά τον σκοπόν του ― η κατασκευή όμως της κρηπίδος ή της τριγλύφου είναι ατελής ― διότι εκάστη από αυτάς είναι κατασκευή ενός τεμαχίου. Επομένως διαφέρουν κατά την μορφήν και δεν είναι δυνατόν εις οποιονδήποτε χρονικόν τμήμα να αποκτήσουν τελείαν κίνησιν (σύνθεσιν) ως προς την μορφήν των, αλλά το πολύ εις έν χρονικόν σύνολον. Ομοίως δε και εις τα είδη των βαδισμάτων και εις τα άλλα. Διότι, εάν η μεταφορά είναι κίνησις από τόπου εις τόπον, τότε και αυτής της κινήσεως υπάρχουν διάφορα είδη, καθώς είναι η πτήσις, το βάδισμα, το πήδημα και τα παρόμοια. Και όχι μόνον κατ' αυτόν τον τρόπον υπάρχει διαφορά, αλλά και εις το ίδιον το βάδισμα. Διότι η αφετηρία και το τέρμα δεν είναι το ίδιον εις ολόκληρον το στάδιον όπως εις έν μέρος αυτού, και πάλιν δεν είναι εις έν μέρος όπως εις έν άλλο μέρος, ούτε το να διατρέχωμεν αυτήν εδώ την γραμμήν είναι το ίδιον με εκείνην. Διότι δεν διερχόμεθα απλήν γραμμήν, αλλά και την τοποθεσίαν της εις ένα τόπον, και ο τόπος αυτής είναι διαφορετικός από τον τόπον εκείνης. Και βεβαίως με ακρίβειαν περί κινήσεως ωμιλήσαμεν εις άλλα συγγράμματα {20}. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι τελεία η κίνησις ούτε εις το σύνολον του χρόνου, αλλ' αι περισσότεραι είναι ατελείς και διαφόρου είδους, αφού βεβαίως η αφετηρία και το τέρμα είναι χαρακτηριστικόν γνώρισμα της διαφοράς του είδους. Της ηδονής όμως το είδος είναι τέλειον εις οποιανδήποτε στιγμήν. Είναι λοιπόν φανερόν ότι είναι διάφορα μεταξύ των αυτά τα δύο και ότι η ηδονή είναι κάτι τι από τα ακέραια και τέλεια. Τούτο δε ημπορεί να το κρίνη κανείς και εκ του ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχη κίνησις έξω από τον χρόνον, ηδονή όμως υπάρχει. Διότι, η ηδονή αυτής της στιγμής είναι ακεραία. Εξ όλων δε αυτών είναι φανερόν και ότι δεν είναι ορθή η γνώμη, ότι η ηδονή, είναι κίνησις ή γένεσις. Διότι αυτά δεν εφαρμόζονται εις όλα τα πράγματα, αλλά εις τα επιδεχόμενα διαίρεσιν και τα μη ακέραια. Δηλαδή ούτε της οράσεως υπάρχει γένεσις, ούτε της στιγμής ούτε της μονάδος, και κανέν από αυτά δεν είναι ούτε κίνησις ούτε γένεσις. Επομένως ούτε εις την ηδονήν δεν εφαρμόζονται, διότι είναι ακεραία. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. &Οι όροι της τελείας ενεργείας&. ― Επειδή δε πάσα αίσθησις ενεργεί ως προς το αισθητόν, και τελείως ενεργεί η εν καλή καταστάσει αίσθησις ως προς το καλλίτερον πράγμα από όσα υποπίπτουν εις την αίσθησιν ― διότι κάτι τι παρόμοιον φαίνεται ότι είναι η τελεία ενέργεια ― και είτε λέγομεν ότι η ιδία ενεργεί είτε με εκείνο με το οποίον υφίσταται δεν έχει σημασίαν, διά τούτο έπεται ότι εις τα καθέκαστα καλλιτέρα είναι η ενέργεια του ευρισκομένου εις την καλλιτέραν κατάστασιν ως προς το καλλίτερον πράγμα από όσα υποπίπτουν εις αυτήν. Αυτή δε ημπορεί να είναι η τελειοτάτη και η ηδονικωτάτη. Διότι εις πάσαν αίσθησιν υπάρχει ηδονή, καθώς και εις πάσαν διανόησιν και σκέψιν, ηδονικωτάτη δε είναι η τελειοτάτη, τελειοτάτη δε η ηδονή του εις καλήν κατάστασιν ευρισκομένου ως προς το ανώτερον από όλα όσα υπάγονται εις αυτήν. Τελειοποιεί δε την ενέργειαν η ηδονή. Δεν τελειοποιεί όμως κατά τον ίδιον τρόπον η ηδονή και το αισθητόν μαζί με την αίσθησιν, όταν είναι σπουδαία, καθώς και η υγεία και ο ιατρός δεν είναι ομοίως αιτία του να είμεθα υγιείς. Ότι δε εις εκάστην αίσθησιν υπάρχει ιδιαιτέρα ηδονή είναι προφανές. Λέγομεν δηλαδή ότι τα δείνα θεάματα και ακροάματα είναι ηδονικά. Είναι δε επίσης φανερόν ότι είναι και εις τον ανώτατον βαθμόν ηδονικά, όταν και η αίσθησις είναι τελειοτάτη και το πράγμα ως προς το οποίον ενεργεί. Αφού δε είναι τοιαύτα και το αισθητόν και το αισθανόμενον, πάντοτε θα υπάρχη ηδονή, διότι υπάρχει βεβαίως το ενεργητικόν και το παθητικόν. Τελειοποιεί δε την ενέργειαν η ηδονή όχι ως διάθεσις ενυπάρχουσα εις αυτήν, αλλά ως κάποιον επερχόμενον αποτέλεσμα, καθώς είναι εις τους ακμαίους η ανθηρότης. Εν όσω λοιπόν είναι καθώς πρέπει το αισθητόν ή το νοητόν πράγμα, καθώς και η κρίσις ή η σκέψις, θα υπάρχη και εις την ενέργειαν η ηδονή. Διότι, αφού είναι όμοια και έχουν εκ φύσεως συμφωνίαν μεταξύ των το παθητικόν και το ενεργητικόν, είναι προωρισμένον να συμβαίνη πάντοτε το ίδιον. &Αδύνατος η συνεχής ηδονή&. ― Πώς λοιπόν κανείς δεν ημπορεί συνεχώς να αισθάνεται ηδονήν; Ή μήπως διότι και αποκάμνει; Διότι όλα τα ανθρώπινα δεν είναι δυνατόν να ενεργούν κατά συνέχειαν. Επομένως δεν υπάρχει ούτε συνεχής ηδονή. Διότι η ηδονή συμβαδίζει με την ενέργειαν. Μερικά δε ευχαριστούν όσον είναι νέα, ύστερον δε όχι τόσον πολύ δι' αυτούς τους λόγους. Διότι εις την αρχήν προκαλείται ο νους. Και ενεργεί με έντασιν ως προς αυτά, καθώς εις την όρασιν όσοι βλέπουν ασκαρδαμυκτί, κατόπιν όμως δεν είναι ομοία η ενέργεια αλλά παρημελημένη. Διά τούτο και η ηδονή επισκιάζεται. Ίσως δε νομίση κανείς ότι την ηδονήν την επιθυμούν όλοι καθώς επιθυμούν την ζωήν. Η ζωή όμως είναι ενέργεια και έκαστος ενεργεί ηδονικώς εις εκείνα τα πράγματα και με εκείνα τα όργανα τα οποία αγαπά περισσότερον• λόγου χάριν ο μεν μουσικός με την ακοήν του εις τας μελωδίας, ο δε φιλομαθής με την διάνοιαν εις τας θεωρίας, ομοίως δε και έκαστος από τους άλλους. Η δε ηδονή τελειοποιεί τας ενεργείας, επομένως και την ζωήν, την οποίαν επιθυμούν. Επομένως ευλόγως επιθυμούν και την ηδονήν. Διότι εις έκαστον αυτή τελειοποιεί την ζωήν του, η οποία είναι προτιμητέα. Αν δε χάριν της ηδονής προτιμώμεν την ζωήν ή χάριν της ζωής την ηδονήν, ας το αφήσωμεν κατά μέρος προς το παρόν. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. &Αλληλεγγύη μεταξύ ηδονής και ενεργείας&. ― Δηλαδή αυτά φαίνεται ότι είναι αλληλένδετα και δεν επιδέχονται χωρισμόν. Διότι χωρίς ενέργειαν δεν υπάρχει ηδονή, και πάλιν πάσαν ενέργειαν την τελειοποιεί η ηδονή. Διά τούτο φαίνεται ότι είναι διαφόρων ειδών. Διότι όσα είναι διαφόρου είδους νομίζομεν ότι τελειοποιούνται από διαφόρων ειδών αιτίας. Δηλαδή τοιαύτα φαίνονται και τα φυσικά και τα τεχνητά, λόγου χάριν τα ζώα και τα δένδρα και η εικών και το άγαλμα και η οικία και το έπιπλον. Ομοίως δε και αι ενέργειαι αι οποίαι είναι διαφόρου είδους τελειοποιούνται από διαφόρου είδους αιτίας. Διαφέρουν δε αι ενέργειαι της διανοίας από τας ενεργείας των αισθητηρίων, και αι τελευταίαι πάλιν μεταξύ των ως προς το είδος. Επομένως διαφέρουν και αι ηδοναί αι οποίαι τας τελειοποιούν. Τούτο δε ημπορεί να εννοηθή και εκ του ότι εκάστη ηδονή είναι αλληλένδετος με την ενέργειαν, την οποίαν τελειοποιεί. Διότι, όσον αυξάνει η σχετική ηδονή, τόσον αυξάνει και την ενέργειάν της. Δηλαδή περισσότερον κρίνουν τα καθέκαστα και τα λεπτολογούν όσοι ενεργούν με ηδονήν λόγου χάριν γεωμετρικοί γίνονται όσοι ευχαριστούνται με την γεωμετρίαν, και αυτοί πάλιν καλλίτερον εννοούν τας λεπτομερείας της, ομοίως δε και οι φιλόμουσοι και οι φιλοικοδόμοι και από τους άλλους προοδεύουν εις το έργον των, όσοι ευρίσκουν ευχαρίστησιν εις αυτό. Επομένως αι ηδοναί μεγαλόνουν μαζί με την ενέργειαν και όσα μεγαλόνουν μαζί είναι συγγενικά. Όσα όμως είναι διαφόρου είδους, επίσης και τα συγγενικά των είναι διαφόρου είδους. Τούτο δε ημπορεί να εννοηθή καλλίτερον εκ του ότι αι ηδοναί αι παραγόμεναι από διαφορετικάς ενεργείας γίνονται εμπόδια εις τας ενεργείας. Λόγου χάριν όσοι αγαπούν τον αυλόν δεν ημπορούν να προσέχουν εις τους λόγους, όταν ακούσουν να διέρχεται αυλητής, διότι περισσότερον τους ευχαριστεί η αυλητική παρά η εντός της διδασκαλίας ενέργεια. Επομένως η ηδονή η παραγομένη από την αυλητικήν τέχνην καταστρέφει την ενέργειαν της ψυχής την περιστρεφομένην εις τους λόγους. Ομοίως δε συμβαίνει τούτο και εις όλα τα άλλα, όταν κανείς ενεργή συγχρόνως ως προς δύο πράγματα. Δηλαδή η ηδονικωτέρα ενέργεια εκτοπίζει την άλλην, και εάν είναι πολύ μεγάλη η διαφορά της ως προς την ηδονήν, την εκτοπίζει περισσότερον, εις τρόπον ώστε ούτε καν να ενεργή κανείς ως προς την άλλην. Διά τούτο, όταν μας ευχαριστή υπερβολικά έν οποιονδήποτε πράγμα, δεν προσέχομεν πολύ εις το άλλο, και πάλιν, όταν έν πράγμα μας αρέση ολίγον, τότε ασχολούμεθα εις άλλα, καθώς λόγου χάριν όσοι μασούν διαρκώς φαγώσιμα εις τα θέατρα, όταν οι ηθοποιοί είναι μηδαμινοί, αυτό κυρίως κάμνουν τότε. Αφού δε η μεν συγγενική ηδονή κάμνει ακριβείς τας ενεργείας και διαρκεστέρας και καλλιτέρας, αι δε ξενικαί τας βλάπτουν, είναι φανερόν ότι απέχουν πολύ. Δηλαδή σχεδόν αι ξενικαί ηδοναί εκτελούν ό,τι εκτελούν αι συγγενικαί λύπαι. Διότι και αι συγγενικαί λύπαι καταστρέφουν τας ενεργείας• λόγου χάριν εάν εις κανένα το να γράφη είναι δυσάρεστον και οχληρόν ή το να υπολογίζη. Δηλαδή εκείνος μεν δεν γράφει, αυτός δε δεν υπολογίζει, διότι είναι ενοχλητική αυτή η ενέργεια. Επομένως εις τας ενεργείας προστίθεται από τας συγγενικάς ηδονάς το αντίθετον παρά ό,τι προστίθεται από τας συγγενικάς λύπας. Συγγενικαί δε είναι όσαι συμβαίνουν εξ αιτίας της ενεργείας καθ' εαυτήν. Αι δε ξενικαί ηδοναί είπαμεν ότι προξενούν κάτι τι παρόμοιον με την λύπην. Δηλαδή καταστρέφουν, όχι όμως ομοίως. &Η αξία της ηδονής εξαρτάται από την ενέργειαν η οποία την γεννά&. ― Καθώς δε αι ενέργειαι έχουν διαφοράν μεταξύ των ως προς την ευπρέπειαν και την χυδαιότητα, και αι μεν πρώται είναι προτιμητέαι, αι δε δεύτεραι άξιαι αποστροφής, ομοίως συμβαίνει και εις τας ηδονάς. Διότι εις εκάστην ενέργειαν υπάρχει συγγενική ηδονή. Και λοιπόν η ηδονή η συγγενική με την σπουδαίαν ενέργειαν, είναι ευπρεπής, η συγγενική όμως με την ποταπήν ενέργειαν είναι χυδαία. Διότι και αι επιθυμίαι ακόμη των μεν καλών πραγμάτων είναι αξιέπαινοι, των δε αισχρών αξιοκατάκριτοι. Είναι δε συγγενικώτεραι διά τας ενεργείας αι κατά την διάρκειαν αυτών υπάρχουσαι ηδοναί παρά αι επιθυμίαι. Διότι αι μεν επιθυμίαι είναι χωρισμέναι και χρονικώς και κατά φύσιν, αι δε ηδοναί είναι αλληλένδετοι με τας ενεργείας και τόσον πολύ αδιαχώριστοι, ώστε να επιδέχεται αμφισβήτησιν μήπως είναι το ίδιον πράγμα η ενέργεια με την ηδονήν. Και όμως δεν φαίνεται να είναι η ηδονή διάνοια ούτε αίσθησις ― διότι αυτό είναι παράλογον ― αλλά μόνον επειδή δεν ξεχωρίζουν, φαίνονται εις μερικούς ότι είναι το ίδιον πράγμα. Καθώς λοιπόν αι ενέργειαι είναι διαφόρων ειδών, ομοίως και αι ηδοναί. Διαφέρει δε ως προς την διαύγειαν η όρασις από την αφήν και η ακοή και η όσφρησις από την γεύσιν. Ομοίως δε διαφέρουν και αι ηδοναί, δηλαδή και από αυτάς διαφέρουν αι περιστρεφόμεναι εις την διάνοιαν, και πάλιν διαφέρουν τα διάφορα είδη των δύο αυτών τάξεων μεταξύ των. Φαίνεται μάλιστα ότι εις έκαστον ζώον υπάρχει ιδιαιτέρα ηδονή, καθώς και έργον, διότι η ηδονή παράγεται εν καιρώ της ενεργείας. Αλλά και όταν κανείς προσέξη εις έκαστον ζώον ημπορεί να εννοήση αυτό. Διότι διάφορος είναι η ηδονή του ίππου και του κυνός και του ανθρώπου, και καθώς λέγει ο Ηράκλειτος ο όνος θα προτιμήση ένα αχυρόδεσμον παρά τον χρυσόν. Διότι η τροφή είναι διά τους όνους ηδονικωτέρα από τον χρυσόν. Λοιπόν αι μεν ηδοναί των ετεροειδών ενεργειών είναι ετεροειδείς, αι δε ηδοναί των ομοειδών ενεργειών είναι λογικόν να μη διαφέρουν. Και όμως δεν έχουν μικράν ποικιλίαν τουλάχιστον εις τους ανθρώπους. Διότι τα ίδια πράγματα άλλους μεν ευχαριστούν, άλλους δε ενοχλούν, και εις άλλους μεν είναι λυπηρά και μισητά, εις άλλους δε ηδονικά και αγαπητά. Και εις τα γλυκά ακόμη το ίδιον συμβαίνει. Δηλαδή δεν φαίνονται όμοια εις τον θερμασμένον και εις τον υγιή, ούτε το ίδιον φαίνεται θερμόν εις τον αδύνατον και εις τον εύρωστον. Ομοίως δε τούτο συμβαίνει και εις άλλα. Φαίνεται δε ότι εις όλας αυτάς