Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλαχθεί από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΚΥΚΛΩΨ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ Γ. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΕΞΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ ΚΥΚΛΩΨ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ Γ. ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΕΞΗ ΥΠΟΘΕΣΙΣ Ο Οδυσσεύς επιστρέφων από την Τροία, μετά την άλωσιν της πόλεως, ρίπτεται υπό της τρικυμίας εις τας ακτάς της Σικελίας, και προ του σπηλαίου εις το οποίον κατοικεί ο Κύκλωψ Πολύφημος. Απουσιάζοντος του Κύκλωπος εις κυνήγιον, ο Οδυσσεύς ζητεί από τους Σατύρους τροφάς προσφέρων εις αντάλλαγμα οίνον. Φθάνει όμως ο Κύκλωψ, ο οποίος κατατρώγει δύο από τους συντρόφους του Οδυσσέως. Αλλ' ο Οδυσσεύς κατορθώνει να τον μεθύση και να τον τυφλώση και τοιουτοτρόπως φεύγει με τους συντρόφους του και με τους Σατύρους. ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΕΙΛΗΝΟΣ ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΚΥΚΛΩΨ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ Κ Υ Κ Λ Ω Ψ (Η σκηνή παριστά χώρον προ του άντρου του Πολυφήμου εις την Αίτναν της Σικελίας. Η παραλία δεν απέχει πολύ). ΣΚΗΝΗ Α'. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ω Βρόμιε Βάκχε, βάσανα που τα τραβώ για σένα απ' τον καιρό που ώρθωναν τα νειάτα το κορμί μου. Πρώτα όταν σου έστειλεν η Ήρα τη μανία κι' από της Νύμφαις έφυγες που σ' είχαν αναθρέψη· Έπειτα όταν στο πλάι σου, αλήθεια παλληκάρι μαζή σου επολέμησα, και υπερασπιστής σου σκότωσα τον Εγκέλαδο με μία κονταριά μου στη μέση της ασπίδας του. Άραγε αλήθεια λέω ή μήπως τάχα όλα αυτά τα είδα στ' όνειρό μου; Όχι, δεν λέω ψέμματα· τα λάφυρα τα είδε ο Βάκχος, που του τάδειξα. Μα πιο πολλά απ' όλα τώρα τραβώ για χάρι σου. Γιατί όταν η Ήρα έστειλε Τυρρηνούς ληστάς για να σε κυνηγήσουν και να σε φέρουνε μακρυά, μακρυά σε τόπους ξένους μόλις εγώ το έμαθα, επήρα τα παιδιά μου και με το πλοίο ξεκίνησα να σε ζητήσω. Ο ίδιος εις το τιμόνι εκάθησα, στην πρύμη. Τα παιδιά μου στο κάθισμα των ερετών γερό κουπί ετραβούσαν και άσπριζαν με τον αφρό το κύμα το γαλάζιο. Κι όλα αυτά για ναύρωμε εσένα, ω βασιλιά μου. Μα εκεί που πλησιάζαμε στην άκρη του Μαλέα άξαφνα επήρε δυνατός στο πλάι απηλιώτης και το καράβι έρριξε σ' αυτήν εδώ την ξέρα της Αίτνας, όπου κάθονται σ' έρημα σπήλαια μέσα οι Κύκλωπες, μονόφθαλμοι, παιδιά του Ποσειδώνος, που τους θνητούς σκοτώνουνε και δεν χορταίνουν αίμα. Ένας λοιπόν από αυτούς μας έπιασε, και τώρα σαν δούλοι τον δουλεύομε· Πολύφημο τον λένε, αυτόν που έγινε αφέντης μας. Δεν έχει πια μεθύσι, δεν έχει πια ούτε χορούς ούτε τραγούδια τώρα... Τώρα εκαταντήσαμε να βόσκωμε κοπάδια αυτού του αθλίου Κύκλωπα. Σαν νέα τα παιδιά μου τα πρόβατα τα πρώιμα πηγαίνουν να βοσκήσουν πέρα στης άκραις των Βουνών. Κ' εγώ σαν γέρος πούμαι μένω εδώ πίσω στη σπηληά, το σπίτι να σαρώνω και να γεμίζω τα βουτσιά και να δουλεύω ακόμα στα δείπνα, τα ανόσια του Κύκλωπα. Και τώρα πρέπει ό,τι επρόσταξε να κάμω· να σαρώσω με αυτήν την σκούπα μου εδώ όλο το σπήλαιο, ώστε όταν γυρίση ο αφέντης μου ναύρη καθάρια όλα, γι' αυτόν και για τα πρόβατα (Βλέπει προς το βάθος) Μα, να και τα παιδιά μου βλέπω που με τα πρόβατα γυρίζουν. Μα τι τρέχει; Τι θόρυβος είναι αυτός; Χορεύετε, παιδιά μου, όπως εκείνον τον καιρό, που, συνοδεία του Βάκχου εις της Αλθαίας πηγαίνατε το σπίτι με τραγούδια που τα συνώδευε εύθυμα της λύρας σας ο ήχος; ΣΚΗΝΗ Β'. ΣΑΤΥΡΟΙ — ΣΕΙΛΗΝΟΣ (Ο χορός φαίνεται απευθυνόμενος κατ' αρχάς προς τα πρόβατα). ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ ευγενικό βλαστάρι ευγενικών γονέων, τι τρέχεις μέσ' στους βράχους; Εδώ γλυκό δεν θαύρης και δροσερό αεράκι και κρύσταλλα νεράκια. Γυρίσετε στη στάνη στου Κύκλωπα το άντρον που τα μικρά βελάζουν. Ψιτ! θάρθης από δώθε; Τάχα μπορείς ν' αφήσης τη δροσερή ραχούλα; Ε! άκου, θα σ' αρχίσω στης πέτραις, να γυρίσης. Γύρισε πίσω, τράγε με τα μεγάλα κέρατα, στου Κύκλωπα τη στάνη. Και συ, κατσίκα, στάσου ν' αρμέξω τα μαστάρια που είναι γεμάτα γάλα. (Αντιστροφή) Δόσε τα στα μικρά σου που όλην την ημέρα στη στάνη τους κοιμούνται και νάρθης περιμένουν. Πότε τ' ωραίο λιβάδι θ' αφήσης και στα βράχια της Αίτνας θα γυρίσης; Εδώ δεν είναι ο Βάκχος ούτε χοροί με θύρσους ούτε τυμπάνων κρότοι κοντά στης κρύαις βρύσαις ούτε γλυκό κρασάκι και συντροφιές Νεράιδων. Το Βακχικό τραγούδι της Αφροδίτης ψάλλω και τρέχω να την εύρω με συντροφιές της Βάκχαις πούχουνε τ' άσπρα πόδια. Ω Βάκχε, αγαπημένε που τάχα να γυρίζης τινάζοντας μονάχος τα ολόξανθα μαλλιά σου, ενώ εγώ ο πιστός σου στον Κύκλωπα δουλεύω με το πετσί του τράγου στην πλάτη για μανδύα μακρυά από σένα, ω Βάκχε; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Παιδιά μου, σιωπήσατε· και ειπέτε εις τους δούλους γρήγορα τα κοπάδια τους στο σπήλαιο να μαζέψουν. ΧΟΡΟΣ (προς τους δούλους) Ε! σεις, πηγαίνετε μπροστά. (προς τον Σειληνόν) Τι βιάζεσαι, πατέρα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ (Παρατηρών προς την θάλασσαν) Βλέπω εκεί κάτω χαμηλά κατά το ακρογιάλι ένα καράβι Ελληνικό και ναύταις που πηγαίνουν πίσω από έναν αρχηγό. Προς τη σπηληά τραβούνε και φέρνουν στο κεφάλι τους άδεια δοχεία και στάμναις. Βέβαια δεν θα ξέρουνε ο αφέντης μας τι είναι, γι' αυτό εδώ μας έρχονται να πέσουνε στα δόντια του ανθρωποφάγου Κύκλωπα. Αλλ' όμως ησυχάστε να μάθωμε οι ανθρώποι πώς βρέθηκαν στην Αίτνα. ΣΚΗΝΗ Γ'. ΟΙ ΑΥΤΟΙ — ΟΔΥΣΣΕΥΣ (Ο Οδυσσεύς και οι σύντροφοί του εμφανίζονται όπως ανηγγέλθησαν από τον Σειληνόν). ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ξένοι, κανένας από σας μπορούσε να μας δείξη πού ένα ποτάμι θαύρωμε τη δίψα μας να σβύση και αν μπορή κανένας σας να μας πουλήση κάτι να φάμε γιατί — ναυαγούς — μας θέρισεν η πείνα. (Βλέπει, καλλίτερα τους Σατύρους). Αλλά τι βλέπω; έτυχα σε τόπο που λατρεύει τον Βάκχο. Βλέπω Σάτυροι στην είσοδο του άντρου... Και πρώτα•πρώτα χαιρετώ τον γεροντότερό σας. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Χαίρε, ω ξένε. Από που και ποιός είσαι πες μας. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Απ' την Ιθάκη. Ο Οδυσσεύς, των Κεφαλλήνων άναξ. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σε ξέρω, του Σισύφου γυιός και ξακουστός στα λόγια. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ναι, εγώ είμαι εκείνος, γέροντα. Αλλ' όμως μη με βρίζεις. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και πώς εδώ ευρέθηκες στη Σικελία; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Γυρίζω από της Τροίας τον πόλεμο. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και πώς; Δεν τον γνωρίζεις τον δρόμο της πατρίδας σου; ΟΔΥΣΣΕYΣ Τον ξέρω, αλλά του ανέμου από τον δρόμο μ' έβγαλε η ορμή!... ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αλλοίμονο σας την ίδια τύχη είχαμε.. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και συ τα ίδια είχες; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ναι. Εκυνηγούσα τους ληστάς που αρπάξανε τον Βάκχο. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ποιά είναι η χώρα που είμαστε, και ποιοί την κατοικούνε; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Η Αίτνα, το ψηλότερο της Σικελίας μέρος. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και πού είναι της πόλεως τα τείχη και οι πύργοι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν είναι τίποτε απ' αυτά. Άνθρωποι δεν υπάρχουν. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και ποιοί λοιπόν την κατοικούν; Άγρια θηρία ίσως;.. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Οι Κύκλωπες, σε σπήλαια κι' όχι σε σπίτια μέσα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ποιοί κυβερνούν; Ή είν' εδώ ο όχλος κυβερνήτης; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Είναι βοσκοί. Κανένας τους δεν υπακούει στον άλλο. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πώς ζούνε; Στάχυα σπέρνουνε της Δήμητρας στη γη τους; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Με γάλα ζούνε και τυρί και με το κρέας των ζώων. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πιοτό του Βάκχου έχουνε, κρασί από ταμπέλια; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Καθόλου. Είναι αχάριστη η γη που κατοικούνε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Είναι άρά γε φιλόξενοι; Τους δέχονται τους ξένους; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Λένε ότι γλυκύτερο είναι το κρέας των ξένων. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Τι λες; ώστε αλήθεια, εδώ είναι ανθρωποφάγοι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Κανείς δεν βρέθηκε εδώ που να μην τονε σφάξουν. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' ο Κύκλωψ που να βρίσκεται; Μήπως στο σπήλαιο μέσα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Στην Αίτνα με τους σκύλλους του επήγε για κυνήγι. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ξέρεις τι θέλω από σε, για να σωθούμε όλοι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν ξέρω· αλλά πρόσταξε. Προς χάριν σου θα γίνη. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πουλήσατε μας τρόφιμα που έχουμε ανάγκη. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σου είπα πως δεν έχουμε παρά μονάχα κρέας. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' αυτό καλό· την πείνα μας μπορεί να ησυχάση. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μα και γιαούρτι και τυρί και γάλα γελαδίσιο. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Τώρα να γίνη η αγορά ενόσω είναι μέρα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και συ όμως για πληρωμή πόσο χρυσάφι δίνεις; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Χρυσάφι όχι. Έχω κρασί για πληρωμή να δώσω. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτό είναι καλλίτερο. Καιρό έχομε να πιούμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ο Μάρων μου το έδωκε, ο γυιός του Διονύσου ΣΕΙΛΗΝΟΣ Εκείνος που ανέθρεψα εγώ στην αγκαλιά μου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ο γυιός του Βάκχου, αν ζητάς καλλίτερα να μάθης. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Και στο καράβι το άφησες, ή το κρατείς μαζή σου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Το έχω μέσα στο ασκί ετούτο, γέροντα μου. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτό ούτε το στόμα μου δεν φτάνει να γεμίσω. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έχω ακόμα δυο φορές τόσο και άλλο τόσο. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Καλή είναι η βρύση όπως λες· την χαίρεται η καρδιά μου ΟΔΥΣΣΕΥΣ Θέλεις λιγάκι απ' αυτό να δοκιμάσης πρώτα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Καλά το λες. Η δοκιμή την όρεξι ανοίγει. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Καλά που έφερα, μαζή με τον ασκό, ποτήρι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Βάλε μου, κουδουνίζοντας, να πιω να το θυμάμαι. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Να, πάρε! ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μωρέ τ' είναι αυτό; Τι μυρωδιά την έχει; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Είδες; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν είδα• εμύρισα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πιε τώρα, όχι με λόγια μονάχα να το επαινής. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μούρχεται να χορέψω. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Σου βράχηκε ο λάρυγγας καλά; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Έως τα νύχια τη γλύκα του αισθάνθηκα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μαζή μ' αυτό και χρήμα, αν θέλης, θα σου δώσωμε. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Άδειασε το ασκί σου και κράτα το χρυσάφι σου. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Φέρ το τυρί σας τώρα και πρόβατο νεογέννητο. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αμέσως θα το κάμω και αν πης για τον αφέντη μου, διόλου δεν με μέλει. Για ένα ποτήρι απ' αυτό δίνω όλα τα κοπάδια του Κύκλωπα και δέχομαι στη θάλασσα να πέσω σαν νοιώσω πως βλέφαρα βαρύνει το μεθύσι. Όποιος δεν πίνει το κρασί, σωστά τρελλός θα είναι. Γιατί μονάχα το κρασί στον έρωτα σε σπρώχνει και στο χορό, και λησμονείς κάθε κακό στον κόσμο. Και τώρα που το ευρήκα εγώ δεν θα το παραιτήσω κι' ας κάνη ό,τι θέλει ο Κύκλωπας με τώνα του το μάτι! (Εισέρχεται εις το σπήλαιον διά να φέρη το τυρί και το κρέας). ΣΚΗΝΗ Δ'. Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΜΕΝΩΝ — ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΧΟΡΟΣ Και τώρα ας πούμε τίποτα ως νάρθη να τα φέρη. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Λέγετε ό,τι θέλετε σαν φίλοι σ' ένα φίλον. ΧΟΡΟΣ Την Τροία την επήρατε, καθώς και την Ελένη; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όλην την οικογένεια πιάσαμε του Πριάμου. ΧΟΡΟΣ Και όταν η νέα έπεσε στα χέρια σας, βεβαίως όλοι θα την χορτάσατε καθείς με τη σειρά του γιατί αυτής της άρεσε άνδρες πολλούς ν' αλλάζη, η άπιστη που τα βρακιά του Πάρι όταν είδε να κατεβαίνουνε πλατιά στης γάμπαις του και όταν ένα χρυσό περιδέραιο εις τον λαιμόν του είδε τάχασε αμέσως κι' άφησε τον άνδρα τον καλό της. Είθε να μη βρισκότανε στη γη καμμιά γυναίκα παρά για μένα μοναχά. ΣΚΗΝΗ Ε'. Οι αυτοί — Εμφανίζεται ο ΣΕΙΛΗΝΟΣ Πάρε απ' τα κοπάδια μας, ω βασιλιά, ό,τι βγάζουν πάρε αρνάκια τρυφερά, και βούτυρο και γάλα και άφθονα τυριά μαζή. Και φύγετε αμέσως μακρυά από το σπήλαιον. Άφησε το κρασί σου για πληρωμή, Ω, τ' είναι αυτό; τι βλέπω εκεί κάτω Ω, δυστυχία! ο Κύκλωπας. Και τώρα; τι θα γίνη; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αλλοίμονο, εχαθήκαμε. Πού να κρυφτούμε τώρα; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Κρυφτήτε μέσα στη σπηληά. Μπορεί να μη σας νοιώση! ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μου φαίνεται στα δίχτυα του μας ρίχνει η συμβουλή σου ΣΕΙΛΗΝΟΣ Όχι, γιατ' έχει η σπηλιά πολλούς κρυψώνες μέσα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' όμως δεν πρέπει· αν μάθαινε η Τροία πως ένα άνδρα έτσι εφοβηθήκαμε θα μας παραπονοιόταν. Εγώ με την ασπίδα μου πολλές φορές ως τώρα χιλιάδες Φρύγας έβαλα μπροστά. Και τώρα αν να πεθάνω είναι γραφτό, τουλάχιστον θα πέσουμε σαν άντρες, Ή την ζωή αν σώσωμε, μα τίμια θα σωθούμε. (Αποσύρονται εις το βάθος) ΣΚΗΝΗ ς'. Ο ΧΟΡΟΣ των ποιμένων — Ο ΚΥΚΛΩΨ (Εισερχόμενος ο Κύκλωψ αποτείνεται προς τους χορεύοντας Σατύρους) ΚΥΚΛΩΨ Ε, σεις! Καθήστε φρόνιμα! τι είναι αυτό το γλέντι, και οι χοροί; Διόνυσος δεν είν' εδώ. Σταθήτε, δεν είναι ούτε τύμπανα από χαλκό, ούτε κρίκοι. Τι κάνουν τα νεογέννητα αρνάκια μέσ' στο άντρον; Βυζαίνουν της μητέραις τους και παίζουν στο πλευρό τους; Είναι γεμάτα από τυρί τα σχοίνινα καλάθια; Τι λέτε; Πώς;... Δεν απαντά κανείς σας; Μήπως πρέπει με το ματσούκι μου αυτό ν' αρχίσω τα πλευρά σας νάχωμε πάλι κλάμματα; Σηκώσετε τα μάτια και μην κυττάζετε στη γη... ΧΟΡΟΣ Να, βλέπομε απάνω έως τον Δία, και στ' ουρανού τα άστρα. ΚΥΚΛΩΨ Το τραπέζι είν' έτοιμο; ΧΟΡΟΣ Είναι έτοιμο. Όρεξι φθάνει νάχης. ΚΥΚΛΩΨ Και οι κρατήρες έτοιμοι; Είναι γεμάτοι γάλα; ΧΟΡΟΣ Και το πιθάρι ολόκληρο, αν θέλης. ΚΥΚΛΩΨ Είναι γάλα της προβατίνας, βωδινό, ή ανακατωμένο; ΧΟΡΟΣ Απ' ό,τι θέλεις· μοναχά εμάς να μη ρουφήξης. ΚΥΚΛΩΨ Εσείς δεν μου χρειάζεσθε. Με τα πηδήματα σας μπορείτε να ξεσκίσετε τα βάθη της κοιλιάς μου (Έξαφνα βλέπει τους Έλληνας και τον Σειληνόν ο οποίος φαίνεται ότι τους διώχνει). Ε!; τι είναι εκεί κάτω αυτοί που βλέπω στη σπηληά μου; Λησταί ή κλέφτες βγήκανε στον τόπο μας; τι βλέπω; Ταρνιά μας εις το σώμα τους δεμένα με καλάμια· και η στάμναις μας με το τυρί γεμάταις... Και ο γέρος ο φαλακρός, που στέκεται με τα πρησμένα μούτρα φαίνεται πως της έφαγε... ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αλλοίμονο σ' εμένα! Καίει το κορμί μου του άμοιρου απ' της ξυλιές. ΚΥΚΛΩΨ Για στάσου!... Ποιός, γέροντα, σ' εχτύπησε;... ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτοί εδώ που βλέπεις γιατί εγώ δεν ήθελα ν' αφήσω να σε κλέψουν. ΚΥΚΛΩΨ Και πώς; Δεν ήξευραν αυτοί, πως είμ' εγώ ο Κύκλωψ θεός εγώ, θεών παιδί; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Όλα αυτά τα είπα του κάκου! εκείνος άρπαξε τα πράγματα σου ως τόσω και το τυρί σου έτρωγαν και έκλεβαν ταρνιά σου. Εσέ τον ίδιον έλεγαν πως με σχοινί θα δέσουν τρεις πήχες, και από το μάτι σου θα κάμουν να ξεράσης τα σπλάγχνα σου και καμτσικιές θα σούδιναν στη ράχη και έπειτα θα σ' έρριχναν δεμένον στο καράβι και δούλον θα σ' επήγαιναν τον μύλο να γυρίζης. ΚΥΚΛΩΨ Αλήθεια; Τρέξε γλήγορα μαχαίρια ν' ακονήσης· μάζεψε ξύλα κι' άναψε φωτιά, γιατί σε λίγο όλους θα σφάξω και ζεστούς θα τους καταβροχθίσω άλλους ψητούς στα κάρβουνα κι' άλλους βραστούς στη χύτρα. Πολύν καιρό ετρεφόμουνα με λάφια και λιοντάρια, και έχω πάρα πολύν καιρό να φάω ανθρώπου κρέας. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σωστά. Είναι καλλίτερο, αφέντη, το καινούριο. Πολύν καιρό έχουν ανθρώποι να ρθούνε στη σπηληά σου. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ω Κύκλωψ, άκουσε και μας τους ξένους. Πεινασμένοι στον τόπο σου εβγήκαμε, λίγη τροφή ναυρούμε και να την αγοράσωμε με χρήμα. Αυτός που βλέπεις μας πούλησε, όχι άθελα, το γάλα και ταρνιά σου και μείς κρασί του δώσαμε γι' ανταλλαγή και ήπιε· τίποτα δεν εκάμαμε διά της βίας, ο γέρος ψέμματα λέει, γιατί κρυφά τον ηύρες να σε κλέβη. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Εγώ;... που να σ' εύρη κακό... ΟΔΥΣΣΕΥΣ Να μ' εύρη, αν λέω ψέμμα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Στον Ποσειδώνα ορκίζομαι, στον θείο σου πατέρα και στον μεγάλον Τρίτωνα και στον Νηρέα κι' ακόμα στην Καλυψώ ορκίζομαι, και στου Νηρέως της κόραις, στα κύματα, ω Κύκλωπα, σ' όλα μαζή τα ψάρια καλέ μου, αφεντάκη μου, ψέμματα είναι όλα. Δεν πούλησα εγώ τίποτα από τα πράγματα σου. Να μη μου μείνη ένα παιδί, που ξέρεις πως τα έχω. ΧΟΡΟΣ Οι όρκοι σου απάνω σου αμέσως να γυρίσουν. Σε είδα με τα μάτια μου που τα πουλούσες· ψέμμα αν λέη ο πατέρας μας από κακού να πάη. (προς τον Κύκλωπα:) Τους όρκους μην παραδεχθής. Μην αδικής τους ξένους. ΚΥΚΛΩΨ Ψέμματα λέτε. Μόνον αυτόν τον γέροντα πιστεύω, γιατί και απ' τον Ραδάμανθυν πιο δίκαιον τον έχω. Αλλά θα μάθω μόνος μου. Ποιοι είσθε σεις, ω ξένοι, από που έρχεσθε, και ποιά η πατρίδα σας; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Η Ιθάκη, είν η πατρίδα μας. Και αφ' ου επήραμε την Τροία τώρα από εκεί γυρίζαμε. Μα η τρικυμία, ω Κύκλωψ, στον τόπο σου μας έρριξε. ΚΥΚΛΩΨ Ώστε είσθε σεις εκείνοι που για να ξαναφέρετε στη Σπάρτη την Ελένη εφθάσατε ως το Ίλιον, στης όχθες του Σκαμάνδρου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Εμείς, και ετραβήξαμε τόσα δεινά. ΚΥΚΛΩΨ Εκστρατεία κακή, αφού η αιτία της μία γυναίκα ήτον κ' επήγανε προς χάριν της ως την Φρυγία. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έτσι ήτον το θέλημα του θεού. Θνητός κανείς, δεν φταίει. Και τώρα, ω γενναίο παιδί του Ποσειδώνος, όλοι εμείς σε ικετεύομεν και σε παρακαλούμε όχι σαν δούλοι, αλλ' ακριβώς ωσάν ελεύθεροι άνδρες την θεία οργή να φοβηθής και να μη μας σκοτώσης. Γιατί εμείς, ω βασιλιά, εις την Ελλάδα όλη τιμούμε τον πατέρα σου και έχομε ναούς του έως τα μακρυνώτερα του τόπου μας σημεία. Απάτητος και ιερός είναι ο λιμήν του κάτω στο Ταίναρον και πάρα εκεί στην άκρη του Μαλέα κ' έπειτα και στο Σούνιον, που η Αθηνά μαζή του έχει ναόν στο έδαφος που βγάζει το ασήμι, Άλλος ναός του και άσυλον στον Γεραιστόν της Ευβοίας. Αλλά δεν υποφέραμε την ύβριν που η Φρυγία εις την Ελλάδα έκαμε. Η δόξα μας δική του επίσης είναι. Γιατί εσύ στον φλογισμένον βράχο της Αίτνης που είναι Ελληνική, κύριος είσαι. Νόμος είναι για όλους τους θνητούς να δέχωνται τους ξένους που έπαθαν στη θάλασσα, να τους φιλοξενούνε κι όχι να τους σουβλίζουνε με των βωδιών της σούβλες και να χορταίνουν με τροφή της σάρκες των ανθρώπων. Πολύν καιρό εδεκάτισε η Τροία την Ελλάδα, και ήπιε το αίμα των νεκρών που εσκότωνε το δόρυ και άφησε γρηές χωρίς παιδιά, γυναίκες χωρίς άνδρες. Αν συ τους λίγους που έμειναν μέσ' στη φωτιά τους ρίξης για να τους φας, πού μένει πια κανείς να καταφύγη; Όχι, άκουσε τα λόγια μου, ω Κύκλωπα, και κράτει τα δόντια σου· προτίμησε φιλάνθρωπος να μείνης κι' όχι να γίνης ασεβής. Γιατί πολλοί ως τώρα από τα κέρδη τα κακά εβγήκαν ζημιωμένοι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ (προς τον Κύκλωπα:) Άκου κ' εμέ μια συμβουλή που θα σου δώσω, μία μπουκιά απ' το κρέας του να μην αφήσης. Κόψε τη γλώσσα του και φάγε την να μάθης ν' αγορεύης. ΚΥΚΛΩΨ (προς τον Οδυσσέα:) Ε, ανθρωπάκο, των σοφών θεός είναι ο πλούτος. Όλα τα αλλά ανώφελα κι' άχρηστα λόγια είναι. Τι τάχα θα κερδίσω εγώ, αν ο πατέρας μου έχη ναούς στα ακρωτήρια, και τι μου τ' αραδειάζεις; Εγώ του Διός τους κεραυνούς δεν τους φοβάμαι διόλου κι' ούτε καλλίτερο θεωρώ τον Δία από μένα. Δεν λογαριάζω τίποτα. Ξέρεις γιατί; Αν βρέξη ο Ζευς, εγώ στο βράχο αυτόν πηγαίνω και τρυπώνω κ ένα μοσχάρι ψήνοντας ή τίποτα κυνήγι το τρώω και ανάσκελα στο χώμα ξαπλωμένος, αφού αδειάσω ολόκληρο τον αμφορέα με γάλα, έπειτα την κοιλιά χτυπώ και με τον ήχο κάνω Βροντές κ' εγώ και κεραυνούς ωσάν τον Δία. Και όταν πάλι άγριος ο βοριάς από τη Θράκη αρχίση και με το χιόνι όλη τη γη σκεπάση, εγώ χωμένος μέσ' στων θηρίων τα δέρματα, φωτιά μεγάλη ανάβω και για το χιόνι του Διός καθόλου δεν με μέλει. Η γη εξ ανάγκης, θέλοντας και μη, χορτάρι βγάζει να τρώνε τα κοπάδια μου, τα βώδια και ταρνιά μου. Εγώ κανένα απ' αυτά δεν θυσιάζω σ' άλλον θεόν, γιατί καλλίτερον δεν ξέρω απ' την κοιλιά μου. Να τρώη, να πίνη, να γλεντά κανένας κάθε μέρα, να μη χαλά για τίποτα την όρεξί του, αυτό είναι ο Ζευς για 'κείνον που έμαθε να ζη σ' αυτόν τον κόσμο. Εκείνοι που άλλους έκαμαν για τους ανθρώπους νόμους και στη ζωή τους έβαλαν ένα σωρό φροντίδες, εκείνοι θέλουν κρέμασμα. Για χάρι τους βεβαίως εγώ δεν έχω όρεξι να σκάσω την καρδιά μου και δεν θα μ' εμποδίσουνε αυτοί να σε μασήσω. Αυτήν την περιποίησί σου ετοιμάζω, ω ξένε, για να μην έχης άδικα παράπονα. Η φωτιά μου και το