τας περιπτώσεις πραγματικόν είναι εκείνο, το οποίον κρίνει ο σπουδαίος. Εάν δε τούτο είναι ορθόν, καθώς και φαίνεται, και αν μέτρον διά κάθε πράγμα είναι η αρετή και ο αγαθός, καθόσον είναι αγαθός, τότε και ηδοναί είναι όσαι φαίνονται εις αυτόν τοιαύται, και ηδονικά όσα ευχαριστούν αυτόν. Όσα όμως αυτός αποτροπιάζεται δεν είναι παράδοξον, αν εις κάποιον άλλον φαίνωνται ηδονικά. Διότι υπάρχουν πολλαί βλάβαι και εκφυλισμοί των ανθρώπων. Αυτά όμως δεν είναι πραγματικώς ηδονικά, παρά φαίνονται μόνον εις τούτους και τους έχοντας ομοίαν διάθεσιν με αυτούς. Και λοιπόν όσαι μεν είναι ομολογουμένως αισχραί, δεν πρέπει να τας ονομάσωμεν ηδονάς, παρά μόνον διά τους διεφθαρμένους. Από τας φαινομένας όμως ευπρεπείς ποίου είδους ή ποία ηδονή θα παραδεχθώμεν ότι ανήκει εις τον άνθρωπον; Ή μήπως αναλόγως των ενεργειών, διότι αυτάς παρακολουθούν αι ηδοναί; Λοιπόν είτε μία είναι είτε πολλαί αι ενέργειαι του τελείου και αξιομακαρίστου ανθρώπου, αι ηδοναί αι οποίαι τελειοποιούν αυτάς ημπορούν κυρίως να λέγωνται ηδοναί ανθρώπινοι, αι δε άλλαι κατά δεύτερον και ελάχιστον λόγον, καθώς και αι ενέργειαι. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ς'. &Η ευτυχία ως ενέργεια&. ― Αφού δε ωμιλήσαμεν περί των αρετών και περί φιλίας και ηδονής, υπολείπεται να ομιλήσωμεν με γενικόν τύπον περί της ευδαιμονίας, διότι αυτήν παραδεχόμεθα ως σκοπόν των ανθρωπίνων πραγμάτων, εάν δε αναθεωρήσωμεν τα προηγούμενα, ημπορεί ο λόγος μας να γίνη συντομώτερος. Είπαμεν λοιπόν ότι δεν είναι διάθεσις, διότι τότε θα ημπορούσε να υπάρχη η ευτυχία και εις τον κοιμώμενον καθ' όλην του την ζωήν, όταν φυτοζωή κανείς, έστω και αν υποφέρη τας μεγαλιτέρας δυστυχίας. Αφού λοιπόν αυτά δεν επιδοκιμάζονται και πρέπει μάλλον να την θεωρήσωμεν ως κάποιαν ενέργειαν, καθώς είπαμεν προηγουμένως, και αφού από τας ενεργείας άλλαι μεν είναι αναγκαίαι και προτιμητέαι χάριν άλλων πραγμάτων, άλλαι δε καθ' εαυτάς, είναι φανερόν ότι πρέπει να θεωρήσωμεν την ευτυχίαν ως κάποιαν από τας καθ' εαυτάς προτιμητέας και όχι χάριν άλλου. Διότι η ευδαιμονία δεν στερείται τίποτε, αλλ' είναι αυτάρκης. Είναι δε προτιμητέαι καθ' εαυτάς εκείναι, από τας οποίας δεν ζητείται τίποτε άλλο έξω από την ενέργειαν. Τοιαύται δε φαίνονται αι ενάρετοι πράξεις. Δηλαδή αι καλαί και σπουδαίαι πράξεις είναι από τας καθ' εαυτάς προτιμητέας. Επίσης δε και τα ηδονικά παιγνίδια. Διότι δεν προτιμούν αυτά χάριν άλλων πραγμάτων. Δηλαδή μάλλον βλάπτονται από αυτά παρά ωφελούνται, επειδή παραμελούν τα σώματά των και τα υπάρχοντά των. Καταφεύγουν δε εις τοιαύτα χασομέρια οι περισσότεροι από τους μακαριζομένους, και διά τούτο πλησίον των τυράννων ευδοκιμούν όσοι είναι ευτράπελοι εις τοιαύτα χασομέρια. Διότι εις όσα εκείνοι επιθυμούν, εις αυτά παρουσιάζουν τον εαυτόν τους ηδονικόν. Και έχουν ανάγκην τοιούτων. Φαίνονται λοιπόν αυτά ότι είναι χαρακτηριστικά της ευτυχίας, διότι όσοι ευρίσκονται μέσα εις τας εξουσίας περνούν τας ώρας των με αυτά, ίσως όμως αι τοιαύται δεν αποτελούν καμμίαν απόδειξιν. Διότι δεν υπάρχει εις τας εξουσίας η αρετή ούτε ο νους, εκ των οποίων προέρχονται αι σπουδαίαι ενέργειαι, ούτε πάλιν, επειδή αυτοί είναι άγευστοι καθαρείας και ευγενούς ηδονής και καταφεύγουν εις τας σωματικάς, διά τούτο πρέπει να τας θεωρήσωμεν αυτάς προτιμοτέρας. Διότι και τα παιδιά θεωρούν ως καλλίτερα όσα εκτιμούν αυτά. Είναι λογικόν λοιπόν καθώς μεταξύ παιδίων και ανδρών υπάρχει διαφορά γνωμών ως προς τα τιμαλφή πράγματα, το ίδιον να υπάρχη και μεταξύ χυδαίων και ευπρεπών. Καθώς λοιπόν είπαμεν πολλάκις, και τίμια και ηδονικά είναι όσα φαίνονται ως τοιαύτα εις τον σπουδαίον. Δι' έκαστον δε είναι προτιμοτέρα η ενέργεια, η οποία συμφωνεί με την ιδικήν του διάθεσιν, επομένως και εις τον σπουδαίον η σύμφωνος με την αρετήν. Επομένως δεν υπάρχει εις το παιγνίδιον η ευδαιμονία. Διότι ακόμη εξ άλλου είναι παράλογον να είναι σκοπός το παιγνίδι και να καταγινώμεθα και να κακοπαθούμεν εις όλην μας την ζωήν χάριν των παιγνιδίων. Δηλαδή όλα γενικώς τα προτιμώμεν χάριν άλλου εκτός της ευτυχίας. Διότι αυτή είναι ο σκοπός. Και βεβαίως το να καταγινώμεθα και να κοπιάζωμεν χάριν του παιγνιδιού φαίνεται ηλιθιότης και πολύ παιδαριώδες. Το να παίζη όμως κανείς χάριν σπουδής, καθώς ο Ανάχαρσις, φαίνεται ότι είναι ορθόν. Διότι το παιγνιδι ομοιάζει με ανάπαυσιν και επειδή οι άνθρωποι δεν ημπορούν να κοπιάζουν συνεχώς, έχουν ανάγκην αναπαύσεως. Επομένως δεν είναι αποτέλεσμα η ανάπαυσις, διότι γίνεται προς χάριν κάποιας ενεργείας. Φαίνεται όμως ότι ο ευτυχής βίος είναι σύμφωνος με την αρετήν. Αυτός δε υπάρχει με την σπουδαιότητα και όχι με τα παιγνίδια. Έπειτα θεωρούμεν ως καλλίτερα τα σπουδαία, παρά τα γελοία και τα παιδαριώδη. Και πάντοτε θεωρούμεν καλλιτέραν την ενέργειαν του καλλιτέρου ψυχικού μέρους και του σπουδαιοτέρου ανθρώπου, η ενέργεια όμως του καλλιτέρου είναι καλλιτέρα και συντελεστικωτέρα εις την ευτυχίαν. Έπειτα τας σωματικάς ηδονάς ημπορεί να τας απολαύση και ο τυχών και ένα ανδράποδον όχι ολιγώτερον από τον καλλίτερον άνθρωπον. Την ευτυχίαν όμως κανείς δεν την μεταδίδει εις έν ανδράποδον, εκτός εάν μεταδώση και βίον. Διότι δεν συνίσταται η ευτυχία εις τοιούτου είδους χασομέρια, αλλά εις τας εναρέτους ενεργείας, καθώς είπαμεν και προηγουμένως. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. &Η ευτυχία ως η καλλίστη ενέργεια&. ― Αφού δε η ευτυχία είναι ενέργεια σύμφωνος με την αρετήν, είναι εύλογον να είναι σύμφωνος με την ανωτάτην αρετήν. Αυτή δε θα είναι η αρετή του αρίστου μέρους. Είτε λοιπόν ο νους είναι αυτό, είτε άλλο τίποτε, το οποίον φαίνεται ότι εκ φύσεως κυριαρχεί και πρωτοστατεί και εννοεί τα καλά και τα θεία, και είτε είναι το ίδιον θείον πράγμα, είτε είναι από τα θεϊκώτερα εξ όσων έχομεν εντός μας, η ενέργεια αυτού θα είναι τελεία ευτυχία συμφώνως με την ειδικήν αρετήν. Ότι δε είναι θεωρητική, το είπαμεν. Τούτο δε φαίνεται ότι συμβιβάζεται και με τα προηγούμενα και με την αλήθειαν. Διότι αυτή η ενέργεια είναι ακόμη και ανωτάτη, διότι και ο νους είναι το ανώτατον από όσα έχομεν εντός μας. Και περιστρέφεται εις τα υποκείμενα εις την γνώσιν, εις τα οποία περιστρέφεται και ο νους. Έπειτα είναι και η πλειότερον συνεχής. Δηλαδή περισσότερον ημπορούμεν να συλλογιζώμεθα διαρκώς, παρά να εκτελούμεν οτιδήποτε. Έπειτα φρονούμεν ότι με την ευδαιμονίαν πρέπει να συνυπάρχη και ηδονή, ηδονικωτέρα όμως από όλας τας ευαρέστους ενεργείας είναι ομολογουμένως η σοφία. Τουλάχιστον η φιλοσοφία φαίνεται ότι παρέχει θαυμασίας ηδονάς υπό έποψιν ξεκαθαρίσματος και πεποιθήσεως, είναι δε ακόμη ευλογοφανές να διάγουν τερπνότερον οι γνωρίζοντες παρά οι ερευνώντες. Έπειτα και η λεγομένη αυτάρκεια ίσως περιστρέφεται κυρίως εις την θεωρίαν. Διότι τα μεν προς το ζην αναγκαία τα χρειάζεται και ο σοφός και ο δίκαιος, καθώς και πας άλλος. Από όσους όμως είναι προικισμένοι με τοιαύτας αρετάς, ο μεν δίκαιος έχει ανάγκην των ατόμων, εις τα οποία θα εφαρμόση την δικαιοσύνην του και θα συμπράξη, ομοίως δε και ο σώφρων και ο ανδρείος και ο καθείς από τους άλλους. O σοφός όμως, και μόνος του αν είναι, ημπορεί να συλλογίζεται, και τόσον περισσότερον ημπορεί, όσον περισσότερον είναι σοφός. Ίσως όμως είναι προτιμότερον να έχη και συνεργάτας, οπωσδήποτε όμως είναι ο πλέον αυτάρκης. Ημπορεί δε να νομισθή ότι μόνη αυτή η αρετή αγαπάται καθ' εαυτήν, διότι τίποτε δεν παράγεται από αυτήν ξεχωριστόν από την θεωρίαν, ενώ από τας εφηρμοσμένας αρετάς περισσεύομεν κάτι τι, ή ως περίσσευμα ή ως ζημίαν έξω από την πράξιν. Έπειτα η ευτυχία φαίνεται ότι συνίσταται εις την σχόλην. Διότι ασχολούμεθα διά να απολαύσωμεν σχόλην, καθώς πολεμούμεν διά να αποκτήσωμεν ειρήνην. Και λοιπόν των μεν εκτελεστικών (πρακτικών) αρετών η ενέργεια υπάρχει εις τα πολιτικά και εις τα πολεμικά πράγματα. Αι πράξεις όμως αι οποίαι περιστρέφονται εις αυτά φαίνονται ότι απαιτούν σχόλην. Και αι μεν πολεμικαί φαίνονται τελείως τοιαύται, διότι κανείς δεν αποφασίζει τον πόλεμον διά να έχη πόλεμον διαρκώς, ούτε δι' αυτό ετοιμάζονται προς πόλεμον. Διότι τότε θα εφαίνετο ότι είναι εντελώς αιμοβόρος, αφού τους συμφιλιωμένους τους κάμνει αντιπάλους, διά να συμβούν συμπλοκαί και φόνοι. Επίσης όμως ζητεί σχόλην και η πράξις του πολιτικού, και έξω από την ανάμιξιν εις τα πολιτικά αποκτά δυνάμεις και τιμάς ή ακόμη και αυτήν την ευτυχίαν διά το ιδικόν του άτομον και διά τους πολίτας, η οποία ευτυχία δεν είναι το ίδιον με την πολιτικήν, και την ζητούμεν βεβαίως, διότι είναι διαφορετική. Αφού λοιπόν από τας εναρέτους πράξεις αι πολιτικαί και πολεμικαί υπερέχουν ως προς την υπόληψιν και την σπουδαιότητα, αυταί δε τείνουν εις την σχόλην και επιθυμούν κάποιον τέλος, και προς τούτοις δεν είναι καθ' εαυτάς προτιμητέαι, και αφού εξ άλλου η ενέργεια του νου φαίνεται ότι υπερέχει κατά την σπουδαιότητα, διότι είναι θεωρητική, και έξω από τον εαυτόν της δεν επιθυμεί κανέν άλλο αποτέλεσμα, ακόμη δε φαίνεται ότι περιέχει τελείαν ηδονήν ― η δε ηδονή μεγαλύνει μαζί της και την ενέργειαν ― αφού τέλος η αυτάρκεια και η σχόλη και η αφροντισία, όσον είναι δυνατόν να υπάρχουν εις τον άνθρωπον και όλα τα άλλα αποδίδονται εις τον αξιομακάριστον συμφώνως με αυτήν την ενέργειαν, έπεται τότε ότι αυτή θα είναι η τελεία ευτυχία του ανθρώπου, αρκεί να αποκτήση τέλειον μήκος βίου. Διότι από όλα όσα ανήκουν εις την ευτυχίαν τίποτε δεν είναι ατελές. Ίσως δε ο τοιούτος βίος είναι ανώτερος από τας δυνάμεις του ανθρώπου. Δηλαδή δεν θα απολαύση κανείς αυτήν την ζωήν καθόσον είναι άνθρωπος, αλλά καθόσον έχει εντός του κάτι τι θεϊκόν. Όσον δε υπερέχει τούτο από το μίγμα, τόσον υπερέχει και αυτή η ενέργεια από την ενέργειαν της άλλης αρετής. Εάν λοιπόν ο νους είναι θεϊκόν πράγμα εν συγκρίσει προς τον άνθρωπον, έπεται ότι και ο σύμφωνος με τον νουν βίος είναι θείος συγκρινόμενος με τον ανθρώπινον. Και δεν πρέπει να ακούωμεν όσους μας συμβουλεύουν να έχωμεν ανθρώπινα φρονήματα ούτε πρόσκαιρα, ως θνητοί, αλλά όσον μας επιτρέπεται, να επιδιώκωμεν την αθανασίαν και να εκτελούμεν όσα απαιτούνται διά να ζώμεν συμφώνως προς το καλλίτερον μέρος της ψυχής μας. Διότι, αν και είναι κατά τον όγκον μικρόν, κατά την δύναμιν όμως και την αξίαν είναι ανώτερον από όλα. Ίσως δε νομισθή και δι' έκαστον ότι αυτό αποτελεί τον ατομισμόν του, αφού είναι το κυρίαρχον και το καλλίτερον, επομένως θα ήτο παράλογον να προτιμήσωμεν όχι τον βίον, ο οποίος ιδιάζει εις αυτό, αλλά εις κανέν' άλλο. Και ό,τι είπαμεν προηγουμένως εφαρμόζεται και τόρα. Δηλαδή το συγγενικόν εκ φύσεως δι' έκαστον πράγμα είναι το καλλίτερον και ηδονικώτερον δι' έκαστον, επομένως και διά τον άνθρωπον τοιούτος είναι ο βίος ο σύμφωνος με τον νουν, αφού βεβαίως αυτός κυρίως αποτελεί τον άνθρωπον. Αυτός λοιπόν ο βίος είναι και ο ευτυχέστερος. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. &Η ανθρωπίνη ευτυχία ως θεία εν σχέσει προς τα ζώα&. ― Κατά δεύτερον δε λόγον έρχεται ο βίος ο σύμφωνος με την άλλην αρετήν. Διότι αι ενέργειαι αυτής είναι ανθρώπινοι. Δηλαδή τα δίκαια και τα ανδρεία και τα άλλα ενάρετα έργα εκτελούμεν μεταξύ μας εις τας διαφόρους συναλλαγάς και ανάγκας και πράξεις, και διατηρούμεν ως προς τα πάθη μας το ορθόν μέτρον δι' έκαστον, όλα δε αυτά φαίνονται ανθρώπινα. Μερικά μάλιστα φαίνονται ότι προέρχονται από το σώμα, και εις πολλά φαίνεται ότι εξοικειώθη με τα πάθη η ηθική αρετή. Ακόμη δε και η φρόνησις συνεδέθη με την ηθικήν αρετήν, και αυτή πάλιν με την φρόνησιν, αφού αι μεν αρχαί της φρονήσεως είναι σύμφωνοι με τας ηθικάς αρετάς, το δε ορθόν μέτρον των ηθικών συμφωνεί με την φρόνησιν. Ίσως δε αυταί, αφού είναι συνηρμοσμέναι με τα πάθη, περιστρέφονται εις το σύνθετον. Και βεβαίως αι αρεταί του συνθέτου είναι ανθρώπινοι. Επομένως ανθρώπινος είναι και ο σύμφωνος με αυτάς βίος και η ομοία ευτυχία, ενώ η αρετή του νου είναι χωρισμένη. Και βεβαίως είναι αρκετά αυτά περί αυτής, διότι αι λεπτομέρειαι είναι ανώτεραι από το προκείμενον θέμα. Φαίνεται δε ότι και από την εξωτερικήν βοήθειαν έχει πολύ ολίγην ανάγκην ή τουλάχιστον ολιγωτέραν παρά η ηθική. Δηλαδή ναι μεν των απολύτως αναγκαίων ημπορούμεν να δεχθώμεν ότι υπάρχει ανάγκη και εις τας δύο και μάλιστα εξ ίσου, αν και περισσότερον φροντίζει διά το σώμα ο πολιτικός (ηθικολόγος) και δι' όσα είναι σχετικά ― διότι είναι μικρά η διαφορά, αν υπάρχη ― ως προς τας ενεργείας όμως έχουν μεγάλην διαφοράν, λόγου χάριν εις μεν τον φιλελεύθερον θα χρειασθούν χρήματα διά να εφαρμόση την γενναιοδωρίαν του, και βεβαίως και εις τον δίκαιον διά να ανταποδίδη ― διότι αι απλαί προαιρέσεις είναι αφανείς, και ημπορούν να προσποιούνται και όσοι δεν είναι δίκαιοι ότι θέλουν να εκτελούν τα δίκαια ― και ο ανδρείος θα χρειασθή δύναμιν, εάν πρόκειται να εκτελέση κάτι τι σύμφωνον με την αρετήν του, και ο σώφρων θα χρειασθή εξουσίαν. Διότι πώς θα φανερωθή η ιδιότης ή αυτού ή κανενός από τους άλλους; Διαφιλονικείται δε, αν είναι σπουδαιότερον μέρος της αρετής η προαίρεσις ή αι πράξεις, διότι αυτή συνίσταται και εις τα δύο. Και βεβαίως το τέλειον είναι φανερόν ότι θα συνίσταται και εις τα δύο. Αλλά διά τας πράξεις χρειάζεται πολλά πράγματα, και όσον αυταί είναι σπουδαιότεραι και καλλίτεραι, τόσον περισσότερα χρειάζεται, θεωρητικώς όμως δεν χρειάζεται τίποτε από αυτά διά να ενεργή τουλάχιστον, αλλά ημπορούμεν να ειπούμεν μάλιστα ότι τα άλλα είναι και εμποδιστικά διά την θεωρίαν. Καθόσον όμως είναι άνθρωπος και συζή με περισσοτέρους προτιμά να πράττη τα σύμφωνα με την αρετήν, επομένως θα χρειασθή αυτά διά να φέρεται ως άνθρωπος. Ότι όμως η τελεία ευτυχία είναι κάποια θεωρητική ενέργεια, ημπορεί να εννοηθή και από το εξής. Δηλαδή τους θεούς προ πάντων τους θεωρούμεν μακαρίους και ευτυχείς. Αλλά τόρα ποίας πράξεις πρέπει να αποδώσωμεν εις αυτούς; Άραγε τας δικαίας; Ή μήπως θα μας φανούν γελοίοι, αν κάμνουν συναλλαγάς και επιστρέφουν παρακαταθήκας και όλα τα παρόμοια; Αλλά μήπως τας ανδρείας πράξεις θα αποδώσωμεν εις αυτούς και ότι υποφέρουν τα επίφοβα και ότι ριψοκινδυνεύουν, διότι αυτό είναι ένδοξον πράγμα; Ή μήπως τας ελευθεριότητας; Αλλά εις ποίον θα δωρίσουν; Είναι δε ακόμη και παράλογον να νομίζωμεν ότι και αυτοί έχουν νόμισμα ή κάτι τι παρόμοιον. Αν δε είναι σώφρονες, τι θα κάμουν; Ή μήπως είναι οχληρός έπαινος το ότι δεν έχουν ποταπάς επιθυμίας; και εν γένει, αν εξετάσωμεν όλας τας πράξεις, θα φανούν μικραί και ανάξιαι των θεών. Και όμως όλοι πιστεύουν δι' αυτούς ότι ζουν, επομένως και ότι ενεργούν, και όχι βεβαίως ότι κοιμώνται καθώς ο Ενδυμίων. Και λοιπόν εις τον έχοντα ζωήν, όταν αφαιρεθή η πράξις και πολύ περισσότερον η δημιουργία, τι άλλο μένει παρά η θεωρία; Επομένως η ενέργεια του θεού, η οποία υπερέχει κατά την μακαριότητα, φαίνεται ότι είναι θεωρητική. Αλλά και από τας ανθρωπίνους ενεργείας ευτυχέστατη είναι η όσον το δυνατόν συγγενής με αυτήν. Απόδειξις δε τούτου είναι και ότι τα άλλα ζώα δεν μετέχουν της ευτυχίας, διότι είναι εντελώς εστερημένα της τοιαύτης ενεργείας. Δηλαδή εις μεν τους θεούς ολόκληρος ο βίος είναι αξιομακάριστος, διότι η ενέργεια των είναι τοιούτου είδους, εις τους ανθρώπους όμως είναι αξιομακάριστος, εφ' όσον υπάρχει εις αυτούς κάποιον ομοίωμα της τοιαύτης ενεργείας. Εκ δε των άλλων ζώων κανέν δεν ευτυχεί, διότι κατ' ουδένα τρόπον δεν μετέχει της θεωρίας. Επομένως, όπου εξαπλούται η θεωρία, εκεί υπάρχει και η ευτυχία, και όσοι έχουν περισσοτέραν την θεωρίαν, έχουν και την ευτυχίαν όχι κατά σύμπτωσιν, αλλά εξ αιτίας της θεωρίας, διότι αυτή είναι πολύτιμος καθ' εαυτήν. Επομένως η ευτυχία θα είναι κάποια θεωρία. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. &Η ευτυχία και τα εξωτερικά αγαθά&. ― θα χρειασθή όμως και την εξωτερικήν ευτυχίαν, αφού είναι άνθρωπος. Διότι δεν είναι αυτάρκης η φύσις διά την θεωρίαν, αλλά χρειάζεται και το σώμα να είναι υγιές και να υπάρχη η τροφή και όλη η περιποίησις. Αλλά δεν πρέπει να νομίσωμεν ότι θα έχη πολλάς και μεγάλας ανάγκας ο ευτυχής, εκ του ότι δεν είναι δυνατόν να είναι ευτυχής χωρίς εξωτερικά αγαθά. Διότι η αυτάρκεια δεν συνίσταται εις την υπερβολήν ούτε ημπορεί να κριθή από τας πράξεις. Και είναι βεβαίως δυνατόν και χωρίς να εξουσιάζη κανείς γην και θάλασσαν να εκτελή τα καλά. Διότι και με μέτρια μέσα ημπορεί κανείς να εξασκή την αρετήν. Τούτο δε είναι δυνατόν να εννοηθή καθαρά. Διότι τα άτομα φαίνονται ότι εκτελούν τα πρέποντα όχι ολιγώτερον από τους πανισχύρους, αλλά και περισσότερον ακόμη. Είναι δε αρκετόν να υπάρχουν τόσα μόνον. Διότι τότε θα είναι ευτυχής ο βίος εκείνου, όστις ενεργεί συμφώνως με την αρετήν. Και ο Σόλων δε ακόμη ίσως εχαρακτήριζε καλώς τους ευτυχείς, λέγων ότι τοιούτοι είναι όσοι έχουν μέτρια εξωτερικά χορηγήματα, αφού όμως εκτελέσουν όσον είναι δυνατόν τα λαμπρότερα κατά την γνώμην του και ζήσουν σωφρόνως. Διότι είναι δυνατόν και όσοι έχουν μέτρια να κάμνουν ό,τι πρέπει. Φαίνεται δε ότι και ο Αναξαγόρας δεν εθεώρησε πλούσιον ούτε πανίσχυρον τον ευτυχή, και είπε ότι δεν είναι παράδοξον να νομισθή παράλογος εις τους περισσοτέρους. Διότι αυτοί κρίνουν από τα εξωτερικά, επειδή αυτά μόνον αντιλαμβάνονται. Επομένως φαίνεται ότι συμφωνούν με τους λόγους μας αι γνώμαι των σοφών. Λοιπόν είναι μεν και αυτά κάπως πιστευτά, η αλήθεια όμως εις τα εκτελεστά