καζάνι έτοιμο του πατρικού σπιτιού μου την σάρκα σου θα ντύσουνε και θα ζεστοκοπήσουν. Έλα, συρθήτε στη σπηληά, και γύρω απ' το βωμό μου τρέξετε να ετοιμάσετε το γεύμα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αλλοίμονο μας! Σωθήκαμε απ' τον πόλεμο κι απ' τη μανία του πόντου και τώρα να μαλάξωμε μία καρδιά ανθρώπου δεν κατορθώνομε. Ω θεά του Δία θυγατέρα, βοήθησε μας· κίνδυνοι χειρότεροι απ' της Τροίας μας απειλούν. Αλλά και συ που κατοικείς στα άστρα, ω Ζευ φιλόξενε, ιδέ τα βάσανα μας τώρα, γιατί αν την βοήθεια που σου ζητώ δεν δώσης αδίκως σε λατρεύουνε, θεός εσύ δεν είσαι, (Εισέρχεται εις το σπήλαιον) ΣΚΗΝΗ Ζ'. ΧΟΡΟΣ ΧΟΡΟΣ Τα χείλη σου άνοιξε τα που κλείνουνε το στόμα γιατί σε λίγο, ω Κύκλωψ, θα είναι έτοιμες η σάρκες ψητές ή και βρασμένες έτοιμες να της πιάνης απ' τη φωτιά απάνω και να της κατεβάζης· τα κόκκαλα θα σπάζης των ξένων, που θα βράσουν μέσ' σε βωδιού τομάρι. Μη μας καλείς μαζή σου κράτησε μοναχός σου. ολόκληρο το πλοίο της σάρκες φορτωμένο. Ας φύγωμε απ'το άντρον κι' απ' της φρικτές θυσίαις του Κύκλωπα που τρώει της σάρκες των ανθρώπων. Τι άγριος πρέπει νάνε εκείνος που σκοτώνει τους ξένους που η τύχη τους έστειλε κοντά του και ανήμερα τους κόβει και σπα τα κόκκαλά τους με τασεβή του δόντια και βράζει το κορμί τους ή στη φωτιά το ψήνει κι' απ' την πυρά απάνω τράβα τα κρέατα τους και τα καταβροχθίζει! ΣΚΗΝΗ Η'. (Εξέρχεται ο Οδυσσεύς έντρομος από το άντρον). ΟΔΥΣΣΕΥΣ -ΧΟΡΟΣ Ω Ζευ, ω Ζευ! πως να σας πω τι είδα μέσ' στο άντρον Βέβαια δεν θα πιστέψετε, πως είναι έργα ανθρώπου. ΧΟΡΟΣ Τι τρέχει; τι είδες, Οδυσσεύ; Μήπως οι σύντροφοι σου δεν ζούνε πια; τους έφαγε; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Άρπαξε δύο πρώτα κι' αφ' ου καλά τους έψαξε και με τα δυο του χέρια και είδε ότι ήτανε κ' οι δυο καλλίτερα θρεμμένοι. ΧΟΡΟΣ Ω τους φτωχούς! Πώς έγινε το πράγμα; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μόλις στο άντρον εμπήκαμε, άρχισε φωτιά ο Πολύφημος, νανάβη ρίχνοντας μιας βελανιδιάς μεγάλης τα κλωνάρια, που τρία αμάξια δύσκολα μπορούσαν να κρατήσουν. Έπειτα πλάι στη φωτιά ένα κρεββάτι στρώνει από έλατα, και έπειτα ένα κρατήρα επήρε ίσον με δέκα αμφορείς, αρμέγει της γελάδες και τον γεμίζει κάτασπρο το γάλα. Και κατόπιν ένα ποτήρι ξύλινο από κισσό τρείς πήχες το ύψος κι' άλλους τέσσερες τουλάχιστον το βάθος. Ένα καζάνι χάλκινο στη φλόγα απάνω στήνει και σούβλες που η άκρη τους ήτανε σιδερένια. Και όταν όλα ετοίμασεν ο μάγερας του Άδου δυο από τους συντρόφους μου άρπαξε, τους έσφαξε με κάποιον ρυθμό, τον' ένα έρριξε εις το καζάνι μέσα και έπειτα τον δεύτερον αρπάζει απ' το πόδι και τον χτυπάει δυνατά στου βράχου τη γωνία και το κεφάλι του έσπασε κ' εχύθη το μυαλό του· τότε με το μαχαίρι του της σάρκες κατακόβει και τον πετάει στη φωτιά, ενώ τα άλλα μέλη, μέσ' στο καζάνι τάρριξε να βράσουν με τον άλλον. Εγώ σ' αυτό το μεταξύ με μάτια δακρυσμένα στο πλάι του εστεκόμουνα και τον υπηρετούσα. Οι άλλοι στα βάθη της σπηληάς οι δόλιοι μαζεμένοι σαν τα πουλάκια έτρεμαν, κ' είχε κοπή η λαλιά τους. Τέλος όταν εχόρτασε με σάρκες και ξαπλώθη ο Κύκλωψ κ' η ανάσα του 'μόλυνε τον αέρα μια θεία αλήθεια έμπνευσις μου ήρθε· το ποτήρι με το κρασί του Μάρωνος εγέμισα και του είπα — Ω Κύκλωψ, του θεού παιδί των θαλασσών, αν θέλης, δοκίμασε απ' το ποτόν που βγάζουνε το θείον ταμπέλια της Ελλάδος μας, απ' το ποτόν του Βάκχου! Εκείνος από το φρικτό το δείπνο χορτασμένος με μια μονάχα ρουφιξιά άδειασε τον κρατήρα και το κρασί επαίνεσε κ' υψώνοντας τα χέρια μου είπε «Ω πιο αγαπητέ απ' όλους τους άλλους ξένε, μου δίνεις ένα θείο ποτό, έπειτα από θείο γεύμα». Σαν είδα πως του άρεσε και δεύτερο του δίνω βέβαιος ότι το κρασί θα τον υποδουλώση και θα βοηθήση, γρήγορα να τον εκδικηθούμε· τότε άρχισε να τραγουδή, κ' εγώ το ένα στο άλλο κρασί ποτήρια τούδινα και μια φωτιά στα σπλάγχνα του άναβα· τα τραγούδια του στο άντρον αντηχούνε· με των δυστυχισμένων μου συντρόφων μου τους θρήνους. Τότε σιγά σιγά εγώ εβγήκα από το άντρον κ' ήρθα εδώ για να σωθώ κι' όλους εσάς να σώσω αν με βοηθήσετε. Αλλά θέλω να μάθω πρώτα αν θέλετε να φύγετε απ' τον ανόσιον άνδρα και εις του Βάκχου φθάνοντας τανάκτορα, να ζήτε με της Νεράιδες του μαζή. Αυτός ήταν ο πόθος του γέρου του πατέρα σας, που είναι στο άντρον τώρα. Μα αυτός είναι αδύνατος και άλλο δεν συλλογιέται απ' το μεθύσι· σαν πουλί που η ξόβεργα θα πιάση τινάζει αδίκως τα φτερά, μα δεν μπορεί να φύγη απ' το ποτήρι το κρασί. Σεις όμως που είσθε νέοι ελάτε να γλυτώσετε και να γυρίστε πίσω. στον Βάκχο, όπου με αυτόν τον Κύκλωπα δεν μοιάζει. ΧΟΡΟΣ Ω αγαπημένε φίλε μας, είθε ναρθή η ημέρα να φύγωμε απ' του Κύκλωπος τα χέρια! Πόσο ως τώρα καιρό έχομε να βάλωμε στο στόμα μας ποτήρι! Αλλ' όμως δεν είναι εύκολο να φύγωμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ακούστε τι τρόπο ευρήκα απ' το άγριο θηρίον να σωθούμε και να το τιμωρήσωμε. ΧΟΡΟΣ Μίλησε, δεν υπάρχει τραγούδι ωραιότερο της Λυδικής κιθάρας από το άκουσμα αυτό: πως πέθανε ο Κύκλωψ. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Τώρα που ήπιε, απ' τη χαρά μία ιδέα του ήρθε στους αδερφούς του Κύκλωπας να πάη να διασκεδάση. ΧΟΡΟΣ Κατάλαβα· θέλεις λοιπόν στο δάσος να τον βρούμε μονάχο να τον σφάξωμε ή από κανένα βράχο να τον πετάξωμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όχι δα, κανένα από δύο, το σχέδιόν σου πιο καλά μελετημένο είναι. ΧΟΡΟΣ Λέγε λοιπόν από καιρό, σοφός πως είσαι ακούμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πρώτα δεν κάνει θα του πω, να πάη στο τραπέζι και εις τους άλλους Κύκλωπας να δώση το κρασί του, παρά να τώχη μόνο αυτός να το γλεντάη μονάχος • Κι' όταν μεθύση και βαρύς στον ύπνο πάλι πέση εγώ ένα κλώνο της εληάς, απ' τη σπηληά θα πάρω. Κι' αφού στην άκρη μυτερό με το σπαθί τον κάνω θα τον πυρώσω στη φωτιά· κι' όταν τον 'δω να κάψη, θα τον τραβήξω, και με ορμή, στο μάτι θα τον χώσω του Κύκλωπος, κι' αυτός ευθύς θα στραβωθή. Όπως όταν ένα καράβι φτειάνουνε ο ναυπηγός γυρίζη με δυο πετσιά στης τρύπες του τριγύρω το τρυπάνι έτσι κ' εγώ μέσ' στου ματιού την κόγχη θα γυρίσω το πυρωμένο μου κλαδί, την όψι να του κάψω. ΧΟΡΟΣ Ω, τι χαρά! Μας τρέλλανε ο τρόπος που ευρήκες. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έπειτα όλους σας εδώ στο πλοίο θα σας βάλω μαζή με τον πατέρα σας, και τα κουπιά τραβώντας με όλη μας την δύναμι, μακρυά από δω θα πάμε. ΧΟΡΟΣ Αφού σου ωρκισθήκαμε πως θάμαστε δικοί σου, θα μας αφήσης τον δαυλό και μείς να τον γυρνούμε μέσα στο μάτι σου; Γιατί σ' αυτήν την τιμωρία χαρά μας να βοηθήσωμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και πρέπει, γιατί είναι πολύ μεγάλος ο δαυλός και δεν μπορώ μονάχος. ΧΟΡΟΣ Το βάρος εκατό αμαξιών σηκώνομε ευχαρίστως, φτάνει κ' εμείς να κάψωμε του Κύκλωπα το μάτι και φτάνει να το λυώσωμε σαν σφήκα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ησυχία κάμετε· τώρα εμάθατε το σχέδιο· όταν είναι η ώρα, θα σας 'πω εγώ και σεις να υπακούτε στον αρχηγό. Γιατί εγώ έχω όλους τους δικούς μου μέσ' στη σπηληά και δεν ζητώ μονάχος να γλυτώσω, αν και μπορούσα νάφευγα, αφού έφθασα και βγήκα. Αλλά δεν είναι δίκαιον ν' αφήσω τους δικούς μου που ήλθανε μαζή μου εδώ, και να σωθώ εγώ μόνος. (Εισέρχεται εις το σπήλαιον). ΣΚΗΝΗ Θ'. ΧΟΡΟΣ Πάμε, ποιός θα είναι ο πρώτος, ποιός έπειτ' απ' τον πρώτο τον πυρωμένο κλάδο στο μάτι θα βυθίση του Κύκλωπα, το φως του το λαμπερό να σβύση; Σιωπάτε, σιωπάτε, άρχισε το τραγούδι ο μεθυσμένος ψάλτης που αργότερα θα κλάψη, και έξω απ' το παλάτι το πέτρινο προβάλλει. Ελάτε, με τραγούδια να μάθωμε να ψάλη γιατί σε λίγο μάτια δεν θάχη για να βλέπη. (Στροφή) Ευτυχισμένος όποιος από γλυκό κρασάκι μεθύση στο τραπέζι κρατώντας στην αγκάλη, αγαπημένη φίλη κ' έπειτα στο κρεββάτι με τα ξανθά μαλλιά της στα μύρα βουτηγμένη με πόθους τα χαϊδεύει και σιγοτραγουδώντας — τη θύρα ποιος θ' ανοίξη; ΣΚΗΝΗ Ι'. ΟΙ ΑΥΤΟΙ — ΚΥΚΛΩΨ (Ο Κύκλωψ εμφανίζεται μεθυσμένος και τρικλίζων) ΚΥΚΛΩΨ Πώ πω· είμαι γεμάτος κρασί, και η καρδιά μου εχάρηκε τραπέζι. Σαν βαρυφορτωμένο καράβι είν' η κοιλιά μου. Αυτή η πρασινάδα που απλώνεται μπροστά μου την όρεξι μ' ανοίγει να πάω να γλεντήσω την άνοιξι εκεί κάτω στους Κύκλωπας τους άλλους τους αδελφούς μου. Φέρε, ω ξένε, το ασκί σου δος μου να πιω ακόμα! (Αντιστροφή β'). ΧΟΡΟΣ Απ' το παλάτι μέσα ωραίος ο Κύκλωψ βγαίνει με το ωραίο το μάτι. Θ' αναψουνε λαμπάδες για χάρι σου σε λίγο και σαν μια νέα νύφη μέσ' στη δροσιά του άντρου στεφάνι από λουλούδια γύρω απ' το μέτωπο σου ωραία θα σε στολίση. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Άκουσε, Κύκλωψ, κάτι τι που θα σου πω. Εγώ ξέρω καλά του Βάκχου το ποτόν που σούδωκα. Άκουσε με. ΚΥΚΛΩΨ Ώστε κι' ο Βάκχος για θεός περνά; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κι' απ' τους μεγάλους γιατί πολλή ευχαρίστησι και ηδονή μας φέρνει, ΚΥΚΛΩΨ Γι' αυτό κ' εγώ τον ρέβομαι και ευφραίνεται η ψυχή μου. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Έτσι σε όλους φέρεται• κανένα δεν πειράζει. ΚΥΚΛΩΨ Μα που ακούστηκε θεός μέσ' στους ασκούς να μένη; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όπου και αν τον βάλλουνε, είναι ευχαριστημένος. ΚΥΚΛΩΨ Όμως δεν πρέπει οι θεοί να ζουν μέσ' στα τομάρια. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Και τι σε μέλει αφού αυτός σ' ευχαριστεί; Ή τάχα μήπως τον έκαμε πικρόν το δέρμα; ΚΥΚΛΩΨ Δεν μ' αρέσει το ασκί, μ' αρέσει το πιοτό που είναι μέσα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μείνε λοιπόν εδώ και πίνε τον και γλέντησε. ΚΥΚΛΩΨ Δεν πρέπει να δώσω λίγο απ' αυτό στ' αδέλφια μου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αν τώχες μόνον εσύ, καλλίτερος θα φαίνεσαι απ' όλους. ΚΥΚΛΩΨ Μα αν το δώσω και σ' αυτούς θα τους υποχρεώσω. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Το γλέντι φέρνει σύγχυσι, φιλονεικίες, λόγια. ΚΥΚΛΩΨ Και αν μεθύσω ποιός τολμά εμένα να μ' εγγίξη; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όποιος το τσούξη, σπίτι του καλλίτερα να μένη. ΚΥΚΛΩΨ Κουτός που σαν εμέθυσε δεν θέλει να γλεντήση. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Όποιος μεθύση κ' έπειτα μείνη στο σπίτι του είναι σοφός. ΚΥΚΛΩΨ Συ, Σειληνέ, τι λες; Να μείνωμε στο σπίτι; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Αυτή είναι η γνώμη μου. Τους άλλους τι τους θέλεις; ΚΥΚΛΩΨ Ωραίο, αλήθεια, απλώνεται σαν στρώμα το χορτάρι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Με το λιοπύρι είναι καλά να πίνη κάνεις. Έλα ξαπλώσου κάτω, κατά γης. ΚΥΚΛΩΨ Τι κρύβεις το ποτήρι πίσω μου; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μη περνά κανείς και μας το πάρη. ΚΥΚΛΩΨ Όχι. για να το πιής εσύ κρυφά... Βάλτο εδώ στη μέση. Και συ ω ξένε, δεν μας λες ποιό είναι τόνομά σου; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κανείς, εγώ ονομάζομαι, Τι χάρι θα μου κάνης να ξέρω-—τι θα σου χρωστώ; ΚΥΚΛΩΨ Απ' όλους τελευταίον θα φάω εσένα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Σπάνια του κάνεις χάρι, αλήθεια. ΚΥΚΛΩΨ Ε, ε, τι κάνεις συ αυτού; Μου κλέβεις το κρασί μου; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Όχι, αυτός μ' εφίλησε, γιατί με βρίσκει ωραίον. ΚΥΚΛΩΨ θα κλάψης· το κρασί αγαπάς, μ' αυτό δεν σ' αγαπάει. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Μα το θεό, με αγαπά· λέει πως είμαι ωραίος. ΚΥΚΛΩΨ Βάλε κρασί, και γέμιστο ως απάνω το ποτήρι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Στάσου να ιδούμε επέτυχε στο ανακάτεμα του; ΚΥΚΛΩΨ Μ' επέθανες! Βάλε να πιω κι' ας είναι όπως κι' αν είναι. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Α, όχι, πριν να σε ιδώ να βάλης το στεφάνι και πριν το δοκιμάσω εγώ. ΚΥΚΛΩΨ Α, κεραστή αχρείε! ΣΕΙΛΗΝΟΣ Δεν είμαι αχρείος κεραστής, είναι γλυκό ετούτο. Έπειτα πρέπει να πλυθής για να το νοιώσης όταν το πίνης. ΚΥΚΛΩΨ Να, δεν έχουνε τα χίλια μου κ' η τρίχες τίποτα. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Τώρα στήριξε στο χώμα τον αγκώνα κ' έπειτα ιδέ πως πίνω εγώ και... μη με ιδής πως πίνω. (Πίνει, τόσον γρήγορα ώστε δεν προφθάνει να τον ιδή ο Κύκλωψ). ΚΥΚΛΩΨ Ε, ε, τι χάνεις; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Τίποτε, μια ρουφηξιά επήρα. ΚΥΚΛΩΨ Πάρ' το ασκί, ω ξένε εσύ, και κέρνα με. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Με ξέρει καλά εμένα το κρασί, το χέρι το γνωρίζει. ΚΥΚΛΩΨ Έλα λοιπόν, κέρνα. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κερνώ, μα μη φωνάζης· σώπα. ΚΥΚΛΩΨ Δύσκολα πράγματα ζητάς από αυτόν που πίνει. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Πάρε και πιέ και φρόντισε σταλιά να μην αφήσης. Πρέπει κανείς στην ύστερη γουλιά του να πεθαίνη. ΚΥΚΛΩΨ Πω πω, τι ξύλο ώμορφο του αμπελιού το ξύλο! ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αν αφού έφαγες καλά, πιης και καλά, είτ' έχεις είτε δεν έχεις δίψα, ευθύς σ' ύπνον γλυκόν θα πέσης. Μα αν αφήσης μια σταλιά. θα σου ξεράνη ο Βάκχος τον λάρυγγα. ΚΥΚΛΩΨ Εκολύμπησα μέσ' στο κρασί και μόλις εσώθηκα γιατ' ήτανε χωρίς νερό. Και τώρα μου φαίνεται ο ουρανός κ' η γη μαζή ένα πράγμα. Βλέπω το θρόνο του Διός και τους θεούς τριγύρω. Η Χάρις με ειρωνεύονται. Αλλά εμένα φτάνει ο Γανυμήδης, προτιμώ ταγόρια απ' τα κορίτσια. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ώστε να πούμε είμ' εγώ ο Γανυμήδης; ΚΥΚΛΩΨ Είσαι εσύ όπου σε άρπαξα από την Δαρδανία. ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ω δυστυχία εχάθηκα• παιδιά μου, τι θα πάθω! ΚΥΚΛΩΨ Τον εραστή που εμέθυσε εσύ τον περιπαίζεις; ΣΕΙΛΗΝΟΣ Ξυνό θα μου βγη το κρασί που ήπια. (Ο Κύκλωψ απάγει τον Σειληνόν εις το άντρον). ΣΚΗΝΗ ΙΑ'. ΟΔΥΣΣΕΥΣ—ΧΟΡΟΣ Ελάτε τώρα, παιδιά του Βάκχου ευγενικά, εκείνος πάει μέσα σε λίγο από το κρασί σ' ύπνον βαρύν θα πέση κι' απ' το άτιμο λαρύγγι του της σάρκαις θα ξεράση που έφαγε πρωτήτερα. Μέσα ο δαυλός καπνίζει και τίποτα δεν μένει πια παρά στο μάτι μέσα να μπη. Ελάτε, δείξετε πως είσθε άνδρες. Θάρρος! ΧΟΡΟΣ Πέτρα η καρδιά μας θα γενή και σίδερο. Προχωρεί μέσ' στη σπηληά πριν τίποτα κακό ο πατέρας πάθη. Και μείνε ήσυχος για εδώ, θα είναι όπως τα θέλεις. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Ω Ήφαιστε, ω βασιλιά της Αίτνας, κάψε τώρα του γείτονα σου του κακού το μάτι, μια για πάντα από αυτόν ναπαλλαχθής. Και συ παιδί της Νύχτας ω Ύπνε, έλα κάθησε στα μάτια του θηρίου που το μισούνε οι θεοί. Έπειτα από την νίκη της Τροίας μην αφήσετε ο Οδυσσεύς να πάθη κ' οι σύντροφοι του, άδικα από χέρια ενός ανθρώπου που ούτε τους θεούς τιμά ούτε θνητούς φοβάται. Άλλως θα το πιστέψουμε ότι η τύχη είναι θεός, και ότι οι θεοί είναι κατώτεροι της. (Εισέρχεται εις το σπήλαιον). ΣΚΗΝΗ ΙΒ'. ΧΟΡΟΣ (μόνος) ΧΟΡΟΣ Θα τον πιάση απ' το λαιμό σαν τανάλια ο πόνος το θεριό που τρέφεται απ' ανθρώπων σάρκαις και της κόρες των ματιών η φωτιά θα κάψη. Ο δαυλός επύρωσε της δρυός κλωνάρι μέσ' στη στάχτη καρτερεί στη φωτιά κρυμμένος. Έλα, Μάρων, γύρισε το μυαλό του τώρα και για την εκδίκησι βοήθησε μας. Βγάλτου το μονάχο μάτι του. γίνου ο θάνατος του. Πάλι θέλομε να ιδούμε τον θεό τον Βάκχο με στεφάνια από κισσό τον επιθυμούμε. Θέλομε του Κύκλωπος την ερημιά ναφήσωμε. Θάρθη η ώρα άρα γε• τέτοιας ευτυχίας; ΣΚΗΝΗ ΙΓ'. ΟΙ ΑΥΤΟΙ—ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΟΔΥΣΣΕΥΣ Για το θεό ησυχάσατε, ω Σάτυροι. Σωπάτε κλείσετε πια το στόμα σας. Σας το απαγορεύω. να πάρετε αναπνοή, να κλείσετε τα μάτια να φτύσετε, μη άξαφνα ξυπνήση ο Κύκλωψ μέσα πριν ο δαυλός στο μάτι του χωθή. ΧΟΡΟΣ Να μη σε μέλη, μια λέξι δεν θα βγάλωμε, και την αναπνοή μας θα την κρατήσωμε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Εμπρός, απ' τη φωτιά τραβήχτε το ξύλο γιατί επύρωσε καλά και μέσ' στο άντρον πηγαίνετε ΧΟΡΟΣ Καλλίτερα δεν είναι να ορίσης ποιοί πρώτα θα τραβήξουμε απ' τη φωτιά το ξύλο και ποιοι θα το βυθίσουνε στον Κύκλωπος το μάτι για να μην κάνωμε άτακτα καθένας ότι τύχη; ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Εμείς μακρυά βρισκόμαστε απ' της σπηληάς τη θύρα και αδύνατον να φτάσωμε το ξύλο ως το μάτι. ΧΟΡΟΣ Κ’ εμείς εκουτσαθήκαμε άξαφνα. ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Πώς το ίδιο μαζή μ' εμάς επάθατε; γιατί εμάς τα πόδια εκεί που εστεκόμαστε στραβώσανε. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Α, έτσι εκεί που εστεκόσαστε; ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Αλήθεια! Και τα μάτια γεμίσανε δεν ξέρω τι, σαν σκόνη ή σαν στάκτη. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Άνανδροι, φοβιτσάρηδες. Για τίποτε δεν είσθε. ΧΟΡΟΣ Είνε ανανδρία την ράχη μας αν αγαπάμε; Είναι κακό, που δεν δεχόμαστε να φάμε τέτοιο ξύλο που να μας βγουν τα δόντια μας; Ξέρομε ένα τραγούδι ένα τραγούδι μαγικό του Ορφέως που μπορούσε να κάμη μόνος του ο δαυλός να πάη και να κάψη το μάτι το μονάκριβο του Γίγαντος. ΟΔΥΣΣΕΥΣ Αλήθεια από καιρό σας ήξερα πως τέτοιοι είσθε· τώρα σας έμαθα καλλίτερα. Βλέπω πως είναι ανάγκη να πάρω τους συντρόφους μου να με βοηθήσουν. Όμως αν δύναμι στα χέρια σας δεν νοιώθετε, με λόγια τουλάχιστον βοηθήστε μας και προσευχή που θάρρος να δώση στους συντρόφους μου το χρέος των να κάμουν. ΧΟΡΟΣ Αυτό το κάνομε. Για μας θα κινδυνεύσουν άλλοι, ενώ εμείς με προσευχή θα βγάζωμε το μάτι του Κύκλωπος. (Ο Οδυσσεύς εισέρχεται εις το σπήλαιον). ΣΚΗΝΗ ΙΔ'. ΧΟΡΟΣ (μόνος) ΧΟΡΟΣ Θάρρος! Με θάρρος σπρώχνετε μη χάνετε καιρό. Βυθίστε μέσ' στο μάτι του αυτού όπου τους ξένους ωσάν θηρίο έτρωγε. Χτυπάτε! Κάψετέ τον της Αίτνας τον βοσκό και φύγετε έπειτα γοργοί μην τύχη κι' απ' τον πόνο σας κάμη τίποτα κακό. (Ακούεται η φωνή του Κύκλωπος). ΚΥΚΛΩΨ Αλλοίμονο μου! Μούκαψαν το μάτι!... ΧΟΡΟΣ Ω τι τραγούδι ωραίο! Ξανατραγούδηστο, ω Κύκλωψ. ΚΥΚΛΩΨ (Εξερχόμενος και κρατών το μάτι του) Δυστυχία! τι προσβολή μου έγινε· εχάθηκα! (Προς τους Έλληνας:) Αλλ' όμως μη σας περνάει από τον νου πως θα σωθήτε, αχρείοι. Δεν φεύγετε απ' τα χέρια μου. Εις της σπηληάς τη θύρα εδώ στη μέση θα σταθώ και θα σας πιάσω όλους. ΧΟΡΟΣ Τι τρέχει; τι είναι η φωνές αυτές, ω Κύκλωψ; ΚΥΚΛΩΨ Τι είναι; Εχάθηκα ΧΟΡΟΣ Τι έπαθες; Πώς είσαι έτσι; ΚΥΚΛΩΨ Είμαι χειρότερα απ' ό,τι βλέπετε. ΧΟΡΟΣ Μήπως απ' το μεθύσι έπεσες στη φωτιά; ΚΥΚΛΩΨ Ο Κανείς μ' έκαμε όπως είμαι. ΧΟΡΟΣ Κανείς; Δεν σούκαμε λοιπόν κανείς κακό; ΚΥΚΛΩΨ Σας λέω πως ο Κανείς μου έκαψε το μάτι ΧΟΡΟΣ Ώστε δεν είσαι στραβός. ΚΥΚΛΩΨ Είθε να είσαστε και σεις ωσάν εμένα. ΧΟΡΟΣ Πώς γίνεται να είσαι στραβός αφ' ού το λες ο ίδιος πως δεν σε στράβωσε κανείς; ΚΥΚΛΩΨ Με περιπαίζεις; Έλα λέγε που είναι ο Κανείς ΧΟΡΟΣ Μα, πουθενά δεν είναι. ΚΥΚΛΩΨ Λοιπόν ο ξένος, να στο πω για να το καταλάβης, ο ξένος με κατέστρεψε ο άτιμος, εκείνος που μούδωσε να πιω κρασί για να με καταβάλη. ΧΟΡΟΣ Είναι, αλήθεια το κρασί αγωνιστής γενναίος. ΚΥΚΛΩΨ Για το θεό, εφύγανε ή μέσα είναι ακόμα; ΧΟΡΟΣ Όχι, στο βράχο στέκονται χωρίς να βγάζουν λέξι. ΚΥΚΛΩΨ Από ποιο χέρι; ΧΟΡΟΣ Απ' το δεξί. ΚΥΚΛΩΨ Πού; (Διευθύνεται προς τον βράχον) ΧΟΡΟΣ Απάνω εις τον βράχο τους έπιασες; ΚΥΚΛΩΨ Άλλο κακό μ' ευρήκε. Το κεφάλι στον βράχο απάνω έσπασα. ΧΟΡΟΣ Να τους! θα σου' ξεφύγουν. ΚΥΚΛΩΨ Ώστε δεν ήτανε εκεί που ελέγατε; ΧΟΡΟΣ Δεν σου είπα εκεί. ΚΥΚΛΩΨ Λέγε λοιπόν που είναι. ΧΟΡΟΣ Γύρω γύρω τρέχουν αριστερά σου. ΚΥΚΛΩΨ Αλλοίμονο! Με περιπαίζουν τώρα στη δυστυχία μου. ΧΟΡΟΣ Ήρθανε· μπροστά σου πια δεν είναι Κανείς. ΚΥΚΛΩΨ Κανείς; Ω άθλιε που βρίσκεσαι; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Μακρυά σου Ο Οδυσσεύς είμαι εγώ και ξέρω να φυλάξω τον εαυτόν μου. ΚΥΚΛΩΨ Πώς; Λοιπόν άλλο όνομα έχεις τώρα; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Το όνομα που μού' δωσε ο πατέρας μου σου λέω. Ήταν καιρός ναρθώ εγώ και να σε τιμωρήσω για τους ανθρώπους που έτρωγες. Τι θα ωφελούσε η δόξα ότι την Τροία εκάψαμε, αν δεν ετιμωρούσα τον φόνον των συντρόφων μου; ΚΥΚΛΩΨ Αλλοίμονο σ' εμένα. Ήρθ' ο καιρός ο παλαιός χρησμός να γίνη. Γιατί αλήθεια μου είχαν 'πη, ότι εσύ όταν η Τροία πέση κι' όταν γυρίσης απ' αυτήν το φως μου θα μου σβύσης. Μα και για σένα ο χρησμός είπε πως θα τραβήξης μαρτύρια στη θάλασσα πολύν καιρόν ακόμα; ΟΔΥΣΣΕΥΣ Κλαίγε και στέναζε· αφορμή και για τα δυο σου δίνω. Τώρα εγώ κι' οι φίλοι μου τραβούμε στ' ακρογιάλι και πέρνω το καράβι μου κι' από της Σικελίας τη θάλασσα, τη πλώρη μου για την πατρίδα βάζω. ΚΥΚΛΩΨ Ά όχι. Γιατί αυτήν εδώ την πέτρα θα σηκώσω κι' όλους τους ναύτας σου και σε θα θρυμματίσω. Απάνω στο βράχο εκείνον θ' ανεβώ, αν και τυφλός περνώντας μέσα από το σπήλαιο που είναι ανοιχτό τριγύρω. ΧΟΡΟΣ Κ' εμείς ναύταις θα γίνωμε στου Οδυσσέως το πλοίο και εις τον Βάκχον έπειτα θα αφιερωθούμε. Α Υ Λ Α I Α Η Σειρά των Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, των Εκδόσεων Φέξη, υπήρξεν ένας σταθμός στα ελληνικά χρονικά. Για πρώτη φορώ προσφερόταν συστηματικά στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, η αρχαία ελληνική σκέψη (ιστορία, φιλοσοφία» ποίηση, δράμα, δικανικός και πολιτικός λόγος) σε δημιουργικές μεταφορές της, από τους άριστους μεταφραστές του τόπου, στην πιο σύγχρονη μορφή που πήρε, εξελισσόμενο, το γλωσσικό της όργανο, Ο Όμηρος, οι Τραγικοί κι ο Αριστοφάνης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Αριστοστέλης, ο Θεόκριτος, ο Θεόφραστος, ο Επίκτητος, ο Πλούταρχος, ο Λουκιανός κλπ. προσφέρονται και σήμερα, στις κλασικές πια μεταφράσεις των Πολυλά, Ραγκαβή, Μωραϊτίδη, Κονδυλάκη, Ποριώτη, Γρυπάρη, Τανάγρα, Πολέμη, Καμπάνη, Καζαντζάκη, Βάρναλη, Αυγέρη, Βουτιερίδη, Ζερβού, Φιλαδελφέως, Τσοκόπουλου, Σιγούρου, Κ. Χρηστομάνου κλπ. σε μια σύγχρονη σειρά εκδόσεων βιβλίου τσέπης, πράγμα που επίσης γίνεται για πρώτη φορά, συστηματικά, στην Ελλάδα. ΚΥΚΛΩΨ Σατυρικό δράμα, που ανάγεται στη γνωστή ομηρική περιπέτεια του Οδυσσέα, με τη μέθη και την τύφλωση του Κύκλωπα, που κάνει δυνατή τη σωτηρία του ήρωα και των συντρόφων του. Τα κωμικά επεισόδια κάνουν το έργο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον για κάθε εποχή. Η «ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ» ΑΝΑΤΥΠΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. ΑΘΗΝΑΙ, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 36 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΤΣΙΜΙΣΚΗ 61 ΤΙΜΗ ΤΟΜΟΥ ΔΡΑΧΜΕΣ 10 --- Provided by LoyalBooks.com ---