κρίνεται από τα έργα και τον βίον. Διότι εις αυτά έγκειται η σπουδαιότης. Λοιπόν πρέπει να προσέχωμεν εις όσα ελέχθησαν προηγουμένως, και να τα εφαρμόζωμεν εις τα έργα και τον βίον, και εις όσους μεν συνάδουν με τα έργα να τα παραδεχώμεθα, εις όσους δε διαφωνούν να τα θεωρούμεν απλώς λόγια. Όστις δε ενεργεί συμφώνως με τον νουν, και αυτόν καλλιεργεί και είναι εις καλλίστην διάθεσιν, ως προς αυτό, φαίνεται ότι είναι και θεοφιλέστατος. Διότι, εάν υπάρχη κάποια φροντίς εις τους θεούς διά τα ανθρώπινα, καθώς φαίνεται να υπάρχη, τότε θα είναι λογικόν να ευχαριστούνται αυτοί με το άριστον και συγγενέστατον ― τούτο δε ίσως είναι ο νους ― και προ πάντων ανταμείβουν εκείνους οι οποίοι προ πάντων αυτόν αγαπούν και τιμούν, διότι αυτοί περιποιούνται πράγματα αγαπητά εις αυτούς και κάμνουν ορθά και καλά. Ότι δε όλα αυτά υπάρχουν προ πάντων εις τον σοφόν δεν είναι δυσνόητον, ώστε είναι επόμενο, ο ίδιος άνθρωπος να είναι θεοφιλέστατος και συγχρόνως ο ευτυχέστατος. Ώστε και με αυτόν τον τρόπον ίσως αποδεικνύεται ευτυχής προ πάντων ο σοφός. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. &Διά την αρετήν δεν αρκεί απλή θεωρία, αλλά απαιτείται και πράξις&. ― Αλλά τόρα, αφού είπαμεν αρκετά περί αυτών και περί των αρετών, προσέτι δε και περί φιλίας και ηδονής εις γενικάς γραμμάς, άραγε πρέπει να νομίσωμεν ότι ετελείωσε το ζήτημα μας; Ή μήπως, καθώς λέγεται, δεν είναι τέλος εις τα εκτελεστά το να ερευνήσωμεν τα καθέκαστα και να τα εννοήσωμεν, αλλά μάλλον να τα εκτελούμεν; Επομένως και περί της αρετής μήπως δεν αρκεί να την γνωρίζωμεν, αλλά πρέπει να προσπαθήσωμεν να την αποκτήσωμεν και να την μεταχειριζώμεθα ή να φροντίσωμεν με οποιονδήποτε άλλον τρόπον να γίνωμεν αγαθοί; και λοιπόν, εάν οι λόγοι ήσαν αρκετοί διά να μας καταστήσουν καλούς, δικαίως θα εκέρδιζαν πολλούς και μεγάλους μισθούς, καθώς λέγει ο Θέογνις, και τότε θα ήτο ανάγκη να τους προμηθευώμεθα. Τόρα όμως αποδεικνύονται ότι έχουν μεν την δύναμιν να προτρέψουν και παρακινήσουν τους ευγενείς από τους νέους και να καταστήσουν το ευγενές και πραγματικώς φιλοπρόοδον ήθος κατάμεστον από αρετήν, τους περισσοτέρους όμως δεν ημπορούν να τους προτρέψουν εις την καλοκαγαθίαν. Διότι αυτοί δεν επλάσθησαν να υποτάσσωνται πειθαρχικώς εις την εντροπήν αλλά εις τον φόβον, ούτε να αποφεύγουν τας χυδαιότητας από αίσχος αλλά ένεκα της τιμωρίας. Διότι ζουν με τα πάθη των και επιζητούν τας σχετικάς ηδονάς και τα μέσα τα οποία φέρουν αυτάς, αποφεύγουν δε τας αντιθέτους λύπας, το δε καλόν και πραγματικώς ηδονικόν δεν το αντιλαμβάνονται, διότι δεν το εδοκίμασαν. Και λοιπόν τους τοιούτους ποίος λόγος ημπορεί να τους μεταρρυθμίση; Διότι είναι αδύνατον, ή δεν είναι εύκολον, όσα από καιρόν εκυριεύθησαν από τα ήθη, αυτά να τα εκτοπίσωμεν με λόγους. Ίσως δε είναι αρκετόν το να αποκτήσωμεν αρετήν, όταν έχωμεν όλα τα μέσα διά να γίνωμεν καλοί. Νομίζουν δε άλλοι μεν ότι οι αγαθοί γεννώνται πλασμένοι εκ φύσεως, άλλοι δε ότι γίνονται με την συνήθειαν, και άλλοι ότι γίνονται με την διδασκαλίαν. Και λοιπόν παν ό,τι εξαρτάται από την φύσιν, είναι φανερόν ότι δεν είναι εις την εξουσίαν μας, αλλά ευρίσκεται εις τους πραγματικώς ευτυχείς διά μέσου κάποιας θείας αιτίας, ο λόγος όμως και η διδαχή ας προσέξωμεν μήπως δεν ισχύουν εις όλους, αλλά πρέπει να επεξεργασθώμεν προηγουμένως την ψυχήν του ακροατού εις το να ευχαριστήται και να μισή ορθώς, καθώς επεξεργαζόμεθα το χώμα, οποίον πρόκειται να θρέψη τον σπόρον. Διότι δεν είναι δυνατόν να ακούση λόγον αποτρεπτικόν ούτε να τον εννοήση όστις ζη με τα πάθη του. Και εκείνον όστις ούτω πως διάκειται, πώς είναι δυνατόν να τον μεταπείσωμεν; Εν γένει δε φαίνεται ότι το πάθος δεν υποχωρεί εις τον λόγον, αλλά εις την βίαν. Επομένως πρέπει το προϋπάρχον ήθος να είναι κάπως συγγενικόν με την αρετήν, και να αγαπά το καλόν και να αποτροπιάζεται το άσχημον. Έπειτα δε εκ παιδικής ηλικίας να λάβη κανείς καλήν αγωγήν διά την αρετήν είναι δύσκολον, όταν δεν μεγαλώση με αναλόγους νόμους. Διότι η σωφρονική και εγκρατής ζωή δεν αρέσει εις τους πολλούς, και μάλιστα εις τους νέους. Διά τούτο οι νόμοι πρέπει να ορίζουν την ανατροφήν και τας ασχολίας. Διότι δεν θα είναι ενοχλητικά, όταν συνηθισθούν. Ίσως όμως δεν είναι αρκετόν ενόσω είναι νέοι να απολαύσουν ανατροφήν και επιμέλειαν ορθήν, αλλά επειδή χρειάζεται και όταν γίνουν άνδρες να εκτελούν αυτά και να εξασκούνται, ίσως θα είχαμεν ανάγκην νόμων και δι' αυτά, και εν γένει δι' όλην την ζωήν. Διότι οι περισσότεροι υποτάσσονται μάλλον εις την ανάγκην παρά εις τον λόγον, και μάλλον εις την τιμωρίαν παρά εις το καλόν. Διά τούτο νομίζουν μερικοί, ότι οι νομοθέται οφείλουν μεν να παρακινούν και να προτρέπουν εις την αρετήν χάριν του καλού, με την ελπίδα ότι θα υπακούσουν όσοι είναι εκ των προτέρων καθώς πρέπει εις τα ήθη, εις τους απειθείς όμως και αβελτέρους να επιβάλλουν τιμωρίας και αποζημιώσεις, και όσοι είναι εντελώς αθεράπευτοι να τους εξορίζουν. Διότι όστις είναι καθώς πρέπει και ζη συμφώνως με το καλόν θα υποταχθή εις τον λόγον, ο κακός όμως, ο οποίος επιθυμεί την ηδονήν μόνον, πρέπει να τιμωρήται με την λύπην, καθώς το ζώον. Διά τούτο λέγουν ότι πρέπει να επιβάλλωνται αι ενοχλήσεις εκείναι, αι οποίαι φαίνονται πλειότερον αντίθετοι εις τας αγαπωμένας από αυτούς ηδονάς. &Η ανάγκη της νομοθεσίας&. ― Αφού λοιπόν όστις πρόκειται να γίνη αγαθός, καθώς είπαμεν, πρέπει να ανατραφή και να συνηθίση καλά, τότε ομοίως πρέπει να ζη με καλάς ασχολίας και ούτε ακουσίως ούτε εκουσίως να πράττη ποταπάς πράξεις. Αυτά δε ημπορούν να γίνουν, όταν ζουν με τον νουν και με ορθήν διάταξιν, η οποία να υπερισχύη. Και λοιπόν η μεν πατρική προσταγή δεν έχει χαρακτήρα ισχυρόν και αναγκαστικόν ούτε γενικώς η προσταγή ενός ανδρός, εκτός αν είναι βασιλεύς ή κάποιος όμοιος με βασιλέα. O νόμος όμως έχει δύναμιν καταναγκαστικήν, και είναι λόγος προερχόμενος από κάποιαν φρόνησιν και νουν. Και από μεν τους ανθρώπους οι νέοι μεν μισούν εκείνους οι οποίοι εναντιόνονται εις τας ορμάς των, και όταν εκτελούν αυτό το καθήκον ορθώς. O νόμος όμως δεν είναι οχληρός, όταν διατάσση το ορθόν. Μόνον δε εις το πολίτευμα των Λακεδαιμονίων και ολίγα άλλα φαίνεται ότι ο νομοθέτης εφρόντισε περί της ανατροφής και των ασχολιών. Εις τα περισσότερα όμως πολιτεύματα παρημελήθησαν τα τοιαύτα, και έκαστος ζη καθώς θέλει, και εξουσιάζει τα παιδιά του και την γυναίκα του ως Κύκλωψ {21}. Το καλλίτερον λοιπόν είναι να γίνεται κοινή η επιμέλεια και ορθή, και να είναι δυνατόν να εκτελήται τούτο. Όταν όμως το κοινόν παραμελή, φαίνεται ότι οφείλει έκαστος να συντελή διά τα τέκνα του και τους φίλους του ως προς την αρετήν, ή τουλάχιστον να έχη προαίρεσιν. Κυρίως δε φαίνεται από όσα είπαμεν ότι θα ημπορέση να το εκτελέση εάν γίνη νομοθέτης. Διότι αι μεν κοιναί επιμέλειαι είναι φανερόν ότι γίνονται με τους νόμους, καλαί όμως είναι αι γενόμεναι με τους σπουδαίους νόμους. Είτε όμως είναι γραπτοί είτε άγραφοι, δεν φαίνεται να έχη καμμίαν σημασίαν, ούτε πάλιν αν με αυτούς θα ανατραφή ένας ή πολλοί, καθώς δεν έχει σημασίαν τούτο ούτε εις την μουσικήν και την γυμναστικήν και τας άλλας ασχολίας. Διότι καθώς εις τας πόλεις κατισχύουν τα νόμιμα και τα ήθη, ομοίως και εις τας οικογενείας κατισχύουν οι πατρικοί λόγοι και αι συνήθειαι, και πολύ περισσότερον εξ αιτίας της συγγενείας και των ευεργεσιών. Διότι και εκ των προτέρων τους σέβονται και υποτάσσονται εκ φύσεως• Έπειτα έχουν διαφοράν αι ατομικαί ανατροφαί από τας κοινάς, καθώς συμβαίνει εις την ιατρικήν. Δηλαδή γενικώς μεν εις τον θερμασμένον ωφελεί η νηστεία και η ησυχία, εις κάποιον όμως όχι, και πάλιν ο πυγμάχος ίσως δεν εφαρμόζει εις όλους την ιδίαν τακτικήν. Ίσως λοιπόν τελειοποιείται το καθέκαστον, όταν γίνη ατομική η επιμέλεια. Διότι τότε περισσότερον επιτυγχάνει το ανάλογον έκαστος. Αλλά ίσως μεν ημπορεί κάλλιστα να επιμεληθή έκαστον άτομον και ο ιατρός και ο γυμναστής, και πας άλλος ο οποίος γνωρίζει το γενικόν το οποίον εφαρμόζεται εις όλους, παρά εις τούτους εδώ, διότι αι επιστήμαι λέγονται και περιστρέφονται εις κοινά πράγματα. Ουχ ήττον όμως ίσως δεν είναι δύσκολον να επιμεληθή και ένα μόνον όστις είναι ανεπιστήμων, αφού αντελήφθη όμως με ακρίβειαν εκ πείρας όσα συμβαίνουν εις έκαστον, καθώς και μερικοί φαίνονται ότι είναι κάλλιστοι ιατροί διά τον εαυτόν των, ενώ δια τους άλλους δεν ημπορούν να βοηθήσουν διόλου. Ίσως λοιπόν νομισθή εξ ίσου ορθόν ότι, όστις θέλει να γίνη τεχνικός και θεωρητικός, πρέπει να προχωρήση εις τα γενικά, και να γνωρίση αυτά όσον είναι δυνατόν. Διότι είπαμεν ότι εις αυτά περιστρέφονται αι επιστήμαι. Ίσως λοιπόν και όστις θέλει να βελτιώση με την επιμέλειάν του είτε πολλούς είτε ολίγους, πρέπει να προσπαθήση να γίνη νομοθέτης, αφού με τους νόμους ημπορούμεν να γίνωμεν αγαθοί. Διότι το να διαθέσωμεν καλώς ένα οποιονδήποτε και αυτόν που μας προτείνουν, δεν είναι έργον του τυχόντος, αλλά εάν κατ' αρχήν ανήκη εις κάποιον, ανήκει εις τον έμπειρον, καθώς συμβαίνει εις την ιατρικήν και εις τα άλλα έργα όσα έχουν διά κάποια πράγματα φροντίδα και φρόνησιν. &Πως γίνονται οι νομοθέται&. ― Λοιπόν μήπως τόρα πλέον πρέπει να εξετάσωμεν από πού και πώς ημπορεί κανείς να γίνη νομοθέτης; Ή μήπως θα γίνη από τους πολιτικούς, καθώς συμβαίνει και εις τα άλλα; Διότι είπαμεν ότι η ηθική είναι ένα μέρος της πολιτικής. Ή μήπως δεν υπάρχει ομοιότης μεταξύ της πολιτικής και των άλλων επιστημών και δυνάμεων; Διότι εις μεν τα άλλα έργα φαίνεται ότι οι ίδιοι άνθρωποι παραδίδουν (διδάσκουν) τας δυνάμεις, και οι ίδιοι ενεργούν με αυτάς, καθώς λόγου χάριν οι ιατροί και οι ζωγράφοι. Τα πολιτικά όμως υπόσχονται μεν ότι τα διδάσκουν οι σοφισταί, δεν τα εκτελεί όμως κανείς από αυτούς, αλλά οι πολιτευόμενοι, οι οποίοι φαίνονται ίσως ότι εκτελούν τούτο μάλλον με κάποιαν δύναμιν και πείραν, παρά με νουν. Δηλαδή δεν φαίνεται ούτε να γράφουν ούτε να ομιλούν περί των τοιούτων ― μολονότι ίσως ήτο καλλίτερον αυτά να λέγουν, παρά λόγους δικανικούς και δημηγορικούς. Εξ άλλου δε πάλιν δεν φαίνονται να κατέστησαν πολιτικούς τους υιούς των. Και όμως τούτο ήτο εύλογον, εάν ήσαν ικανοί. Δηλαδή ούτε διά την πατρίδα των θα είχαν να αφήσουν άλλο τίποτε καλλίτερον από αυτό, ούτε οι ίδιοι θα ήθελαν να έχουν άλλο τίποτε παρά αυτήν την δύναμιν, αλλ' ούτε βεβαίως οι προσφιλείς των. Φαίνεται όμως ότι δεν συντελεί ολίγον η εμπειρία. Διότι αλλέως δεν θα ανεδεικνύοντο μάλλον διά της εμπειρίας οι πολιτικοί. Διά τούτο όσοι θέλουν να σπουδάσουν πολιτικήν, φαίνεται ότι έχουν ανάγκην πείρας. Από τους σοφιστάς όμως όσοι ρεκλαμάρονται ως διδάσκαλοι, φαίνεται ότι είναι πολύ μακράν διά να διδάξουν αυτήν. Διότι δεν γνωρίζουν εντελώς ούτε τι είναι ούτε εις ποία περιστρέφεται. Διότι άλλως δεν θα την εθεωρούσαν το ίδιον με την ρητορικήν ούτε χειροτέραν. Ούτε πάλιν θα ενόμιζαν ότι είναι εύκολον να νομοθετήση κανείς, εάν συναθροίση νόμους δοκίμους. Διότι λέγουν ότι πρόκειται να εκλέξη κανείς τους καλλιτέρους, ωσάν να μη είναι ούτε η εκλογή έργον συνέσεως, και ως να μη είναι σπουδαιότατον το να κρίνη κανείς ορθώς, καθώς γίνεται εις την μουσικήν. Δηλαδή οι έμπειροι εις έκαστον πράγμα κρίνουν ορθώς τα έργα, και αντιλαμβάνονται τα μέσα και τον τρόπον της εκτελέσεώς των, και ποία με ποία συμφωνούν. Οι δε πρωτόπειροι είναι αρκετόν να μη απατώνται, αν έγινε καλώς ή κακώς το έργον, καθώς όταν πρόκειται περί ζωγραφικής. Οι δε νόμοι ομοιάζουν με τα πολιτικά έργα. Πώς λοιπόν με αυτούς ημπορεί κανείς να γίνη νομοθέτης ή να κρίνη τους καλλιτέρους; Διότι φαίνεται ότι και οι ιατροί δεν καταρτίζονται με τα συγγράμματα. Και όμως προσπαθούν βεβαίως όχι μόνον να λέγουν τας συνταγάς, αλλά και πώς είναι δυνατόν να θεραπευθή κανείς και πώς πρέπει να νοσηλευθή έκαστος, χωρίζοντες τας κράσεις. Αυτά όμως εις μεν τους εμπείρους φαίνεται ότι είναι ωφέλιμα, εις δε τους αμαθείς είναι άχρηστα. Ίσως λοιπόν και των νόμων και των πολιτευμάτων αι συλλογαί είναι χρήσιμοι εις τους δυναμένους να συλλογισθούν και να κρίνουν τι είναι καλόν ή τι δεν είναι, και ποία με ποία προσαρμόζονται. Εις όσους όμως χωρίς άσκησιν εξετάζουν αυτά, η μεν ορθή κρίσις δεν είναι δυνατόν να υπάρξη, εκτός βεβαίως ως αυτόματος, να γίνουν όμως εις αυτά περισσότερον συνετοί δεν είναι απίθανον. Επειδή λοιπόν {22} οι προκάτοχοι μας παρέλειψαν ανεξερεύνητον το ζήτημα της νομοθεσίας, ίσως είναι καλόν να εξετάσωμεν ημείς αυτό, εν γένει δηλαδή περί πολιτεύματος, διά να τελειοποιηθή όσον είναι δυνατόν η φιλοσοφία η περιστρεφομένη εις τα ανθρώπινα. Και λοιπόν πρώτον μεν εάν μονομερώς ελέχθη τίποτε από τους προγενεστέρους, ας προσπαθήσωμεν να το διέλθωμεν, έπειτα από την συλλογήν των πολιτευμάτων ας προσπαθήσωμεν να εννοήσωμεν ποία σώζουν και καταστρέφουν τας πόλεις, και ποία έκαστον πολίτευμα, και διά ποίας αιτίας άλλαι μεν έχουν πολίτευμα καλόν, άλλαι δε αντιθέτως. Διότι, όταν εννοηθούν αυτά, ίσως εννοήσωμεν και ποίον πολίτευμα είναι το καλλίτερον και ποίαν διάταξιν εκάστη πόλις και ποίους νόμους και έθιμα μεταχειρίζεται. Ας ομιλήσωμεν λοιπόν από την αρχήν. Τ Ε Λ Ο Σ [Τα παροράματα των σελίδων 188-189 έχουν διορθωθεί. Η διόρθωση του κεφαλαίου Θ’ δεν έχει γίνει] ΠΡΟΣΘΗΚΑΙ και ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ Σελ. 7 Στ. 2 έννοια (ιδέα) του αγαθού. 7 » 23 να είναι κανέν κοινόν. 76 » 33 να ευχαριστήται, με κανέν 78 » 1 εφαρμογή της ακολασίας. 79 3 &Ελευθεριότης& (φιλελευθερία, γενναιότης, γενναιοδωρία ανδρείου, ευγένεια). » 188 » 21 ούτε η ιδία διάθεσις. » 189 » 3 να ζη ηδονικώς. » 189 » 6 αφού δεν είναι ούτε η ηδονή. » 189 » 19 εις όσας δε υπάρχει. » 240 εις το κεφάλαιον Θ' προσθετέον το περιεχόμενον: Η φιλία της ισότητος δεν είναι ομοία προς το δίκαιον. Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορά προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία, ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε εξελισσόμενο το γλωσσικό της όργανο. O Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοτέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ, σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα. Ηθικά Νικομάχεια είναι το νεωτεριστικόν έργον του, εις το οποίον εξετάζονται, αναλύονται και διατυπούνται από θεωρητικής συνάμα και πρακτικής απόψεως αι αρχαί της κοινωνικής και της ατομικής ηθικής. Η μετάφρασις φιλολογική και σαφής υπό του κ. Κ. Ζάμπα. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΠΩΛΗΣΙΣ ΛΑΔΙΑΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 22 - ΤΗΛ. 614.686, 634.506 ΤΙΜΑΤΑΙ ΔΡΧ. 10 *** 1} Ιδέ Βιβλίον Κ. 2} O Ηράκλειτος επεκρίνετο εις την αρχαιότητα διά τας δογματικάς του γνώμας, αι οποίαι ήτο αδύνατον να αποδειχθούν επιστημονικώς. O Πλάτων όμως με λεπτότητα παρουσιάζει τα ιδικά του δόγματα υπό μορφήν μύθου. 3} Ο Αριστοτέλης ετυμολογεί το μακάριος από το μάλιστα χαίρειν = μεγαχάριος. 4} Γίνεται υπαινιγμός εις τον γνωστότατον στίχον του Ησιόδου «Έργα» 25 : «κεραμεύς κεραμεί κοτέει»... 5} O αρχαίος λαϊκός στίχος λέγει : Πολλάς δη φιλίας απροσηγορία διέλυσεν. 6} Ούτως ωνομάζετο η δημοκρατία, ως το κατ' εξοχήν πολίτευμα των Αθηνών. 7} Ησιόδ. Έργα 368 : «Μισθός δ' ανδρί φίλω ειρημένος άρκιος έστω». 8} Εις το χωρίον τούτο ο Αριστοτέλης συγχρόνως με την αντίθεσιν της ερμηνείας της λέξεως «ομονοείν» πλατωνικώτατα και κομψώς συνδυάζει, και την αντίθεσιν των ετυμολογιών, και αντιτάσσει την εσφαλμένην ετυμολογίαν αυτής, δηλ. το : «αυτώ ευ νοείν», εις την ορθήν δηλ. το : «εν τω αυτώ νοείν». Προς τούτο όμως έλαβε την ανάγκην να χωρίση το «νοείν» από το μόριον «ευ» διά να εννοήται απλούν και εις την δευτέραν φράσιν. Τούτο δε παρενόησαν οι αντιγραφείς και διά τούτο έχομεν τας γραφάς «ευνοείν» και «εννοείν». 9} Η ιδία παρεξήγησις αλλά μεγαλιτέρα καταστροφή συνέβη εις το χωρίον τούτο, όπου ο Αριστοτέλης ετυμολογεί ακριβέστερον τα ομονοούσιν. (ομο-νο-ούντες), ως τρισύνθετον εκ του «εν τω αυτώ ( ιδέ και σημ. 1 ) νω-όντες». Ότι δε πρόκειται περί ετυμολογικής ερμηνείας, το δεικνύει το «ως ειπείν» (=τρόπον τινά). Τούτο παρανοήσαντες τελείως οι αντιγραφείς κατεσκεύασαν το σολοικοειδέστατον «επί των αυτών όντες». 10} Γίνεται υπαινιγμός εις στίχους αγνώστους του Επιχάρμου. 11} Ευριπίδου Ορέστης στ. 667. 12} Εννοεί τον στίχον : «εσθλών μεν γαρ απ' εσθλά διδάξεαι» (=από τους καλούς θα διδαχθής καλά διδάγματα. 13} Πρόκειται περί του δόγματος, των Πυθαγορείων, ότι το κακόν είναι ιδιότης του απεράντου, το δε αγαθόν του περατωμένου. 14} Δικαίως η φράσις αυτή θεωρείται ως ισοδύναμος προς το του Καρτεσίου : cogito, ergo sum,=νοώ, άρα υπάρχω. 15} Ούτως ερμηνεύομεν το «εν τω αυτώ» ως και εν σελ. 231 [σημ. 9] 16} Αι σημεριναί μεγαλοπόλεις δεν παρέχουν μεν στενήν γνωριμίαν όλων των πολιτών χάριν της τελείας αυτής ενότητος, αλλ' όμως τα μέσα της συγκοινωνίας του σημερινού πολιτισμού αρκετά καλά αναπληρόνουν αυτήν. 17} Σοφ. Οιδ. Τύραννος 1061. 18} Φίληβος 60 c. 19} O Αριστοτέλης γνωρίζει κάλλιστα την πνευματικήν όρεξιν _(ειδέναι ορέγεται)_, εδώ όμως δεν την αναγνωρίζει ως έλλειψιν και λύπην. 20} Φυσική ακρόασις. Βιβλίον 3. 21} Οδύσσεια, Α. 114―115. 22} Ο παρών επίλογος συνδέει τα Ηθικά Νικομάχεια προς τα Πολιτικά ως μέρος πρώτον προς μέρος δεύτερον ενιαίου συγγράμματος. --- Provided by LoyalBooks.com ---